της Αιμιλίας Τσαγκαράτου,
«Ο πιο πολύτιμος πόρος παγκόσμια δεν είναι πια το πετρέλαιο αλλά τα δεδομένα».
Από το 2017, που το περιοδικό Economist δημοσίευε άρθρο με αυτό τον τίτλο – αν και η πατρότητα της συγκεκριμένης φράση αποδίδεται στον Βρετανό μαθηματικό Clive Humby από το 2006 – οι εξελίξεις σε σχέση με τη συλλογή και τη χρήση των δεδομένων έχουν τρέξει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η έκφραση «Τα δεδομένα είναι το νέο πετρέλαιο» είναι πια κοινός τόπος, έχοντας άλλοτε θετικό και άλλοτε αρνητικό πρόσημο, ανάλογα με το πώς και από ποιόν χρησιμοποιείται κάθε φορά. Εξάλλου
και το πετρέλαιο για άλλους είναι ευλογία και για άλλους κατάρα.Στο παρόν κείμενο δεν θα ασχοληθούμε με το θέμα της συγκέντρωσης και της χρήσης των δεδομένων και των μεταδεδομένων συνολικά. Είναι τεράστιο, με απίστευτες προεκτάσεις πολιτικές, κοινωνικές, επιστημονικές, οικονομικές. Με αφορμή το σκάνδαλο της σύμβασης του Υπουργείου Παιδείας με τη Cisco Webex, θα προσπαθήσουμε να δούμε κάποια παραδείγματα και μερικές πλευρές του θέματος αναφορικά με την εκπαίδευση χωρίς φυσικά να το εξαντλούμε. Η «δεδομενοποίηση» (“datafication”) της εκπαίδευσης έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένης αρθρογραφίας και βιβλιογραφίας με πολλές παραμέτρους, συνδεόμενη κυρίως με τη λογοδοσία, την αποδοτικότητα, την αξιολόγηση και τη χάραξη εκπαιδευτικών πολιτικών.
Οι φόβοι για τη χρήση των δεδομένων δεν είναι υπερβολικοί…
Η συγκέντρωση των προσωπικών δεδομένων των εκπαιδευτικών και των μαθητών μπορεί να αποκτά τεράστιες διαστάσεις παγκόσμια την περίοδο της πανδημίας, όμως δεν αποτελεί μια νέα τακτική. Το θέμα αυτό ήρθε στο κέντρο της προσοχής κυρίως το 2013 στις ΗΠΑ, όταν το ίδρυμα Bill Gates (για το ρόλο του εν λόγω ιδρύματος στην ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης στις ΗΠΑ έχουν γραφεί πολλά) ξεκίνησε το πρότζεκτ με την ονομασία inBloom, που εφαρμόστηκε πιλοτικά σε εννιά πολιτείες. Σκοπός του εν λόγω πρότζεκτ ήταν η συλλογή των δεδομένων των μαθητών και η αποθήκευσή τους με τη χρήση της τεχνολογίας cloud, έτσι ώστε να μπορούν να είναι διαθέσιμα σε όσους θα ήθελαν να αναπτύξουν και να βγάλουν στην αγορά εκπαιδευτικά προϊόντα και υπηρεσίες, χωρίς τη γνώση ή τη συγκατάθεση των γονέων. Μόνο οι εκπαιδευτικές αρχές της πόλης της Νέας Υόρκης είχαν αποφασίσει να πληρώσουν την inBloom 50.000.000 δολάρια (!) για να συλλέγει τα δεδομένα των μαθητών: από τους αριθμούς κοινωνικής ασφάλισης, τις απουσίες, τη διαγωγή, τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τους και φυσικά τους βαθμούς τους. Η επίσημη δικαιολογία για τη συλλογή τους ήταν η δυνατότητα δημιουργίας εξατομικευμένου εκπαιδευτικού υλικού, προσαρμοσμένου στις ανάγκες του κάθε μαθητή/μαθήτριας – μία αφήγηση που με αφορμή την πανδημία έχει αποκτήσει κεντρικό χαρακτήρα στις πολιτικές των υπερεθνικών οργανισμών και των εταιρειών που εμπλέκονται με την εκπαίδευση. Μετά από την έντονη αντίδραση εκπαιδευτικών και γονέων, οι εκπαιδευτικές αρχές της Νέας Υόρκης πήραν πίσω τη συμφωνία, ενώ δεν προχώρησε στις υπόλοιπες πολιτείες όπως είχε προγραμματιστεί.
