Η κρίση που σχεδόν μία δεκαετία τώρα
ταλανίζει τη χώρα μας, επηρέασε τον κόσμο της εκπαίδευσης από την πρώτη στιγμή,
ακόμα και πριν εκδηλωθεί με όλη της την οξύτητα σε άλλους χώρους, αφού το
εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στο «στόχαστρο» των
μνημονιακών υποχρεώσεων και των νεοφιλελεύθερων αλλαγών. Σε περιόδους
κοινωνικοπολιτικής κρίσης, είναι συχνό το φαινόμενο κυρίαρχες θεωρητικές
παιδαγωγικές παραδοχές και διδακτικές πρακτικές να τίθενται σε
αμφισβήτηση, καθώς σε πολλές περιπτώσεις, γίνεται μία προσπάθεια
επαναπροσδιορισμού και αλλαγής του τρόπου λειτουργίας του εκπαιδευτικού θεσμού.
Στα χρόνια της κρίσης, μεταξύ των άλλων
ζητημάτων που τέθηκαν στο πεδίο της ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης,
ήταν και το ζήτημα της παιδαγωγικής μόρφωσης των εκπαιδευτικών και ο
διάλογος είτε επίσημα (π.χ. πανεπιστημιακά συνέδρια ) είτε
ανεπίσημα (π.χ. μέσα κοινωνικής δικτύωσης) έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετό καιρό.
Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης, το
συγκεκριμένο άρθρο, επιδιώκει να σκιαγραφήσει την ιστορική εξέλιξη του
ζητήματος, το οποίο είναι τόσο παλιό, όσο σχεδόν και ο εκπαιδευτικός
θεσμός στη χώρα και συνδέθηκε, άμεσα ή έμμεσα, με ποικίλα κοινωνικοπολιτικά
διακυβεύματα, με επιλογή συγκεκριμένων διδακτικών πρακτικών καθώς και
με συγκρούσεις που αφορούσαν την ένταση ή όχι των ταξικών φραγμών στην ελληνική
εκπαίδευση.
Στο άρθρο επιδιώκουμε να παρουσιάσουμε
συνοπτικά τις προσπάθειες που έγιναν για την θεσμοθέτηση της παιδαγωγικής
μόρφωσης των εκπαιδευτικών και τις αντιστάσεις που οι προσπάθειες
αυτές συνάντησαν καθώς και να σκιαγραφήσουμε ορισμένους από τους σημαντικούς
σταθμούς στην εξέλιξη του ζητήματος και τις λύσεις που προτάθηκαν και
υιοθετήθηκαν, σε βάθος δεκαετιών.
Το Διδασκαλείον Μέσης Εκπαιδεύσεως: Η
παιδαγωγική μόρφωση των εκπαιδευτικών της Μέσης και ο Δημήτρης Γληνός
Η παιδαγωγική μόρφωση των εκπαιδευτικών
είναι ένα ζήτημα το οποίο απασχόλησε από τα τέλη του 19ου αιώνα ήδη, τόσο τις
κυβερνήσεις, όσο και τον κόσμο της εκπαίδευσης και συνδέθηκε με την ανάδυση και
την εγκαθίδρυση της επιστημονικής Παιδαγωγικής στον ευρωπαϊκό χώρο , αφού αυτή
κατά τα πρώτα βήματά της και ιδιαίτερα μέχρι της αρχές του 20ου αιώνα, ήταν
προσανατολισμένη κυρίως στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού. Η αποτυχημένη
προσπάθεια να εγκατασταθεί η επιστημονική Παιδαγωγική στον ελληνικό ακαδημαϊκό
χώρο και οι απόψεις που εξακολουθούσαν να ακούγονται όλο και δυνατότερα για την
ανάγκη παιδαγωγικής μόρφωσης των εκπαιδευτικών της μέσης βαθμίδας οδήγησαν στην
ίδρυση του Διδασκαλείου της Μέσης Εκπαίδευσης στις αρχές του 20ου.
Το Διδασκαλείο της Μέσης Εκπαίδευσης θα
συσταθεί με τον Ν. ΓΨΙΗ΄του 1910, με σκοπό την θεωρητική παιδαγωγική
μόρφωση και την πρακτική παιδαγωγική εξάσκηση των λειτουργών της μέσης
βαθμίδας. Για την πρακτική άσκηση τους είχε προσαρτηθεί σε αυτό πρότυπο
σχολείο που περιλάμβανε όλες τις τάξεις της Μ. Εκπαίδευσης , του οποίου
οι διδάσκοντες είχαν αυξημένα προσόντα.
Η Αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου έφερε
την υπογραφή του Α. Παναγιωτόπουλου ο οποίος , αφού υπενθύμιζε τις
προσπάθειες των προκατόχων του υπουργών που έμειναν μόνον επί του χάρτου
, έκανε αναφορά στη συζήτηση που για μια δεκαετία είχε αναπτυχθεί σε
σχέση με την Παιδαγωγική επιστήμη για να ταχθεί τελικά υπέρ της
ίδρυσης «ειδικού παιδαγωγικού Διδασκαλείου της Μέσης», υποστηρίζοντας ότι
ήταν ένα σύστημα για την παιδαγωγική μόρφωση των εκπαιδευτικών, που
προσαρμοζόταν στις ανάγκες της ελληνικής πραγματικότητας και
ήταν σύμφωνο με τις επιστημονικές παιδαγωγικές θεωρίες.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο κανείς απόφοιτος
της Φιλοσοφικής, της Θεολογικής, των Φυσικών ή Μαθηματικών επιστημών δεν
γίνονταν δεκτός για διορισμό στην εκπαίδευση αν δεν είχε παιδαγωγική μόρφωση
και δεν ήταν κάτοχος του παιδαγωγικού πτυχίου. Η φοίτηση σε αυτό αφορούσε
κυρίως, τους μελλοντικούς λειτουργούς της Μ. Εκπαίδευσης,[1] αν και το
νομοσχέδιο έδινε το δικαίωμα και στους εν ενεργεία εκπαιδευτικούς να
παρακολουθήσουν τα μαθήματα του Διδασκαλείου για ένα εξάμηνο, θέτοντας
όμως τον περιοριστικό όρο να μην ξεπερνά ,ανά εξάμηνο, ο αριθμός τους
τούς εκατό.
Τα μαθήματα διαρκούσαν ένα έτος,
μετά το τέλος του οποίου ο υποψήφιος υποβάλλονταν σε εξετάσεις για την
απόκτηση του παιδαγωγικού πτυχίου. Η θεωρητική Παιδαγωγική μόρφωση των
υποψηφίων περιλάμβανε τα μαθήματα: α) Ψυχολογία β) Ηθική γ) Στοιχεία
Φυσιολογίας και Σχολικής Υγιεινής δ) Παιδαγωγική ε) Ιστορία της Παιδαγωγικής
στ) Διδακτική Γενική και Ειδική ζ) Ερμηνεία της νομοθεσίας της Μέσης
Εκπαιδεύσεως. Τα μαθήματα αυτά διδάσκονταν κυρίως, από τον διευθυντή και τον υποδιευθυντή
του Διδασκαλείου.
Ο διευθυντής του Διδασκαλείου είχε και την
ευθύνη της πρακτική εξάσκησης των σπουδαστών και το προσαρτημένο πρότυπο
Γυμνάσιο τελούσε υπό την άμεση διεύθυνσή του.
Πρώτος διευθυντής του Διδασκαλείου
είναι ο Νικόλαος Εξαρχόπουλος. Η θητεία του θα είναι σύντομη, γιατί
δύο χρόνια αργότερα όταν η Παιδαγωγική θα ενταχθεί εκ νέου εντός
του ακαδημαϊκού πλαισίου, θα εγκαταλείψει το Διδασκαλείο για να γίνει
καθηγητής στην νεοϊδρυθείσα έδρα της «Παιδαγωγικής και Φιλοσοφίας» στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών. Στο Διδασκαλείο θα τον διαδεχθεί ο μεγάλος του αντίπαλος, ο Δημήτρης
Γληνός. ο οποίος στον εναρκτήριο λόγο του προς τους σπουδαστές[2] θα υποστηρίξει
πως η αναγκαιότητα της παιδαγωγικής μόρφωσης των λειτουργών της Μέσης
αναγνωριζόταν ήδη από την εποχή των μεγάλων διανοητών του νεοελληνικού
διαφωτισμού και ήταν διατυπωμένη στον πρώτο καταστατικό νόμο της Μέσης
Εκπαίδευσης, δηλ. στο νομοθετικό διάταγμα της 31ης Δεκεμβρίου 1836.
Επισημαίνει ότι το νομοθετικό αυτό
διάταγμα δεν εφαρμόστηκε για δεκαετίες ολόκληρες με
αποτέλεσμα να διορίζονται στην Μέση εκπαίδευση απλοί τελειόφοιτοι
Γυμνασίου και όταν τέλος αρχίζη
η Πολιτεία να λαμβάνη πρόνοιαν περί της μορφώσεως του διδακτικού προσωπικού των
ελληνικών Σχολείων και των Γυμνασίων, την μεν εν ταις επιστήμαις προπαιδείαν
θεωρεί αναγκαίαν την δε παιδαγωγικήν τοιαύτην θεωρητικήν τε και πρακτικήν
περιττήν.[3]
Αποδίδει στα ακόλουθα αίτια την επικράτηση
της άποψης πως η παιδαγωγική μόρφωση δεν είναι απολύτως αναγκαία στους
λειτουργούς της Μέσης.
α) Η Παιδαγωγική αμφισβητείται ως αυτόνομος επιστημονικός
κλάδος ισότιμος με τους άλλους.
β) Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε το γερμανικό μοντέλο, στο οποίο
επικρατούσε η άποψη πως η αγωγή στη Μέση εκπαίδευση συντελείται , κυρίως , με
απλή προσφορά- μετάδοση γνώσεων σε ένα δασκαλοκεντρικό σχολείο
γ) Κυριάρχησε η γνώμη ότι μόνο κατά την παιδική ηλικία
γνώσεις πρέπει να προσφέρονται με μέθοδο παιδαγωγικά ορθή ενώ κάτι τέτοιο
είναι περιττό για τον έφηβο.
