«Έχεις μπλέξει για τα καλά αυτή τη φορά, αλλά δεν θα μας σταματήσεις, κανείς δεν θα μας σταματήσει»
είπε εξαγριωμένος.
Ήταν η απειλητική προειδοποίηση του Δρα Fernando Ortiz Monasterio, διευθυντή της επιτροπής βιοασφάλειας του Μεξικού (CIBIOGEM), προς τον αναπληρωτή καθηγητή μικροβιολογίας του διάσημου Πανεπιστημίου Berkeley της Καλιφόρνιας Ignacio Chapela. Η μαφιόζικη σκηνή διαδραματίστηκε σε ένα εγκαταλελειμμένο κτήριο στο Μεξικό το 2000, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Πράγματι, ο μικροβιολόγος Ignacio Chapela το είχε «παρατραβήξει» με αυτά που ανακάλυψε στο εργαστήριό του.
Ο Chapela, στο πλαίσιο των ευρύτερων ερευνών του στην περιφέρεια Oaxaca του Μεξικό, μόλις είχε ολοκληρώσει μια σημαντική μελέτη σε συνεργασία με τον φοιτητή του David Quist. Η έρευνα δημοσιεύτηκε, μετά από αξιολόγηση από ομότιμους, στο διεθνούς κύρους επιστημονικό περιοδικό Nature.
Με λίγα λόγια συμπέραναν ότι το μεξικάνικο καλαμπόκι είχε μολυνθεί από γενετικώς τροποποιημένες ποικιλίες, γεγονός που δεν θα έπρεπε να συμβαίνει, αφού η καλλιέργεια για εμπορικούς λόγους γενετικώς τροποποιημένου καλαμποκιού ήταν παράνομη στο Μεξικό. H μόλυνση του εγχώριου καλαμποκιού με γενετικά τροποποιημένα προϊόντα θα αφάνιζε την βιοποικιλότητα της παραδοσιακής μεξικανικής καλλιέργειας, δεδομένου ότι το καλαμπόκι είναι βασικότατη τροφή παγκοσμίως.
Οι περαιτέρω δοκιμές έδειξαν μια αντιστοιχία με συνθετικά δημιουργημένα κατασκευάσματα DNA που δημιουργήθηκαν από διάφορες εταιρείες, όπως η Monsanto και η Novartis. Σε μια αγορά εκατομμυρίων καταναλωτών που τρώνε τορτίγιας τρεις φορές την ημέρα, μια τέτοια είδηση έβαζε «βόμβα» στα ταμεία της Novartis. Οι απειλές του διευθυντή της κρατικής CIBIOGEM μαρτυρούσαν ότι η συγκεκριμένη υπηρεσία ελεγχόταν πλήρως από τον φαρμακευτικό κολοσσό.
Για αρχή η Novartis προσπάθησε να δυσφημίσει την δημοσίευση. Το Nature έλαβε εκατοντάδες αιτήματα από επιστήμονες για να αποσύρει το άρθρο του Chapela και τελικά… το έκανε. Για πρώτη φορά στην ιστορία του, το περιοδικό απέσυρε το άρθρο φοβούμενο ότι θα χάσει χρηματοδότηση, προσθέτοντας μια κηλίδα στην επιστημονική του πορεία. Το μένος της εταιρείας δεν σταμάτησε εκεί. Έγινε αισθητό και μέσα στο ίδιο το πανεπιστήμιο Berkeley.
Στην έρευνά τους οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι τα αναπαραγωγικά όργανα των βατράχων καταστρέφονταν όταν εκτίθονταν στην ατραζίνη. Η Novartis αρνήθηκε να δημοσιεύσει την έρευνα. Ο Hayes αρνήθηκε με την σειρά του την άρνηση της εταιρείας και συνέχισε τις σχετικές έρευνες που είχαν ακριβώς τα ίδια αποτελέσματα. Για την εταιρεία τα ευρήματα του Hayes απειλούσαν τις εξαιρετικά επικερδείς πωλήσεις της ατραζίνης στην αγροτική αγορά.
Η εταιρεία μάλιστα χρησιμοποίησε προσωπικές πληροφορίες για την οικογένειά του και το παρελθόν του, προκειμένου να τον εξοντώσει ηθικά. Το τμήμα δημοσίων σχέσεων της εταιρείας ανέλαβε να τον δυσφημίσει και να τον καταστήσει επιστημονικά αναξιόπιστο. Ο καθηγητής κατηγορήθηκε ακόμα και για ηλεκτρονική σεξουαλική παρενόχληση υπαλλήλων της Novartis.
Σε αντάλλαγμα για τη χρηματοδότηση, η Novartis απέκτησε αποκλειστικά δικαιώματα ευρεσιτεχνίας στο ένα τρίτο του συνόλου της έρευνας του πανεπιστημίου. Μεταξύ άλλων προνομίων, η σύμβαση παρείχε ρητά στη φαρμακευτική εταιρεία άμεση επιρροή σε συγκεκριμένους τομείς της έρευνας. Ο Ignacio Chapela, μαζί με αρκετούς συναδέλφους του, επέκρινε τη συμφωνία, προειδοποιώντας ότι η επιρροή της δεύτερης μεγαλύτερης φαρμακευτικής εταιρείας στον κόσμο θα υπαγορεύει τις προτεραιότητες του ιδρύματος. Οι φόβοι του Chapela ήταν βάσιμοι και προφητικοί.