Αφού αποσύρθηκε η συμφωνία, το στέλεχος της inBloom Iwan Streichenberger δήλωνε:
«Συνειδητοποιήσαμε ότι η ιδέα αυτή είναι ακόμα νέα, και το να οικοδομηθεί η αποδοχή του κοινού για μια λύση απαιτεί περισσότερο χρόνο και πόρους από αυτούς που αναμέναμε».
Όταν ο συγκεκριμένος μάνατζερ έκανε αυτή την εκτίμηση, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μετά από λίγα χρόνια, μια πανδημία θα αποτελούσε τη χρυσή ευκαιρία για μια ραγδαία και βίαιη «αποδοχή» αυτής της λύσης.
Εδώ και χρόνια λοιπόν οι εταιρείες που προσφέρουν πλατφόρμες τηλεδιασκέψεων και τηλεμαθημάτων και εκπαιδευτικό λογισμικό διαγκωνίζονται για το ποια θα επικρατήσει στη συγκεκριμένη αγορά, με όλες να δηλώνουν ότι προφυλάσσουν τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών τους, ιδιαίτερα όταν αφορούν τις ευαίσθητες ηλικίες των παιδιών σχολικής ηλικίας. Η «αποπροσωποίηση» των δεδομένων θεωρείται ως η ασφαλιστική δικλείδα για την προστασία τους, χωρίς όμως αυτό φυσικά να σημαίνει ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για εμπορικούς λόγους.
Ένα σχετικά πρόσφατο παράδειγμα χρήσης των δεδομένων στο εκπαιδευτικό σύστημα ήταν και το σκάνδαλο που ξέσπασε τον Αύγουστο του 2020 για τον τρόπο εισαγωγής των μαθητών στο Ηνωμένο Βασίλειο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που λόγω της αδυναμίας διεξαγωγής των εξετάσεων για τα A levels, χρησιμοποιήθηκαν οι βάσεις δεδομένων των εκπαιδευτικών περιφερειών και περίπλοκοι αλγόριθμοι που είχε ως αποτέλεσμα πλήθος υποψηφίων να δουν των εαυτό τους εκτός των Πανεπιστημίων (βλ. «Δεν θα αποφασίσετε για την τύχη μου με βάση τον ταχυδρομικό μου κώδικα», selidodeiktis.edu.gr). Επίσης, η σπίθα που άναψε την πυρκαγιά της απεργιακής άνοιξης στην εκπαίδευση στις ΗΠΑ το 2018, ήταν η απόφαση του εκπαιδευτικού συμβουλίου στη Δυτική Βιρτζίνια να συγκεντρώνει τα ιατρικά δεδομένα των εκπαιδευτικών με ειδική εφαρμογή στα κινητά τους έτσι ώστε να καθορίζονται ανάλογα και οι ασφαλιστικές τους εισφορές και παροχές.