Συγκρίνοντας την κατάσταση στην
πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση της εποχής του, υποστηρίζει ότι
μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα όπου η αδιαφορία της Πολιτείας για
την παιδαγωγική μόρφωση των εκπαιδευτικών ήταν κοινή και για τις δύο
βαθμίδες, η ίδρυση των Διδασκαλείων βοήθησε τους δασκάλους να
αποκτήσουν παιδαγωγικές γνώσεις με συστηματικό τρόπο με αποτέλεσμα σήμερον πλέον ουδείς υπάρχει εν Ελλάδι
όστις θα ετόλμα σοβαρώς να υποστηρίξη ότι είναι περιττή διά τους διδασκάλους
της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως η ειδική παιδαγωγική μόρφωσις και ότι εν τη
επικειμένη ή μάλλον υφισταμένη ήδη ελλείψει δημοδιδασκάλων ένεκα της
λειτουργίας ενός και μόνον Διδασκαλείου καλόν και σκόπιμον θα ήτο αντί της
ιδρύσεως και άλλων Διδασκαλείων να χρησιμοποιηθώσι π.χ. τελειόφοιτοι Γυμνασίων. Κρίνει πως η παιδαγωγική μόρφωση οδήγησε
το διδασκαλικό σώμα να αποκτήσει επαγγελματική συνείδηση και επίγνωση της
αποστολής του.[4]
Σύμφωνα με τις απόψεις του και οι
δύο βαθμίδες της εκπαίδευσης έχουν τον ίδιο σκοπό, την αγωγή, και μόνο σε ότι
αφορά την έκταση και το βάθος των αναγκαίων προσφερόμενων γνώσεων διαφέρουν, με
συνέπεια η γνώση της επιστημονικής Παιδαγωγικής να είναι εξίσου αναγκαία και
για τις δύο.[5]
Ο Γληνός θεωρεί ότι η σχολική
πραγματικότητα επιβάλλει την αναγκαιότητα της παιδαγωγικής μόρφωσης για το
σύνολο των λειτουργών της εκπαίδευσης. Αναφέρει τέσσερις
λόγους, για να υποστηρίξει την άποψη του.
α) Η μετάδοση γνώσεων, δεν είναι ούτε ο μοναδικός ούτε ο
κύριος σκοπός ενός σχολείου αγωγής. Ο κύριος σκοπός της αγωγής είναι η αρμονική
ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου.
β) Κάθε επιστημονική γνώση δεν είναι ταυτόχρονα και γνώση
απαραίτητη στη διαδικασία της αγωγής και δεν επιλέγεται αυτόματα από ένα
σχολείο που έχει αναλάβει την διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Η επιλογή των
επιστημονικών γνώσεων που θα διδαχθούν πρέπει να γίνεται με
κριτήρια παιδαγωγικά. Υπάρχει, υποστηρίζει, η εξής διαφορά
μεταξύ επιστημονικής και σχολικής γνώσης μεταξύ ενός ειδικού επιστήμονα
και ενός δασκάλου, Στις επιστήμες όλες οι γνώσεις έχουν την ίδια απόλυτη
αξία εφόσον είναι αληθείς. Για τη διαδικασία της αγωγής όμως όλες οι
γνώσεις δεν είναι ισάξιες, και ορισμένες, δεν έχουν απολύτως καμία παιδαγωγική
αξία. Ακριβώς επειδή η απόκτηση γνώσεων δεν είναι ο σκοπός αλλά το μέσο της
αγωγής η αξία των προσφερόμενων γνώσεων καθορίζεται από το κατά πόσο συντελούν
στην επίτευξη του σκοπού της. Δάσκαλος είναι αυτός που γνωρίζει ποιες
γνώσεις συντελούν στο σκοπό της αγωγής και σε ποια ηλικία. Εν τη φιλολογία π.χ. είναι επιστημονική
γνώσις το κατέχειν πάσας τας γραφάς, τας διορθώσεις και τας ερμηνείας ενός
χωρίου της Κύρου Αναβάσεως. Αλλ’ ο διδάσκαλος ο οποίος θα προσεπάθει να
μεταδώση τας τοιαύτας γνώσεις εις τους μαθητάς του ελληνικού σχολείου θα ήτο
κακός διδάσκαλος.[6] Είναι διαφορετικό να κατέχεις
ένα επιστημονικό αντικείμενο και διαφορετικό να το διδάσκεις. Υπάρχουν πολλά
παραδείγματα ικανών επιστημόνων που έγιναν πολύ κακοί δάσκαλοι.
γ) Η διδασκαλία είναι σύνθετη δεξιότητα, η οποία δεν
αποκτάται ως δώρο της φύσης, αλλά με τη συστηματική μελέτη και εξάσκηση.
Φέρνοντας ως παράδειγμα τον τεχνίτη, υποστηρίζει ότι αυτός ο τελευταίος δεν
αρκείται μόνο στο φυσικό του ταλέντο αλλά φροντίζει να αποκτήσει γνώσεις για τη
φύση των υλικών του και τις τεχνικές επεξεργασίας τους. Επισημαίνει ότι
η επεξεργασία πολύτιμων υλικών από άπειρο τεχνίτη αποθαρρύνεται γιατί
υπάρχει ο κίνδυνος καταστροφής τους, όχι όμως και η διδασκαλία των μαθητών από
αυτοδίδακτο δάσκαλο, χωρίς γνώσεις για την παιδική ηλικία. Αυτό είναι
κάτι που η κοινωνία το ανέχεται παρατηρεί ο Γληνός προσθέτοντας σαρκαστικά: Ίσως διότι η μεν αξία του ξύλου ή του
μαρμάρου μετρούμενη σε χρήμα προσπίπτει εις την αντίληψιν όλων, η δε αξία της
ανθρωπίνης ψυχής είναι κάτι διά τους πολλούς ασύλληπτον[7]
δ)Η εκπαίδευση είναι κοινωνική λειτουργία και συνδέεται με ποικίλα
κοινωνικά προβλήματα και τη λύση τους. Η παιδαγωγική μόρφωση καθιστά
ικανό τον εκπαιδευτικό να κατανοήσει τον τρόπο που η εκπαιδευτική λειτουργία
αλληλοεπιδρά με τα κοινωνικά διακυβεύματα, και να αποκτήσει συνείδηση της
αποστολής του.
Η πορεία του Διδασκαλείου στο χρόνο θα είναι μακρά και θα γνωρίσει
ποικίλες αλλαγές τόσο ως προς τη δομή του, όσο και ως προς το χρόνο φοίτησης
των μετεκπαιδευόμενων και το πρόγραμμά του. Θα καταργηθεί τελικά το 1985,[8] επειδή κρίνεται ότι δεν
συμβάλλει ικανοποιητικά στην παιδαγωγική μόρφωση των εκπαιδευτικών της
δευτεροβάθμιας, με τη σύμφωνη γνώμη και της ΟΛΜΕ. Η κατάργησή του ωστόσο δεν θα
συνοδευτεί από την ίδρυση άλλου φορέα που θα καλύψει το κενό που άφησε το
Διδασκαλείο.
Το Διδασκαλείον Μέσης και η αντίδραση των
καθηγητικών σχολών
Σχεδόν ταυτόχρονα με το Διδασκαλείο της
Μέσης Εκπαίδευσης ιδρύεται, το 1911, η έδρα της «Φιλοσοφίας
και της Παιδαγωγικής»[9] του Πανεπιστημίου
Αθηνών, με πρώτο καθηγητή τον Νικόλαο Εξαρχόπουλο.
Αποτελεί μία από τις τριάντα τρεις
έδρες που με βάση το νέο Οργανισμό του 1911 θα ιδρυθούν ή θα πληρωθούν εκ
νέου στο Εθνικό και Καποδιστριακό πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο Οργανισμός του
1911 αποτέλεσε μία προσπάθεια επαναπροσδιορισμού του ρόλου του πανεπιστημίου,
το οποίο κλήθηκε να συμβάλλει στις προσπάθειες του κράτους για
πρόοδο, προετοιμάζοντας επιστήμονες που θα υπηρετούσαν την αστική
ανάπτυξη της χώρας. Οι νέες έδρες που ιδρύθηκαν, μεταξύ αυτών και της
Παιδαγωγικής, σχετίζονται με τις προσπάθειες της ελληνικής αστικής τάξης για
την οργάνωση μιας σύγχρονης διοίκησης κατά τα πρότυπα της δύσης.[10]
Όταν το 1910 ιδρύθηκε το Διδασκαλείο
Μέσης Εκπαίδευσης η Φιλοσοφική, αντέδρασε υποστηρίζοντας ότι η Παιδαγωγική
έπρεπε να ενταχθεί εκ νέου στο Πανεπιστήμιο και όχι να διδάσκεται σε
εξωπανεπιστημιακά ιδρύματα. Την ίδια θέση υποστήριξαν και στη Θεολογική Σχολή.
Κατά συνέπεια η ίδρυση της έδρας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στις αρχές του
εικοστού αιώνα αποτέλεσε αίτημα του Ανώτατου καθιδρύματος, το οποίο η κυβέρνηση
ικανοποίησε , στο πλαίσιο του μεταρρυθμιστικού της προγράμματος.
Η αντίδραση της σχολής, είναι διαφωτιστική
για τους λόγους που την ώθησαν να ζητήσει την ίδρυση της έδρας. Δεν
στηρίζεται σε μία επιχειρηματολογία για την ανάγκη ένταξης της Παιδαγωγικής ως
νέας επιστήμης στον ακαδημαϊκό χώρο. Αντιθέτως, σε πολλά σημεία οι
καθηγητές της Σχολής, φαίνεται να αμφισβητούν την επιστημονικότητα του νέου
κλάδου, ακριβώς όπως και οι υποστηρικτές της απομάκρυνσης των παιδαγωγικών
σπουδών από το Πανεπιστήμιο. Η Παιδαγωγική, όπως ευθαρσώς δηλώνει ο
Μιστριώτης, δεν είναι επιστήμη, δεν έχει δικό της αντικείμενο έρευνας και
περιορίζεται αποκλειστικά στην μελέτη της διδακτικής. Είναι μεθοδολογία[11] Όσο για τις άλλες δύο
σχολές από τις οποίες στελεχώνεται η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αυτές αντιδρούν
στο νομοσχέδιο προσπαθώντας να περιορίσουν τον χρόνο ενασχόλησης των φοιτητών
τους με τα παιδαγωγικά μαθήματα. Οι απόψεις που διατυπώθηκαν, καταδεικνύουν
ότι η ακαδημαϊκή κοινότητα δεν θεωρούσε την Παιδαγωγική ως ανεξάρτητη επιστήμη
αλλά στην καλύτερη περίπτωση ως τεχνική διδασκαλίας. Ασχολήθηκαν με το νέο
κλάδο διότι συνδεόταν ποικιλότροπα με την επαγγελματική αποκατάσταση των
αποφοίτων τους, με τις επιδιώξεις της διοίκησης και τις απαιτήσεις των
επαγγελματικών χώρων. Είναι ωστόσο σαφές από τις τοποθετήσεις τους, ότι δεν τον
θεωρούσαν ούτε αυτόνομο ούτε ισότιμο με τους «καθαρούς» επιστημονικούς κλάδους.
Σύμφωνα με καθηγητές της Φυσικομαθηματικής
Σχολής, τα παιδαγωγικά δεν έπρεπε να αποτελούν ξεχωριστά μαθήματα, αλλά να
ενταχθούν στην διδασκαλία των υπολοίπων μαθημάτων της Σχολής διότι, όπως
υποστήριξαν η γνώση του αντικειμένου διδασκαλίας αρκούσε για να μπορέσει
ο διδάσκων να ανακαλύψει από μόνος του τη σωστή μέθοδο διδασκαλίας με τη
βοήθεια της πείρας, αφού το «διδάσκειν δεν διδάσκεται». Σε κάθε περίπτωση
ζητούσαν να περιορισθεί ο χρόνος διδασκαλίας των παιδαγωγικών μαθημάτων
σε έξι μήνες το πολύ και να θεωρηθούν ως μαθήματα «Θεωρητικής Παιδαγωγικής» τα
φιλοσοφικά μαθήματα που ήδη διδάσκονταν στη φυσικομαθηματική ως ανάμνηση της
εποχής που αποτελούσε τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής.[12]
Όσον αφορά την τρίτη Σχολή που
προετοίμαζε στελέχη για την δευτεροβάθμια, τη Θεολογική, οι καθηγητές της,
βρήκαν «εύλογες» τις αντιδράσεις των φοιτητών τους στην ίδρυση του
Διδασκαλείου και απέστειλαν έγγραφο στην κυβέρνηση ζητώντας την καταψήφιση του
νομοσχεδίου και την εγκαθίδρυση έδρας Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.[13]
Από τις απόψεις που ακούστηκαν στις
συνεδριάσεις των καθηγητών και των τριών Σχολών η Θεωρητική Παιδαγωγική
αντιμετωπίστηκε κυρίως ως ένα ακόμα Φιλοσοφικό μάθημα. Ο λόγος σύγκρουσης της
Φιλοσοφικής κυρίως Σχολής με την πολιτεία, με επίκεντρο την έδρα της
Παιδαγωγικής, αφορούσε τον έλεγχο της Παιδαγωγικής καθοδήγησης των
εκπαιδευτικών. Η Σχολή αντέδρασε στην απομάκρυνση των παιδαγωγικών σπουδών από
το Πανεπιστημιακό πλαίσιο, γιατί η εγκαθίδρυση της νέας επιστήμης εντός του
δικού της ακαδημαϊκού πλαισίου της επέτρεπε να αρθρώνει, κάθε
φορά, λόγο για την εκπαιδευτική πολιτική των κυβερνήσεων και να επηρεάζει
την κατεύθυνση και τον προσανατολισμό της εκπαίδευσης στη χώρα.
Η εγκαθίδρυση της Παιδαγωγικής στην
Ελλάδα, ως αυτόνομου επιστημονικού κλάδου, φαίνεται ότι ενδιέφερε λιγότερο τη
Σχολή και είναι κυρίως αποτέλεσμα της θέλησης της διοίκησης και των προσπαθειών
παιδαγωγών, μεταξύ αυτών και του κατόχου της έδρας Ν. Εξαρχόπουλου, οι
οποίοι συνδέθηκαν ποικιλότροπα με την πολιτική εξουσία και μέσω αυτής,
επεδίωξαν την υλοποίηση των επιστημονικών τους οραμάτων.
Η ίδρυση της έδρας αποτέλεσε και φοιτητικό
αίτημα. Ωστόσο δεν συνδέθηκε με την επιθυμία απόκτησης παιδαγωγικών
γνώσεων, είτε από ακαδημαϊκό ενδιαφέρον για τον νέο κλάδο που αναπτυσσόταν στην
Ευρώπη, είτε ως προσόν για την εξεύρεση εργασίας. Οι φοιτητές αντιδρώντας στις
επιλογές της κυβέρνησης, που τους ανάγκαζε να παρακολουθήσουν παιδαγωγικές
σπουδές για να μπορέσουν να διοριστούν στα σχολεία της χώρας, προσπαθούσαν να
περιορίσουν το απαιτούμενο χρονικό διάστημα ενασχόλησης με την Παιδαγωγική, και
ζητούσαν να ενταχθεί το μάθημα στο πρόγραμμα των βασικών σπουδών τους, ώστε να
μην αυξηθεί ο συνολικός χρόνος της φοίτησης τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.[14]
Επιστήμη που αφορούσε στην επαγγελματική
μόρφωση και προετοιμασία των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και της
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η Παιδαγωγική και ωστόσο η εγκαθίδρυση της
στο ελληνικό πανεπιστήμιο δεν απαντούσε σε κανένα, από μεριάς τους αίτημα
για καλύτερη μόρφωση. Αντιθέτως, κατά ένα παράδοξο τρόπο, συνδέονταν με την
επιδίωξη περιορισμού της χρονικής διάρκειας των παιδαγωγικών σπουδών, τις
οποίες όφειλαν να έχουν πραγματοποιήσει. Η αναγκαιότητα για μια θεωρητική
παιδαγωγική εκπαίδευση, ώστε να ανταποκριθούν καλύτερα στα καθήκοντά τους δεν
προτάσσεται από τους φοιτητές.
Η Φυσικομαθηματική και το «παιδαγωγικό
ενδεικτικόν»
Η έδρα της
Παιδαγωγικής αμέσως μετά την ίδρυσή της, το ακαδημαϊκό έτος 1912-13 και για
δεκαπέντε χρόνια θα προσφέρει μαθήματα μόνο στους φοιτητές της Φιλοσοφικής
Σχολής. Το 1927-28 ωστόσο η διδασκαλία των παιδαγωγικών μαθημάτων θα επεκταθεί
και στις άλλες δύο σχολές οι οποίες τροφοδοτούσαν την Μέση εκπαίδευση με
διδακτικό προσωπικό, την Θεολογική και τη Φυσικομαθηματική, σύμφωνα με όσα
όριζε ο νέος Οργανισμός του 1922.[15] Ο νέος κανονισμός
λειτουργίας του Πανεπιστημίου όριζε ως απαραίτητη προϋπόθεση για τον
διορισμό σε θέση λειτουργού της Μέσης εκπαίδευσης την απόκτηση επαγγελματικού
παιδαγωγικού ενδεικτικού.[16]
Οι σχολές, τα πτυχία των οποίων έδιναν το
δικαίωμα διορισμού στη δευτεροβάθμια, δηλ. η Φιλοσοφική, η Θεολογική και η
Σχολή των Φυσικών και Μαθηματικών επιστημών, θα απένειμαν στους φοιτητές τους
και το επαγγελματικό ενδεικτικό. Για την απόκτηση του οι φοιτητές έπρεπε, αφού
παρακολουθήσουν τα μαθήματα του καθηγητή της Παιδαγωγικής να υποβληθούν σε
ειδική εξέταση, καταβάλλοντας τα οριζόμενα εξέταστρα, ενώπιον τριμελούς
επιτροπής αποτελούμενης από τον τακτικό καθηγητή της Παιδαγωγικής και δύο
τακτικούς καθηγητές της οικείας Σχολής τα μαθήματα των οποίων ήταν τα πλέον
συναφή «προς το είδος του απονεμομένου ενδεικτικού» και οι οποίοι ορίζονταν από
την Σχολή στην αρχή κάθε πανεπιστημιακού έτους.[17] Η απόκτησή του ενδεικτικού
δεν συνεπαγόταν αύξηση του χρόνου φοιτήσεως των φοιτητών αφού τα
παιδαγωγικά μαθήματα που παρακολουθούσαν ήταν ενταγμένα στο βασικό πρόγραμμα
των σπουδών τους.[18]
Στη Φυσικομαθηματική ο Ν.
Εξαρχόπουλος θα διδάξει για πρώτη φορά «Γενικήν και Ειδικήν Διδακτικήν»
το πανεπιστημιακό έτος 1927-1928 κάθε Πέμπτη και Σάββατο για δύο συνολικά ώρες
στους δευτεροετείς και τριτοετείς φοιτητές και των δυο τμημάτων. Επιπλέον οι
φοιτητές θα εξασκούνταν με «πρακτικάς και φροντιστηριακάς ασκήσεις» κάθε
Παρασκευή για μία ώρα. Οι φοιτητές της Θεολογικής ακολουθούσαν ακριβώς τα ίδια
μαθήματα με αυτά που προσέφερε η έδρα και στους συναδέλφους τους στη
Φιλοσοφική.
Η σύνδεση του επιστημονικού κλάδου της
Παιδαγωγικής με το επαγγελματικό πεδίο, η αλληλεπίδρασή τους καθώς και ο
τρόπος που η διοικητική παρέμβαση επηρέασε το μάθημα της Παιδαγωγικής,
φαίνονται αρκετά καθαρά στην περίπτωση της Φυσικομαθηματικής.
Στις 8 Μαΐου 1925 ο Ν. Εξαρχόπουλος,
έχοντας προσκληθεί στη συνεδρίαση των καθηγητών της Φυσικομαθηματικής, τους
εκθέτει την υποχρέωση που έχουν οι απόφοιτοι του Φυσικού και του Μαθηματικού
τμήματος να αποκτήσουν το Παιδαγωγικό Ενδεικτικό, χωρίς το οποίο δεν μπορούν να
διδάξουν στην Μέση Εκπαίδευση και ανακοινώνει τις ώρες που θα διδάσκει το
μάθημα της Παιδαγωγικής.