Δεν πρόκειται λοιπόν ούτε για σενάριο επιστημονικής φαντασίας, ούτε για τεχνοφοβία. Πρόκειται για μία χειροπιαστή πραγματικότητα. Η χρήση των προσωπικών δεδομένων αποτελεί εκτός από τρόπο πανοπτικού ελέγχου, ένα τεράστιο πεδίο κερδοφορίας και μέσο διαμόρφωσης εκπαιδευτικών πολιτικών. Μάλιστα στις ΗΠΑ το θέμα της χρήσης των προσωπικών δεδομένων των μαθητών πήρε τέτοιες διαστάσεις που το 2018 ακόμα και το FBI(!) δημοσιοποίησε προειδοποίηση για την προστασία ειδικά των ανήλικων μαθητών απέναντι στο ηλεκτρονικό έγκλημα και από όσους θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα προσωπικά τους δεδομένα και τα προφίλ που δημιουργούσαν μέσω και των σχολικών μονάδων…
H Audrey Watters – εκπαιδευτικός και συγγραφέας που ασχολείται με την τεχνολογία στην εκπαίδευση στο άρθρο της: «Τα δεδομένα των μαθητών είναι το Νέο Πετρέλαιο» (“Student Data is the New Oil”) περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο τα δεδομένα αυτά γίνονται μία εκμεταλλεύσιμη πηγή:
«Εάν όλα τα δεδομένα που δημιουργούνται από έναν μαθητή και από τους μαθητές συλλογικά, μπορούν να αποθηκευθούν, τότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν αλγόριθμοι που θα αποσπάσουν όλα αυτά τα δεδομένα. Αναπτύσσονται γιγαντιαίες βάσεις δεδομένων με πληροφορίες για μαθητές και φοιτητές, υποτίθεται για να βοηθήσουν τη διαδρομή που ο καθένας/καθεμιά θα πρέπει να πάρει. Κάθε χτύπημα το πλήκτρου αποθηκεύεται, κάθε επίσκεψη σε ιστοσελίδα καταγράφεται, κάθε συζήτηση με φίλο παρακολουθείται και συλλέγονται τα μεταδεδομένα για όλη αυτή τη διαδικτυακή δραστηριότητα. Όταν τα εκπαιδευτικά συστήματα χτίζουν τεράστιες βάσεις δεδομένων, εκεί βρίσκεται η δυνατότητα και ο πειρασμός να μοιραστούν τα δεδομένα με την αγορά».
Και λίγα λόγια για τη Cisco…
Σύμφωνα με την αμερικάνικη ιστοσελίδα Common Sense Education η οποία αξιολογεί το εκπαιδευτικό υλικό και τις πλατφόρμες που χρησιμοποιούνται για την εξ αποστάσεως σε σχέση με τους όρους προστασίας των προσωπικών δεδομένων και της χρήσης των data που συλλέγουν, η Cisco Webex είναι στην τελευταία θέση μεταξύ των πέντε πιο διαδεδομένων πλατφορμών που χρησιμοποιούνται στις ΗΠΑ «γιατί οι πολιτικές τους αποκαλύπτουν ότι εμπλέκονται σε πρακτικές σχεδιασμένες να κερδοφορούν από τα δεδομένα των χρηστών τους, όπως το μάρκετινγκ σε τρίτα μέρη, η στοχευμένη διαφήμιση και η παρακολούθηση του προφίλ παιδιών ή μαθητών. Το ίδιο ισχύει για την Microsoft και την Google».
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, οι βασικοί όροι της Cisco δεν καθορίζουν ξεκάθαρα μέχρι πότε μπορούν να κρατούν τα δεδομένα που συλλέγουν. Η γλώσσα είναι γενική και ασαφής, και μπορεί δυνητικά να ερμηνευθεί ότι επιτρέπεται να διατηρούν τα δεδομένα επ’αόριστο. Διευκρινίζεται εδώ- και αυτό καταγράφεται και στη σύμβαση της εταιρείας με το ελληνικό δημόσιο – ότι μπορεί να διατηρήσει τα δεδομένα για 7 χρόνια. Η ικανότητα όμως να διατηρεί τα δεδομένα για χρόνια, σε συνδυασμό με τα διευρυμένα δικαιώματα να τα μοιράζει με τρίτα μέρη και τη χρήση τους από τη Cisco ως «περιουσιακό στοιχείο» το οποίο μπορεί να μεταφερθεί ως μέρος μιας εμπορικής συναλλαγής χωρίς ενημέρωση, δημιουργεί έναν σημαντικό κίνδυνο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.
Ωστόσο, οι εταιρείες που διαθέτουν πλατφόρμες τηλεδιασκέψεων και τηλεκπαίδευσης, μετά την εκτεταμένη χρήση των τεχνολογιών τους στη διάρκεια της πανδημίας έχουν υποχρεωθεί να προσθέτουν στα συμβόλαιά τους αλλά και στις πολιτικές διαχείρισής τους αυστηρούς όρους για την προστασία των προσωπικών δεδομένων των χρηστών και τον τρόπο χρήσης τους. Τον Απρίλιο του 2020, το μεγάλο σκάνδαλο με την Zoom, η οποία αποδεδειγμένα μοίραζε τα στοιχεία των μαθητών σε τρίτα μέρη όπως το Facebook και με μεγάλα προβλήματα ασφάλειας αφού χάκερς μπορούσαν να προβάλλουν μέχρι και πορνογραφικό υλικό στους ανυποψίαστους χρήστες, ανάγκασε τις εκπαιδευτικές αρχές της Νέας Υόρκης να αλλάξουν προσωρινά πλατφόρμα. Στη συνέχεια η εταιρεία έδωσε διαβεβαιώσεις ότι τα προβλήματα αυτά λύθηκαν, πρόσθεσε πιο αυστηρούς όρους στη χρήση των προσωπικών δεδομένων και έτσι τα σχολεία της περιφέρειας επέστρεψαν πάλι στην πλατφόρμα της….