Οι διδάσκοντες της Φυσικομαθηματικής
Σχολής στη συζήτηση που θα ακολουθήσει υποστηρίζουν ότι ο νόμος δεν
υποχρεώνει τους φοιτητές τους να παρακολουθήσουν τα Παιδαγωγικά μαθήματα,
ωστόσο εφόσον θα υποχρεωθούν να υποβληθούν σε εξετάσεις για την λήψη του
Παιδαγωγικού Ενδεικτικού η παρακολούθηση των μαθημάτων του κ. Εξαρχόπουλου
καθίσταται εκ των πραγμάτων αναγκαία.
Η διοίκηση με τις εξετάσεις που επιβάλλει
αναγκάζει ουσιαστικά τη Σχολή να εντάξει στο πρόγραμμα της τα παιδαγωγικά
μαθήματα, ενώ δεν είχε διατυπωθεί ούτε από τους καθηγητές της, ούτε από τους
φοιτητές το αίτημα για παιδαγωγική μόρφωση όσων από τους αποφοίτους της
προσανατολίζονταν να διδάξουν τα μαθήματα του κλάδου στη δευτεροβάθμια.
Οι καθηγητές της Σχολής συνεδριάζουν για
να αποφασίσουν για τα έτη στα οποία θα προσφερθεί το μάθημα και τις ώρες
των παραδόσεων εβδομαδιαίως. Υποστηρίζουν ότι οι φοιτητές τους «είναι τόσον πολύ βεβαρυμένοι εκ των
ακροάσεων και ασκήσεων των ειδικών μαθημάτων και των φυσιογνωστικών
εκδρομών ώστε ενός έτους διδασκαλία της Γενικής Παιδαγωγικής και της
Γενικής Διδακτικής θα ήτο επαρκής». Τα παιδαγωγικά μαθήματα αντιμετωπίζονται εκ των προτέρων από
τους καθηγητές σαν μία υποχρέωση προς την διοικητική εξουσία που η Σχολή
οφείλει να διεκπεραιώσει με όσο το δυνατόν μικρότερο κόστος για αυτήν. Ο
Ν. Εξαρχόπουλος φαίνεται να γνωρίζει την πραγματικότητα πολύ καλά και έτσι «προσκληθείς στις 8 Μαΐου» δηλώνει μόνος του ότι «δύναται να περιορίσει εις δύο ώρας
Θεωρητικής διδασκαλίας καθ’ εβδομάδα δια δύο συναπτά έτη» τις παραδόσεις του. Η Σχολή μετά
από ψηφοφορία θα αποφασίσει οι φοιτητές του δεύτερου και του τρίτου έτους
να παρακολουθούν ανά δύο ώρες την εβδομάδα τα εξής
παιδαγωγικά μαθήματα: Ψυχολογία
του παιδός, Παιδαγωγικήν, και Γενικήν και Ειδικήν Διδακτικήν, ούτως ώστε να «συμπληρούται ο κύκλος των απαιτουμένων
παιδαγωγικών γνώσεων».
Όσοι εξ’ αυτών επιθυμούν να αποκτήσουν το ενδεικτικό θα υποβάλλονταν σε
εξετάσεις, μετά το τέλος των τετραετών σπουδών τους.[19]
Ο Εξαρχόπουλος επιθυμεί το μάθημα να
διδάσκεται όχι μόνο θεωρητικά αλλά και εργαστηριακά. Γι’ αυτόν η επιστημονική
Παιδαγωγική είναι αυτή, που σε αντιδιαστολή με την Παιδαγωγική των προηγούμενων
εποχών, χρησιμοποιεί τις πειραματικές μεθόδους για να μελετήσει και να
προσεγγίσει τα περισσότερα από τα προβλήματα που αφορούν το αντικείμενό της ,
δηλ. την αγωγή. Κατά συνέπεια η διδασκαλία της νέας επιστήμης δεν ήταν δυνατόν
να περιορισθεί μόνο στην από καθ’ έδρας θεωρητική διδασκαλία. Η νέα γενιά των
εκπαιδευτικών έπρεπε να είναι διαπαιδαγωγημένη στις νέες μεθόδους έρευνας και
επεξεργασίας των παιδολογικών προβλημάτων. Οι μελλοντικοί εκπαιδευτικοί,
σύμφωνα με τις απόψεις του, θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της
Παιδαγωγικής επιστήμης στη χώρα μας συλλέγοντας στις τάξεις τους στοιχεία
για τους μαθητές τους με τη βοήθεια των νέων μεθόδων και εμπλουτίζοντας έτσι τα
ήδη υπάρχοντα από την εργασία του νεοϊδρυθέντος εργαστηρίου Πειραματικής
Παιδαγωγικής. Ήταν γι’ αυτόν σημαντικές οι ώρες της εργαστηριακής
διδασκαλίας.
Τον Δεκέμβριο του 1925 ο κοσμήτορας της
Φυσικομαθηματικής πληροφορεί τους καθηγητές ότι ο Εξαρχόπουλος επιθυμεί το
μάθημα του να εξετάζεται τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά. Εκφράζοντας τη γνώμη
ολόκληρης της Σχολής «Ο κ.
Χατζιδάκις λέγει ότι και πέρυσιν ήτο ενάντιος της υποχρεωτικής διδασκαλίας της
Παιδαγωγικής επί δύο έτη, αλλά το να εξετάζωνται και πρακτικώς θεωρώ μέγα βάρος
δια τους φοιτητάς.»[20] Η Σχολή απορρίπτει την πρακτική εξέταση
των παιδαγωγικών μαθημάτων και αρκείται στην θεωρητική. Ο Εξαρχόπουλος δεν θα
υποχωρήσει και με έγγραφη αναφορά του θα ζητήσει από τη Σχολή να αλλάξει την
απόφασή της επικαλούμενος την συγγένεια των νέων παιδαγωγικών μεθόδων με αυτές
των θετικών επιστημών και υπενθυμίζοντας ότι η πρακτική εξέταση δεν συνεπάγεται
αύξηση ωρών για τους φοιτητές της Σχολής. Η Σχολή αποφασίζει να ερωτηθεί
ο καθηγητής της Παιδαγωγικής για τη μέθοδο διδασκαλίας των μαθημάτων που η
Σχολή όρισε ως υποχρεωτικά για τη λήψη του παιδαγωγικού ενδεικτικού, διότι όπως
υπενθυμίζει ο κ. Ζέγγελης δεν μπορεί να υπάρξει πρακτική εξέταση μαθήματος το
οποίο δεν διδάσκεται φροντιστηριακά σε εργαστήριο όπως ορίζει το άρθρο
206&2 του Οργανισμού του Πανεπιστημίου. Υπενθυμίζει δε στον καθηγητή της
Παιδαγωγικής ότι η Σχολή δεν όρισε για τους φοιτητές της εργαστηριακές
ασκήσεις στα παιδαγωγικά μαθήματα.[21] Με δεδομένο ωστόσο ότι
δεν θα αυξηθούν οι ώρες της διδασκαλίας υπάρχουν και καθηγητές που θα
υποστηρίξουν ότι το μέτρο της παιδαγωγικής κατάρτισης των φοιτητών τους είναι
ωφέλιμο και αναγκαίο.[22]
Η σύγκρουση με τη Σχολή θα επέλθει δύο
βδομάδες αργότερα όταν ο Εξαρχόπουλος θα δηλώσει πως είχε εννοήσει ότι η
Φυσικομαθηματική στην αρχική της συνεδρία στην οποία και είχε παραστεί
αποδέχθηκε δύο ώρες θεωρητικής διδασκαλίας την εβδομάδα και μία ώρα
εργαστηριακών ασκήσεων στο εργαστήριο πειραματικής Παιδαγωγικής του οποίου η
πρακτική άσκηση των μελλοντικών εκπαιδευτικών αποτελούσε έναν από τους λόγους
ίδρυσης. Ζητάει να προστεθεί στο πρόγραμμα μια ώρα εβδομαδιαίας φροντιστηριακής
άσκησης και επιπλέον πρακτική εξέταση των φοιτητών.[23]
Η Φυσικομαθηματική θα αρνηθεί
κατηγορηματικά να αυξήσει τις ώρες διδασκαλίας των παιδαγωγικών μαθημάτων. Το
πρόγραμμα των φοιτητών είναι τόσο φορτωμένο ώστε προσθήκη μιας ώρας επιπλέον θα
απέβαινε σε βάρος των ειδικών σπουδών τους.[24] Ως θετικοί επιστήμονες
οι καθηγητές της Σχολής δηλώνουν ότι δεν είναι ενάντιοι στις εργαστηριακές
ασκήσεις, θα πρέπει όμως αυτές να πραγματοποιηθούν στον αρχικά ορισμένο χρόνο.
Η Σχολή παμψηφεί επιφορτίζει τον κοσμήτορα της να προτείνει στον Εξαρχόπουλο να
επιλέξει ανάμεσα σε διδασκαλία δύο ωρών εβδομαδιαίως για δύο έτη και να τις
διαθέσει όπως αυτός νομίζει, ή τριών ωρών (δύο θεωρητικής και μία εργαστηριακής
διδασκαλίας) για ένα μόνο έτος.[25]
Η διοίκηση παρεμβαίνοντας στην διαφωνία
υπέρ του καθηγητή της Παιδαγωγικής θα επιβάλλει στη Σχολή με Β.Δ[26] να προσθέσει στο
πρόγραμμα της και μια ώρα επιπλέον παιδαγωγικών εργαστηριακών ασκήσεων, «…παρά την σαφώς και επανειλημμένως
εκδηλωθείσα αντίθετον περί τούτου γνώμην της Σχολής.»[27]
Η κυβέρνηση αποφασίζει ενάντια στην γνώμη
της Σχολής όπως επισημαίνει ο κοσμήτοράς της. Είναι η διοίκηση που εγκαθιδρύει
και νομιμοποιεί την επιστήμη της Παιδαγωγικής στον ακαδημαϊκό χώρο με
διακηρυγμένο σκοπό την βελτίωση της απόδοσης των επαγγελματικών χώρων ώστε να
επιτευχθούν γενικότεροι πολιτικοκοινωνικοί στόχοι. Η εισαγωγή της νέας
επιστήμης στον ακαδημαϊκό χώρο δεν προκύπτει ως ανάγκη παρακολούθησης
επιστημονικών εξελίξεων και ανάπτυξης της έρευνας στο συγκεκριμένο
πεδίο και η εγκαθίδρυσή της δεν έρχεται ως αποτέλεσμα
απαιτήσεων που η επιστημονική κοινότητα προβάλλει.