«Αυτό που βλέπουμε μπορεί να περιγραφεί ως “το απολογητικό μοντέλο της απόσπασης δεδομένων”. Αρχικά, οι εταιρείες συλλέγουν όσο το δυνατόν περισσότερα δεδομένα. Στη συνέχεια, αν υπάρχει κατακραυγή, ανταποκρίνονται ζητώντας συγγνώμη και προσφέρονται να διαβουλευτούν με τους χρήστες αποσύροντας τις πιο εξωφρενικές πολιτικές».
Η διαπίστωση αυτή των Roxana Marachi και Lawrence Quill, καθηγητών του Πανεπιστήμιου του San Jose περιγράφει ακριβώς αυτό που συμβαίνει. Στην περίπτωση της Cisco, δεν αποκλείεται μετά από 7 χρόνια που μπορεί σύμφωνα με τη σύμβασή της να διατηρήσει τα δεδομένα να ζητήσει και αυτή συγγνώμη, αφού φυσικά τα έχει αξιοποιήσει προς όφελός της…
Οι ίδιοι καθηγητές κάνουν την παρακάτω διαπίστωση:
«Πολλές πρόσφατες εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες …. εμπεριέχουν ψηφιακά ίχνη που θα ακολουθούν τον εκπαιδευόμενο σε ολόκληρη την εκπαιδευτική του διαδρομή, καθιστώντας ευκολότερο για τους εργοδότες να προσλαμβάνουν με τις συγκεκριμένες δεξιότητες που χρειάζονται. Σε κάποιο σημείο στο όχι τόσο μακρινό μέλλον, μπορούμε να περιμένουμε ότι τα προφίλ των μαθητών από την προσχολική εκπαίδευση, την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση μέχρι και το κολέγιο – που θα περιλαμβάνουν τους μέσους όρους των βαθμολογιών τους, την αξιολόγηση των ταλέντων τους και συμπεριφορικά δεδομένα από τη διάδρασή τους με διαδικτυακές πλατφόρμες θα είναι διαθέσιμες για εξονυχιστική μελέτη από τις επιτροπές εισαγωγής των κολεγίων και τους εργοδότες».
Ο φόβος αυτός δεν είναι υπερβολικός. Εξάλλου ο καπιταλισμός, προσπαθεί να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που σε μια άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προϋποθέσεις απελευθέρωσής του από την καθημερινή βάσανο της σκληρής και κουραστικής εργασίας και της ολοκληρωμένης πρόσβασής του στην επιστημονική γνώση, σε μορφές όλο και μεγαλύτερης εκμετάλλευσης προς όφελός του. Όσο κι αν τα στελέχη και οι υποστηρικτές των εταιρειών και των πολιτικών τους μιλούν για «δαιμονοποίηση» της «δεδομενοποίησης» από εκείνους που εκφράζουν τους φόβους που περιγράψαμε παραπάνω, η πραγματικότητα ήδη τους διαψεύδει. Γιατί δεν πρόκειται μόνο για παραβίαση της ιδιωτικότητας: πρόκειται για εμπορευματοποίηση των πάντων και παραβίαση του στοιχειώδους δικαιώματος σε μια απρόσκοπτη και χωρίς περιορισμούς εκπαιδευτική και εργασιακή διαδρομή.
Πηγές:
1. “Student Data is the New Big Oil: MOOC,Money and Metaphor”, Audrey Watters, Οκτώβριος 2013
2. “As schooling rapidly moves online across the country, concerns rise about student data privacy”, The Washington Post, Valerie Strauss, Μάιος 2020
3. Privacy Risks of the Top 5 Distance Learning Apps, Common Sense Education, Ιούλιος 2020
Πηγή:https://selidodeiktis.edu.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.