Παρ’ ότι θα υπακούσει στην νομοθετική
διάταξη η τάση της Φυσικομαθηματικής Σχολής είναι να μειώσει τις ώρες των
παιδαγωγικών μαθημάτων. Το 1927 είναι η πρώτη χρονιά που θα απονεμηθεί το
παιδαγωγικό ενδεικτικό. Όπως προκύπτει από τους πρυτανικούς λόγους
ένας σημαντικός αριθμός πτυχιούχων και των τριών σχολών επεδίωκε την απόκτησή
του.[28] Πέντε
χρόνια αργότερα, το 1932, στον νέο Οργανισμό λειτουργίας του Πανεπιστημίου που
θα ψηφιστεί περιλαμβάνεται και διάταξη για την υποχρεωτική απόκτηση
παιδαγωγικού ενδεικτικού.[29] Την ίδια ωστόσο
χρονιά, το 1932, το παιδαγωγικό ενδεικτικό θα καταργηθεί με το Ν. 5347,
γιατί θα αντικατασταθεί από το παιδαγωγικό πτυχίο, το οποίο σχετίζεται με την
έναρξη της λειτουργίας ενός νέου θεσμού, του Πειραματικού Σχολείου.[30]
Με πρωτοβουλία του Εξαρχόπουλου έχει
ιδρυθεί στην Αθήνα, από το 1929, Πειραματικό Σχολείο. Στο άρθρο 10 του
ιδρυτικού Νόμου 4376/1929 αναφέρεται ότι η ίδρυσή του εκτός των άλλων
αποσκοπούσε στην Παιδαγωγική και διδακτική άσκηση επί ένα εξάμηνο όλων των
πτυχιούχων της Φιλοσοφικής και Θεολογικής Σχολής και της Σχολής Φυσικών και
Μαθηματικών του Πανεπιστημίου που επιθυμούσαν να ακολουθήσουν το διδασκαλικό
επάγγελμα μετά την λήψη του πτυχίου τους. Μετά τη λήξη του εξαμήνου λάμβαναν
παιδαγωγικό πτυχίο που υπέγραφαν ο διευθυντής και ο επόπτης του Πειραματικού
Σχολείου.[31] Η
απόκτηση του παιδαγωγικού πτυχίου ήταν υποχρεωτική για να διορισθεί κάποιος ως
καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Η διάταξη αυτή ίσχυσε από το επόμενο ακαδημαϊκό
έτος από τη στιγμή που τέθηκε σε ισχύ ο νόμος.
Στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου ο
εισηγητής Υπουργός Παιδείας Κ. Γόντικας, αναφέρει ότι με τη νέα ρύθμιση το
κράτος μεριμνούσε να αποκτήσουν παιδαγωγική κατάρτιση οι μελλοντικοί λειτουργοί
της Μέσης εκπαίδευσης κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών σπουδών τους και
πριν αναλάβουν υπηρεσία στα σχολεία της χώρας, λύση την οποία θεωρούσε
κατά πολύ ριζικότερη σε σχέση με την μετεκπαίδευση των ήδη υπηρετούντων
στο διδασκαλείο της Μέσης η οποία όπως υποστήριζε δημιουργούσε προσκόμματα στην
ομαλή λειτουργία των σχολείων της χώρας. Αναγνώριζε ότι η εξάμηνη άσκηση για τη
λήψη του παιδαγωγικού πτυχίου επέκτεινε το χρόνο των πανεπιστημιακών σπουδών
όσων επιθυμούσαν να εργαστούν στην εκπαίδευση αλλά υπενθύμιζε ότι είναι «άτοπο»
να ασκεί κανείς το έργο του δασκάλου χωρίς τις απαιτούμενες παιδαγωγικές
γνώσεις και ότι ανάλογες ρυθμίσεις ίσχυαν σε πολλές χώρες της Ευρώπης.[32]
Στο Πειραματικό Σχολείο, οι μέλλοντες
εκπαιδευτικοί παρακολουθούσαν τη διδασκαλία των διαφόρων μαθημάτων σε
όλες τις τάξεις του, τις μετρήσεις που πραγματοποιούνταν για την διάγνωση της
σωματικής και ψυχικής κατάστασης των μαθητών και γενικότερα το σύνολο των
εκδηλώσεων στο σχολείο. Ασκούνταν στη διδασκαλία, πραγματοποιώντας
υποδειγματικές διδασκαλίες ο αριθμός των οποίων και η διδακτική μέθοδος
που θα ακολουθούσαν ορίζονταν από τον επόπτη και το διευθυντή του
Πειραματικού σχολείου ενώ στη συνέχεια ακολουθούσε συζήτηση επί της
διεξαχθείσας διδασκαλίας από το διδακτικό προσωπικό του σχολείου και τους
υπόλοιπους ασκούμενους. Επίσης ασκούνταν στις μεθόδους έρευνας της Πειραματικής
Παιδαγωγικής , δηλαδή στην ψυχολογική παρατήρηση μαθητών κατά τη διάρκεια
της σχολικής πράξης, στη κατάρτιση του ψυχογραφήματος τους και γενικότερα στην
εκτέλεση διαφόρων παιδολογικών πειραμάτων. Τέλος ήταν υποχρεωμένοι να
εκπονήσουν εργασία ψυχολογικού ή παιδαγωγικού περιεχομένου.[33]
Ωστόσο, η υποχρέωση της απόκτησης
Παιδαγωγικής επάρκειας για την άσκηση του εκπαιδευτικού λειτουργήματος
δεν θα διαρκέσει για πολύ. Πέντε χρόνια αργότερα ο Ν. 6379 της 4/5 Νοεμβρίου
1934 θα επιτρέψει τον διορισμό στα σχολεία της Μέσης και χωρίς την κατοχή
παιδαγωγικού πτυχίου, με την ταυτόχρονη υποχρέωση του κράτους να χορηγήσει
εκπαιδευτική άδεια με πλήρεις αποδοχές στους εκπαιδευτικούς ώστε να
ολοκληρώσουν τις παιδαγωγικές σπουδές τους. Στην αιτιολογική έκθεση του
νομοσχεδίου που αντικατοπτρίζει τις ενστάσεις ενάντια στην υποχρεωτικό ήτα των
παιδαγωγικών σπουδών, ο εισηγητής, Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Ι.
Μακρόπουλος, υποστήριξε ότι το οικονομικό κόστος της παράτασης των σπουδών επί
ένα εξάμηνο είναι αβάσταχτο για τους υποψήφιους εκπαιδευτικούς, ενώ οι ανάγκες
της υπηρεσίας για νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς πολύ μεγάλη.[34]
Έτσι μόλις πέντε χρόνια αργότερα η ρητά
εκφρασμένη θέληση του προηγούμενου νομοθέτη για την υποχρεωτικό ήτα των
παιδαγωγικών σπουδών ως απαράβατου όρου εξάσκησης του διδασκαλικού
επαγγέλματος, παραβιάζεται και πάλι. Οι παιδαγωγικές σπουδές κρίνονται
για μια φορά ακόμα ως κάτι δευτερεύον σε σχέση με τις σπουδές της ειδικότητας
οι οποίες, κατ’ αρχάς αρκούν, για να ασκήσει κανείς το επάγγελμα του
εκπαιδευτικού. Οι ανάγκες της διοίκησης προτάσσονται και προηγούνται έναντι της
νομιμοποίησης της Παιδαγωγικής και για μία ακόμα φορά καθορίζουν τη θέση και το
κύρος της στον ακαδημαϊκό χώρο.
Τελικά και παρά τις αντιδράσεις, μέχρι και
την έναρξη του β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου
Αθηνών απένειμε το επαγγελματικό παιδαγωγικό ενδεικτικό, σύμφωνα με τις
διατάξεις του Οργανισμού λειτουργίας του Πανεπιστημίου, το οποίο
ήταν απαραίτητο για να εργαστεί κάποιος στην εκπαίδευση.[35]
Όσο για το παιδαγωγικό πτυχίο, όπως
αναφέρει ο υφηγητής στην έδρα της Παιδαγωγικής, το 1954 Ν. Μελανίνης, στα
Δημοσιεύματα του Πειραματικού Σχολείου, οι νόμοι που καθιέρωναν το παιδαγωγικό
πτυχίο (Ν.4376/δ1929 και 4600) ίσχυσαν μόνο κατά το σχολικό έτος 1936-1937 και
στη συνέχεια ατόνησαν, έως την τελική τους κατάργηση μερικά χρόνια αργότερα. Το
παιδαγωγικό πτυχίο καταργήθηκε οριστικά το 1940.
Μεταπολεμικά η κατάργηση της
υποχρεωτικότητας των παιδαγωγικών σπουδών θα έχει ως αποτέλεσμα την
συρρίκνωση των ωρών που αφιερώνονταν σε αυτές και τον περιορισμό των
μεθόδων διδασκαλίας στις από καθ’ έδρας διαλέξεις. Η πορεία του μαθήματος στη
Σχολή για μία εικοσαετία περίπου θα είναι φθίνουσα με τελική κατάληξη την
αλλαγή που θα σημειωθεί στην κατηγοριοποίηση του μαθήματος το ακαδ. έτος
1971-72.[36] Τη
χρονιά αυτή το μάθημα αναγράφεται ως κατ’ επιλογήν στη
Φυσικομαθηματική. Είναι, θα έγραφε κανείς, η φυσική κατάληξη ενός μαθήματος η
διδασκαλία του οποίου επιβλήθηκε στη Σχολή και δεν κατόρθωσε σε μία διάρκεια
πενήντα χρόνων να αποκτήσει την απαραίτητη ακαδημαϊκή νομιμοποίηση.
Η περίπτωση της Φυσικομαθηματικής Σχολής
είναι, κατά τη γνώμη μας ενδεικτική των προβλημάτων που αντιμετώπισε
η Παιδαγωγική στην προσπάθεια της να αναγνωριστεί ως επιστημονικός
κλάδος. Το επάγγελμα και η επιστήμη δεν μπορούν να διαχωριστούν στην αμοιβαία
τους εξέλιξη. Η ανάγκη να μορφωθούν επαγγελματίες διδάσκοντες, είναι στη ρίζα
της εξέλιξης της πανεπιστημιακής Παιδαγωγικής. Τα παιδαγωγικά μαθήματα
εντάσσονται στο πρόγραμμα των διαφόρων σχολών για να αντιμετωπιστούν προβλήματα
που οι επαγγελματικοί χώροι θέτουν και να επιτευχθούν κοινωνικοπολιτικοί
στόχοι.
Ακριβώς όπως και στο γαλλικό παράδειγμα η
επιστήμη της Παιδαγωγικής στην Ελλάδα εγκαθιδρύεται στα πανεπιστήμια χάρη στη
θέληση και υπό την αιγίδα της πολιτείας. Η προσφορά προηγείται της
ζήτησης. Ωστόσο η εγκαθίδρυση μιας επιστήμης απαιτεί να παρθεί σε κάποιο
τουλάχιστον βαθμό μια απόσταση από τις άμεσες ανάγκες και τις απαιτήσεις του
επαγγέλματος. Μόνη η επίκληση της βελτίωσης των επαγγελματικών χώρων δεν
φαίνεται να είναι ικανή να προσδώσει κύρος σε μια νέα επιστήμη, στον ακαδημαϊκό
χώρο. Ο τρόπος που η Παιδαγωγική εγκαθιδρύεται θα τη φέρει γρήγορα ανάμεσα σε
αντιμαχόμενα πυρά. Γι’ αυτό και η ένταξη των παιδαγωγικών μαθημάτων στο
πρόγραμμα των σχολών συχνά αντιμετωπίζεται ως μία υποχρέωση προς τις απαιτήσεις
της πολιτείας την οποία η Σχολή όφειλε να ικανοποιήσει με το μικρότερο δυνατό
κόστος σε ώρες για τα υπόλοιπα μαθήματα, τα οποία αντιμετωπίζονταν ως αυτά που
ήταν πραγματικά επιστημονικά και αναγκαία.
Η παιδαγωγική μόρφωση στα χρόνια της
εθνικοφροσύνης και ο κίνδυνος να δημιουργηθεί Παιδαγωγική Σχολή
Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα της εθνικοφροσύνης
η Παιδαγωγική θα αντιμετωπίσει μεγαλύτερες αντιστάσεις στην καθιέρωση της ως
αυτόνομης επιστήμης στον ακαδημαϊκό χώρο, από την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα
,εποχή κατά την οποία ουσιαστικά εγκαθιδρύεται στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η Φιλοσοφική Σχολή στο σύνολό της
εμφανίζεται να επιθυμεί την παραμονή της έδρας στο πανεπιστημιακό
πλαίσιο. Ωστόσο αυτό συμβαίνει όχι γιατί αναγνωρίζει την αναγκαιότητα της νέας
επιστήμης, αλλά γιατί θεωρεί την έδρα ως ισχυρό διαπραγματευτικό
παράγοντα, που μπορεί να αποβεί καθοριστικός , στις σχέσεις της Σχολής με την
εξουσία.
Σε ότι αφορά όμως τη δυνατότητα της
Παιδαγωγικής να υπάρξει αυτόνομα στο ακαδημαϊκό πλαίσιο
παρουσιάζεται το φαινόμενο, οι περισσότεροι καθηγητές της Φιλοσοφικής
να διεκδικούν για τον εαυτό τους το δικαίωμα να καθορίσουν τις μεθόδους σύμφωνα
με τις οποίες θα διερευνήσει το ερευνητικό της πεδίο. Έτσι
αναφέρονται σε μεθόδους που συνάδουν με τις «παραδόσεις» της Φιλοσοφικής
Σχολής και σε άλλες που απάδουν - στις τελευταίες κατατάσσουν τις πειραματικές-
και επιχειρούν να θέσουν υπό πολλαπλή κηδεμονία τον κάτοχο της έδρας.[37] Πρότειναν ως
ύψιστη προτεραιότητα για την έδρα της Παιδαγωγικής τη διατήρηση των αναζητήσεων
της εντός ενός αυστηρά φιλοσοφικού-κανονιστικού πλαισίου, το οποίο
χαρακτηριζόταν ως «η παράδοση της Σχολής» και απέκλειε ουσιαστικά την
εισαγωγή επιστημονικών μεθόδων έρευνας και παιδαγωγικών καινοτομιών από την
έδρα ενώ ταυτόχρονα την απομόνωνε από τους προβληματισμούς που
αναπτύσσονταν στη δύση οδηγώντας σε συντηρητική αναδίπλωση τους θεσμούς
που την πλαισίωναν.[38]
Το ακαδημαϊκό έτος 1957-58, και μέχρι την
εκλογή του νέου καθηγητή της έδρας ,μετά τη συνταξιοδότηση του δεύτερου σε
σειρά καθηγητή της Σπυρίδωνα Καλλιάφα, τη διδασκαλία του μαθήματος της
Παιδαγωγικής καθώς και τη διεύθυνση των θεσμών της έδρας, αναλαμβάνει ο
καθηγητής της Φιλοσοφίας Ι. Θεοδωρακόπουλος. Στα ξενόγλωσσα τμήματα
της Φιλοσοφικής και στις άλλες καθηγητικές σχολές εξακολουθεί να διδάσκει το
μάθημα ο Ν. Μελανίτης.
Την ίδια περίοδο, η κυβέρνηση
Κ. Καραμανλή έχει συστήσει από τον Ιούνιο, μία «Επιτροπή Ειδικών» για να μελετήσει
τα προβλήματα της εκπαίδευσης στη χώρα, στην οποία συμμετέχει και ο καθηγητής
της Φιλοσοφίας εκπροσωπώντας την Σχολή. Ένα μήνα πριν η Επιτροπή εκδώσει
το πόρισμά της, τον Ιανουάριο του 1958, ο Θεοδωρακόπουλος ενημερώνει την Σχολή
για τις κατευθύνσεις, που υπό την εποπτεία του, έλαβε η εργασία στο Πειραματικό
σχολείο, τις απόψεις του για την Παιδαγωγική και τις θέσεις που έλαβε ως μέλος
της Επιτροπής Παιδείας για ζητήματα όπως η μετεκπαίδευση των δασκάλων και η
αύξηση των ετών διδασκαλίας των Παιδαγωγικών Ακαδημιών. Ως μέλος της Επιτροπής
Παιδείας, θα αντιταχθεί στην προσθήκη τρίτου έτους στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες
καθώς και στην δημιουργία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, υποστηρίζοντας
πως τα μέτρα αυτά μπορούν να οδηγήσουν στην δημιουργία ξεχωριστής
Παιδαγωγικής Σχολής πανεπιστημιακού επιπέδου. Ο Θεοδωρακόπουλος, ο οποίος
δηλώνει πως η Φιλοσοφική είναι «ο οφθαλμός της χώρας» δεν αποδέχεται την ύπαρξη
παιδαγωγικών σπουδών έξω από το πλαίσιο της Σχολής και αρνείται πως
η Παιδαγωγική μπορεί να είναι αυτόνομη επιστήμη. Σύμφωνα με τις απόψεις του οι
Έλληνες Παιδαγωγοί οφείλουν να στραφούν και να αξιοποιήσουν τους αρχαία
ελληνική Φιλοσοφία ,αφού από τον χώρο της προέρχεται η πλέον
άρτια ανάλυση των εννοιών της Αγωγής και της Παιδείας. Πρόκειται για την
«Θεωρία περί Παιδείας» του Πλάτωνα όπου η έννοια της Παιδείας τυχαίνει
μοναδικής ανάλυσης της οποίας η αξία παραμένει διαχρονική.[39]
Μπροστά στον κίνδυνο ύπαρξης αυτόνομης
Παιδαγωγικής Σχολής που θα μπορούσε να μειώσει την ιδεολογική επιρροή της
Φιλοσοφικής στους εκπαιδευτικούς και των δύο βαθμίδων και να αμφισβητήσει τον
κυρίαρχο προσανατολισμό της ελληνικής εκπαίδευσης στα κλασσικά γράμματα, ο
Θεοδωρακόπουλος θα αρνηθεί να λειτουργήσει το θεσμό της
υποχρεωτικής Παιδαγωγικής εκπαίδευσης των μελλοντικών λειτουργών της Μέσης
Εκπαίδευσης, επειδή φοβάται ότι τέτοιου είδους μετεκπαίδευση των τελειοφοίτων
της Σχολής θα ενίσχυε τους υποστηρικτές της ίδρυσης του Παιδαγωγικού
Ινστιτούτου.[40]
Τονίζει πως η Παιδαγωγική είναι επιστήμη υπερεκτιμημένη η
οποία έχει τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης, και υποστηρίζει πως αν γίνει
αποδεκτό πως το πεδίο έρευνάς της είναι εξαιρετικά ευρύ θα οδηγηθούμε στον
αποχωρισμό της από την Φιλοσοφική Σχολή. Προσπαθώντας να αποτρέψει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο θα υποστηρίξει πως η εποπτεία του Πειραματικού Σχολείου θα έπρεπε να
αφαιρεθεί από την έδρα της Παιδαγωγικής.[41]
Η συνεδρίαση των καθηγητών της Φιλοσοφικής
θα αντιμετωπίσει με ευνοϊκό τρόπο τις απόψεις Θεοδωρακόπουλου μέσα σε ένα κλίμα
έντονης αμφισβήτησης της αυτονομίας της Παιδαγωγικής, ως επιστήμης, άρνησης της
αναγκαιότητας των παιδαγωγικών σπουδών για τους αποφοίτους της, άρνησης
των θέσεων του σχολείου εργασίας και των πειραματικών μεθόδων και με καταφανή
διάθεση να υπερασπίσει τον κλασσικό προσανατολισμό της ελληνικής εκπαίδευσης
και να αντιταχθεί στις όποιες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των κυβερνήσεων.
Η ίδρυση του Παιδαγωγικού
Ινστιτούτου και η αντίδραση της Φιλοσοφικής
Το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο θα ιδρυθεί
τελικά με το Ν.4379 στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του 1964 ως όργανο για
την εφαρμογή της νέας εκπαιδευτικής πολιτικής και για την επιμόρφωση των
εκπαιδευτικών. Η μεταρρύθμιση αυτή η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία ακόμα
έκφραση του κινήματος του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, θα καθιερώσει τη δημόσια
δωρεάν παιδεία και θα επεκτείνει την υποχρεωτική εκπαίδευση. Επίσης
θα καθιερώσει την δημοτική ως επίσημη γλώσσα του σχολικού θεσμού και την
διδασκαλία των αρχαίων κειμένων από μετάφραση
Η Φιλοσοφική Σχολή θα αντιδράσει θεωρώντας
ότι η ίδρυση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου αποτελεί «σφοδρότατο πλήγμα» εναντίον
της και της αφαιρεί την παιδαγωγική καθοδήγηση των άλλων δύο
εκπαιδευτικών βαθμίδων. Στο υπόμνημά της η σχολή θέτει το ζήτημα της
επιστημονικότητας της Παιδαγωγικής, δηλώνοντας ότι αν η «περί Παιδείας Θεωρία»
αναγνωρίζεται ως επιστήμη τότε η παραμονή της στο πανεπιστήμιο είναι
επιβεβλημένη. Η Παιδαγωγική εκτός του ακαδημαϊκού πλαισίου δεν νομιμοποιείται
ως επιστημονικός κλάδος, υποστηρίζει η Φιλοσοφική. Η υπαγωγή στον ίδιο φορέα,
το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, τόσο της θεωρητικής παιδαγωγικής καθοδήγησης όσο και
της πρακτικής διοικητικής διεύθυνσης του εκπαιδευτικού μηχανισμού θα έχει ως
αποτέλεσμα, τονίζει τον περιορισμό της επιστημονικής ελευθερίας και την
υποταγή της παιδαγωγικής έρευνας στις επιδιώξεις και απαιτήσεις της διοίκησης
αποκλειστικά. Η στενή συνάφεια της με τον κόσμο της πράξης υποβαθμίζει την
επιστήμη της Παιδαγωγικής και μειώνει το επίπεδο των σπουδών και συγγραμμάτων
της.[42]
Ωστόσο στο ίδιο υπόμνημα αναφερόμενη
στην μετεκπαίδευση των εκπαιδευτικών της Μέσης στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο
αμφισβητεί την αναγκαιότητα της παιδαγωγικής επιμόρφωσής τους. Η
ίδρυση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου μεταφέρει το κέντρο βάρος της
επιμόρφωσης των καθηγητών της Μέσης στην παιδαγωγικής τους κατάρτιση,
υποστηρίζει, και όχι στην επιστημονική τους επάρκεια. Είναι ενδεικτικό του
τρόπου που αντιμετωπιζόταν οι παιδαγωγικές σπουδές, ότι προκειμένου για την
απόκτηση παιδαγωγικών γνώσεων από όσους ασκούν το
επάγγελμα του εκπαιδευτικού η Σχολή χρησιμοποιεί τον όρο κατάρτιση ενώ για τις
γνώσεις που αφορούν στο ιδιαίτερο αντικείμενο του καθενός αναφέρεται σε
«επιστημονική επάρκεια». Η Σχολή στην οποία εγκαθιδρύθηκε η πρώτη έδρα
Παιδαγωγικής στην Ελλάδα στο τέλος του 19ου αιώνα αμφισβητεί στο υπόμνημά της
το 1964 την επιστημονικότητα της Παιδαγωγικής εμμέσως και την
αναγκαιότητα των παιδαγωγικών σπουδών αμέσως. Η ανάπτυξη της επιστήμης στον 20ό
αιώνα επιβάλλει από τον διδάσκοντα την επιμόρφωση στην ιδιαίτερη επιστήμη του
κάθε ενός, υποστηρίζει. Η επιμόρφωση πρέπει να αφορά πρωτίστως το
περιεχόμενο των σπουδών και δευτερευόντως την μέθοδο διδασκαλίας, διότι σύμφωνα
με την άποψη της Σχολής η γνώση του διδακτικού αντικειμένου είναι το
σημαντικότερο εφόδιο ενός παιδαγωγού.
Έχει ενδιαφέρον ότι η Σχολή, παρ’ ότι
υποστηρίζει πως η παραμονή των παιδαγωγικών σπουδών σε αυτήν τους
εξασφαλίζει το επιστημονικό τους κύρος, στην συνέχεια της
επιχειρηματολογίας της ενάντια στην εγκαθίδρυση της μετεκπαίδευσης στο
Ινστιτούτο, δεν προβάλλει το επιχείρημα πως η ίδια μπορεί να προσφέρει στους
εκπαιδευτικούς πληρέστερη επιμόρφωση, δηλ. Παιδαγωγική ανώτερου επιπέδου
και ταυτόχρονα όσον αφορά τους φιλολόγους, επιμόρφωση στο ιδιαίτερο
διδακτικό τους αντικείμενο. Αντίθετα αντιπαραβάλλει τις παιδαγωγικές σπουδές με
αυτές του ξεχωριστού αντικειμένου κάθε καθηγητή καταλήγοντας στη θέση πως οι
εκπαιδευτικοί είναι απαραίτητο να επιμορφώνονται για τις νέες γνώσεις και
εξελίξεις στους ιδιαίτερους επιστημονικούς κλάδους τους ενώ
αυτή η απαίτηση δεν προβάλλεται για τις επιστημονικές εξελίξεις στην
Παιδαγωγική την οποία περιορίζει στο επίπεδο της Διδακτικής αποκλειστικά
και την αντιμετωπίζει ως «τεχνική» για την μετάδοση των θεωρητικών γνώσεων.
Η εξαιρετικά υποβαθμισμένη θέση της
Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στη δεκαετία του ’60 αντικατοπτρίζεται
στην θέση της Φιλοσοφικής πως η ιδιαίτερη βαρύτητα που δίνει η κυβέρνηση για
την απόκτηση παιδαγωγικών γνώσεων από τους εκπαιδευτικούς της Μέσης στη
διάρκεια της μετεκπαίδευσής τους, περικλείει τον κίνδυνο να υποβαθμιστεί το
επίπεδο της εκπαίδευσης στη χώρα.[43]
Σε διεθνές ωστόσο επίπεδο, στη δεκαετία
του ’60 ο κλάδος της Παιδαγωγικής έχει αναπτυχθεί και έχει εξελιχθεί
τόσο, ώστε να μην φαντάζει ουτοπικό να ανεξαρτητοποιηθεί όχι μόνον από τη
Φιλοσοφία, όπως ήταν η επιδίωξη των παιδαγωγών στις αρχές του εικοστού αιώνα,
αλλά και από την ίδια την Φιλοσοφική Σχολή.[44] Παρ’ όλες τις
καθυστερήσεις και τις αντιστάσεις Παιδαγωγικές Σχολές Πανεπιστημιακού επιπέδου
θα ιδρυθούν τελικά και στη χώρα μας τη δεκαετία του 1980 θέτοντας τις βάσεις
για την επιστημονική μελέτη του φαινομένου της αγωγής και την αναβάθμιση του
επαγγέλματος του εκπαιδευτικού.
[1] Αιτιολογική Έκθεσις του νομοσχεδίου «
περί Παιδαγωγικής μορφώσεως και δοκιμασίας των λειτουργών της Μέσης
Εκπαιδεύσεως», αρ. 166, σ. 122.
[2] Δημήτριος Γληνός, «Λόγος επί τη ενάρξει των εργασιών του
Διδασκαλείου της Μέσης Εκπαιδεύσεως» : Δημήτρης Γληνός, Άπαντα, τ.
β΄(1910-1914), επ. Φίλιππος Ηλιού, Θεμέλιο, Αθήνα, 1983, σ. 153-163.
[3] Γληνός, ό.π., σ. 156.
[4] Γληνός, ό.π. σ. 157
[5] Στο ίδιο
[6] ό.π.,σ. 160.
[7] ό.π., σ.162.
[8] άρθρο 87 του Ν.1566/1985
[9] Ν. ΓΩΚΕ, άρθρο 7 & 2, 17 Ιουλίου 1911, τευχ. Α΄,ΦΕΚ
183. ΚΑΙ Βασιλικά Διατάγματα κανονιστικά των Νόμων ΓΩΚΓ’ και ΓΩΚΕ΄ «περί
καθορισμού των τακτικών εδρών διδασκαλίας εν τη Θεολογική Νομική και Φιλοσοφική
Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου , 20/20 Ιουνίου 1911, τχ.
Α΄, ΦΕΚ 190 : « Αναγραφή των Πανεπιστημιακών Αρχών -πρόγραμμα των
μαθημάτων-Οργανικοί νόμοι και Βασιλικά Διατάγματα – Οδηγίαι και Αγγέλματα
Πρυτανεία Σπυρίδωνος Λάμπρου 1911-1912», Εστία , Αθήνα , 1912,
σ.135.
[10] Άννη Βρυχέα , Κώστας Γαβρόγλου Κώστας, Απόπειρες
μεταρρύθμισης της Ανώτατης Εκπαίδευσης 1911-1981, Θεσσαλονίκη , Σύγχρονα
Θέματα, 1982, σ. 24
[11] ΠΣΦΣ, τ.9ος συνεδρία 3/3/1910, σελ. 156. επίσης
εφημ. Εμπρός, αρ. 4798, 3.3.1910. Τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια πως
κρίνονται από τον κον Μιστριώτην σ.2.
[12] ΠΣΦΜΣ, τ.2ος ,συνεδρία 3 Μαρτίου,
1910, σ. 248-249.
[13] ΠΣΘΣ τ. 8ος , συνεδρία, 4, Μαρτίου,1910, σ. 115.
[14] ΠΣΘΣ, τ.8ος ,4 Μαρτίου, 1910 σελ. 115. επίσης «Χθες την πρωίαν οι
φοιτηταί της φιλολογίας απεφάσισαν και αυτοί να κηρύξουν απεργία κατόπιν της
διατάξεως του νομοσχεδίου κατά την οποίαν πρέπει δια να διορισθώσι καθηγηταί να
ακροασθώσι και επί εν έτος μαθήματα Παιδαγωγικής εις το διδασκαλείον μετά την
απόκτησιν του πτυχίου των εκ της Φιλοσοφικής Σχολής […] οι φοιτηταί της
Φιλολογίας κατόπιν εν διαδηλώσει μετέβησαν εις το Υπουργείον Οικονομικών όπως
υποβάλλουν τα αιτήματά των, τα οποία είναι η τροποποίησις της διατάξεως
αυτής διά της προσθήκης εις την Σχολήν των της έδρας αυτής, εις τον κον
Πρωθυπουργόν» εφημ. Ακρόπολις, αρ. 6773, 3.3.1910, Οι φοιτηταί εζήτησαν την
απομάκρυνσιν του κ. Παναγιωτόπουλου διότι ύβρισε την θρησκείαν. Η εξέγερσις διά
τα νομοσχέδια, σ. 3η.
[15] Άρθρο 236&2 Ν. 2905
, « Περί Οργανισμού του Αθήνησιν Εθνικού και Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου» ΦΕΚ 127, 27/7/1922.
[16] «Τα πτυχία της Θεολογικής της Φιλοσοφικής Σχολής και της Σχολής
των Φυσικών και Μαθηματικών επιστημών παρέχουσι το δικαίωμα του διορισμού εν
θέσει λειτουργού της μέσης εκπαιδεύσεως μόνον, εάν συνοδεύωνται υπό
επαγγελματικού παιδαγωγικού ενδεικτικού, χορηγούμενου κατά τας διατάξεις του
εδ.3 του άρθρου 253 και της & 2 του άρθρου 255.» άρθρο 236&2 του
Ν. 2905 « Περί Οργανισμού του Αθήνησιν Εθνικού και Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου» ΦΕΚ 127, 27/7/1922.
[17] Άρθρα 253 και 255 &2 του Ν. 2905 « Περί Οργανισμού του
Αθήνησιν Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου» , ΦΕΚ 127, 27/7/1922
[18] Κωνσταντίνος Εμμ. Βασιλάκης, Νικόλαος Εξαρχόπουλος : Ο
κορυφαίος παιδαγωγός της Νεωτέρας Ελλάδος . (Ανατύπωσις εκ του επιστημονικού
βήματος του διδασκάλου Αθήναι 1954 ), σ.10.
[19] ΠΣΦΜΣ, τ. Στ΄(από 11Απριλίου 1925-15 Ιουνίου 1928),
Συνεδρία της 30ης /5/ 1925, σ.18.
[20] Στο ίδιο, Συνεδρία της 23ης/12/ 1925,σ. 45.
[21] Στο
ίδιο, συνεδρία της 23ης /1/ 1926, σ. 50.
[22] «Ο κ. Σακελλαρίου κηρύσσεται υπέρ της προτάσεως του ειδικού
καθηγητού κ. Εξαρχοπούλου […]Οι φοιτηταί πρέπει να μορφωθώσι παιδαγωγικώς
προκειμένου να γίνωσι καθηγηταί των Φυσικών και των Μαθηματικών και σοφώς ο
νόμος εθέσπισε την διδασκαλίαν της Παιδαγωγικής υπό του ειδικού καθηγητού. Δεν
βλέπω δε τον λόγον να μην ορισθούν και πρακτικαί εξετάσεις αφού το είδος του
μαθήματος απαιτεί τούτο.» Στο ίδιο, συνεδρία της 23ης /1/ 1926, σ. 50.
[23] Στο ίδιο, συνεδρία της 6ης /2/1926, σ.56.
[24] «Γνωρίζετε όλοι εις ποίαν κατάστασιν αμαθείας έρχονται από τα
Γυμνάσια οι φοιτηταί μας και ότι με κόπους πολλούς κατορθώνομεν να τους
διδάξωμεν πρώτον τα στοιχεία και κατόπιν να προχωρήσωμεν εις τα δυσκολότερα.
Απαιτείται επομένως και εκ μέρους των φοιτητών μελέτη πολλή. Αν λοιπόν
απασχολούνται περισσότερον των δύο ωρών καθ’ εβδομάδα δια τα παιδαγωγικά δεν θα
δύνανται αν μανθάνουν τα ειδικά μαθήματά των. Νομίζω λοιπόν ότι δεν πρέπει κατ’
ουδένα λόγον να προστεθή άλλη ώρα δια την ακρόασιν των παιδαγωγικών μαθημάτων…»
Στο ίδιο, συνεδρία της 6ης /2/ 1926, σ.57.
[25] Στο ίδιο, συνεδρία της 6ης /2/ 1926, σ.58.
[26] Β.Δ. ΦΕΚ 146 ,21/ 4/ 1926.
[27] ΠΣΦΜΣ, τ. Στ΄(από 11 Απριλίου 1925-15Ιουνίου 1928),
συνεδρία της 12ης /6/1926, σ.87.
[28] Θεόφιλου
Βορέα, Έκθεσις των επί της πρυτανείας αυτού κατά το πανεπιστημιακόν έτος
1929-1930 πεπραγμένων, Αθήνα, 1931, σ.21-22.
[29] Άρθρο 217 του Ν. 5343/1932 , ΦΕΚ 86, τχ. Α΄, 23.3.1932.
και Άρθρο 219&2,, Ν. 5343/1932 , ΦΕΚ 86, τχ. Α΄, 23/3/1932.
[30] « Το
περί ου πρόκειται, ενδεικτικόν κατηργήθη από του έτους 1932 (διά του νόμου
5347) τα δε παιδαγωγικά μαθήματα εξητάζοντο και πάλιν καθ’ ον τρόπον και προ
του 1927, ήτοι ομού μετά των άλλων μαθημάτων, των εξεταζομένων κατά τας
πτυχιακάς εξετάσεις. Και ήτο δεδικαιολογημένη η κατάργησις αυτού, καθ’ όσον
επέκειτο η κατά νόμον έναρξις της απονομής κατ’ εισήγησιν του Εξαρχοπούλου
ιδίου παιδαγωγικού πτυχίου, […] όπερ απετέλει συμβολήν πολύ ουσιαστικωτέραν της
του επαγγελματικού παιδαγωγικού ενδεικτικού εις την παιδαγωγικήν κατάρτισιν των
υποψηφίων λειοτυργών της μέσης παιδείας.» Βασιλάκης , ό.π., σ.10.
[31] Άρθρο 10 του Ν.4376 της 13/21Αυγούστου 1929 «Περί ιδρύσεως
Πειραματικών Σχολείων εν τοις Πανεπιστημίοις Αθηνών και Θεσσαλονίκης.», ΦΕΚ.300
, τχ.Α΄, 13/2.8.1929.
[32]
Αιτιολογική Έκθεσις προς την Βουλήν του Ν.4376 της 13/21Αυγούστου 1929 «Περί
ιδρύσεως Πειραματικών Σχολείων εν τοις Πανεπιστημίοις Αθηνών και Θεσσαλονίκης.»
ΦΕΚ.300 : Σιφναίος , Πανδέκται νέων νόμων και διαταγμάτων : μετά των αιτιολογικών
εκθέσεων των νόμων, των εκθέσεων των κοινοβουλευτικών επιτροπειών, εγκυκλίων
και Υπουργικών αποφάσεων, Αθήνα, τυπ.Κ. Μακρίδου, &Ι. Αλευροπούλου ,
(19-- ), ,σ.1835.
[33] Κ.Βασιλάκης, ό.π., σ.10.
[34] Άρθρο 17 του Ν.6379 «Περί συμπληρώσεως και
τροποποιήσεως των νόμων 4653 «περί διοικήσεως της εκπαιδεύσεως»,και 6040 «περί
τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεών τινων των νόμων περί διοικήσεως της
εκπαιδεύσεως 4653 και του νόμου 4043». ΦΕΚ 385, τχ. Α΄, 4/5. 11.
1934
[35] ΠΣΦΣΠΑ, τ. 17ος, συνεδρία 10ης
Οκτωβρίου 1938, σ. 123.
[36] Επετηρίδα ακαδ. έτους 1971-72.
[37] ΠΣΦΣΠΑ, τ. 28ος ,συνεδρία 2ας Δεκεμβρίου 1957,
σ. 211.
[38] ΠΣΦΣΠΑ, τ.27ος ,συνεδρία 25ης Φεβρουαρίου 1957, σ.
154. και ΠΣΦΣΠΑ, τ. 28ος ,συνεδρία 2ας Δεκεμβρίου 1957, σ. 211.
[39] ΠΣΦΣΠΑ, τ. 28ος ,συνεδρία 3ης Μαρτίου 1958, σ.380.
[40] ΠΣΦΣΠΑ, τ. 28ος ,συνεδρία 2ας Δεκεμβρίου 1957, σ. 212
και ΠΣΦΣΠΑ, τ. 28ος ,συνεδρία 9ης Δεκεμβρίου 1957, σ.220-221
[41] ΠΣΦΣΠΑ, τ. 28ος,συνεδρία 10ης Μαρτίου 1958, σ. 391.
[42] Υπόμνημα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών επί των
κυβερνητικών μέτρων περί της Παιδείας.» Ανατύπωσις εκ της ΕΕΦΣΠΑ του έτους
1963-1964, Αθήνα, 1964, σ. 8.
[43] Υπόμνημα , ό.π., σ. 9.
[44] Η ελληνική κοινωνία «… πιστεύει μεταξύ άλλων πως κάποιος
επιστήμων ή πνευματικός άνθρωπος πρέπει να προέρχεται από ίδρυμα αναγνωρισμένο,
να έχη χαρτί ιδρύματος, να έχη τίτλους για να του αναγνωρίση και να του δώση
αξία και σημασία.[…] Γιατί γνωρίζομεν πόσον εμπαθείς είναι οι πολιτικές
εκδηλώσεις στον τόπο μας. Είναι εξοντωτικές. Αυτό μας λεν και τα πολύ περασμένα
και τα τωρινά. Θα μας πουν θα σας πουν: Α σεις είσθε αναστήματα πνευματικά του
Παπανδρέου , του Γληνού του Κακριδή του …του… στο περιθώριο είστε επικίνδυνοι.
Αυτά μας συνέβησαν και θα σας συμβούν αργά ή γρήγορα […] Επιμένομεν όμως στην
αυστηρή προϋπόθεση πως η μετεκπαίδευση θα κατοχυρωθή με νόμο και με το σημερινό
της το θαυμάσιο και ουσιαστικό της περιεχόμενο μέσα στο Πανεπιστήμιο σαν σχολή
Πανεπιστημιακή.» εφημ.Εκπαιδευτικός Τύπος, α.φ. 380, 30.5.1966 , σ.2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.