Μετά τη δημοσίευση της έρευνάς του στο Nature, ο «ξεροκέφαλος» Ignacio Chapela έβλεπε την προαγωγή του σε τακτικό καθηγητή να καθυστερεί έως και να ακυρώνεται. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι συγκέντρωνε όλες τις ψήφους των συναδέλφων του. Σύμφωνα με δημοσίευμα του ελβετικού εβδομαδιαίου περιοδικού Woz-Die WochenZeitung, ήταν η Novartis που απέτρεψε την προαγωγή του Ignacio Chapela.
Chapela και Hayes ήταν ανάμεσα σε αυτούς που πρωτοστάτησαν στην εκστρατεία καθηγητών εναντίον της Novartis. Οι δυο τους, μάλιστα, δέχθηκαν πυρά από άλλους συναδέλφους τους, οι οποίοι χαρακτήρισαν τις έρευνές τους «λανθασμένες». Η MultiWatch, ένας οργανισμός που αποτελεί τον εφιάλτη κάθε αμαρτωλής βιομηχανίας, ανέφερε ότι η έγνοια της διοίκησης του τμήματος Βιολογίας Φυτών και Μικροβιολογίας του Berkeley ήταν να διατηρήσει καλές σχέσεις με τον βασικό χρηματοδότη. Αυτή η έγνοια την έστρεψε και εναντίον των δύο καθηγητών.
«Είμαι ζωντανή απόδειξη για το τι συμβαίνει όταν η βιοτεχνολογία αγοράζει ένα πανεπιστήμιο. Το πρώτο πράγμα που χάνεις είναι η ανεξάρτητη έρευνα. Το πανεπιστήμιο είναι ένας ευαίσθητος οργανισμός. Όταν η αποστολή και ο προσανατολισμός του διακυβεύονται, πεθαίνει. Η εταιρική βιοτεχνολογία σκοτώνει αυτό το πανεπιστήμιο», είχε πει μετά από χρόνια σε συνέντευξή του, ο Ignacio Chapela αποτελώντας γνήσιο παράδειγμα της επιζήμιας διασύνδεσης επιχειρήσεων με τα πανεπιστημιακά ιδρύματα.
Ήταν η απειλητική προειδοποίηση του Δρα Fernando Ortiz Monasterio, διευθυντή της επιτροπής βιοασφάλειας του Μεξικού (CIBIOGEM), προς τον αναπληρωτή καθηγητή μικροβιολογίας του διάσημου Πανεπιστημίου Berkeley της Καλιφόρνιας Ignacio Chapela. Η μαφιόζικη σκηνή διαδραματίστηκε σε ένα εγκαταλελειμμένο κτήριο στο Μεξικό το 2000, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Πράγματι, ο μικροβιολόγος Ignacio Chapela το είχε «παρατραβήξει» με αυτά που ανακάλυψε στο εργαστήριό του.
Ο Chapela, στο πλαίσιο των ευρύτερων ερευνών του στην περιφέρεια Oaxaca του Μεξικό, μόλις είχε ολοκληρώσει μια σημαντική μελέτη σε συνεργασία με τον φοιτητή του David Quist. Η έρευνα δημοσιεύτηκε, μετά από αξιολόγηση από ομότιμους, στο διεθνούς κύρους επιστημονικό περιοδικό Nature.
Με λίγα λόγια συμπέραναν ότι το μεξικάνικο καλαμπόκι είχε μολυνθεί από γενετικώς τροποποιημένες ποικιλίες, γεγονός που δεν θα έπρεπε να συμβαίνει, αφού η καλλιέργεια για εμπορικούς λόγους γενετικώς τροποποιημένου καλαμποκιού ήταν παράνομη στο Μεξικό. H μόλυνση του εγχώριου καλαμποκιού με γενετικά τροποποιημένα προϊόντα θα αφάνιζε την βιοποικιλότητα της παραδοσιακής μεξικανικής καλλιέργειας, δεδομένου ότι το καλαμπόκι είναι βασικότατη τροφή παγκοσμίως.
Οι περαιτέρω δοκιμές έδειξαν μια αντιστοιχία με συνθετικά δημιουργημένα κατασκευάσματα DNA που δημιουργήθηκαν από διάφορες εταιρείες, όπως η Monsanto και η Novartis. Σε μια αγορά εκατομμυρίων καταναλωτών που τρώνε τορτίγιας τρεις φορές την ημέρα, μια τέτοια είδηση έβαζε «βόμβα» στα ταμεία της Novartis. Οι απειλές του διευθυντή της κρατικής CIBIOGEM μαρτυρούσαν ότι η συγκεκριμένη υπηρεσία ελεγχόταν πλήρως από τον φαρμακευτικό κολοσσό.
Για αρχή η Novartis προσπάθησε να δυσφημίσει την δημοσίευση. Το Nature έλαβε εκατοντάδες αιτήματα από επιστήμονες για να αποσύρει το άρθρο του Chapela και τελικά… το έκανε. Για πρώτη φορά στην ιστορία του, το περιοδικό απέσυρε το άρθρο φοβούμενο ότι θα χάσει χρηματοδότηση, προσθέτοντας μια κηλίδα στην επιστημονική του πορεία. Το μένος της εταιρείας δεν σταμάτησε εκεί. Έγινε αισθητό και μέσα στο ίδιο το πανεπιστήμιο Berkeley.
Οι πανεπιστημιακοί της μαύρης λίστας
Η εταιρεία συνέβαλλε
στην απόκρυψη όχι μόνο της έρευνας του Ignacio Chapela και του φοιτητή
του, αλλά και του εξαιρετικά σημαντικού paper του καθηγητή Ολοκληρωμένης
Βιολογίας (στο Berkeley) Tyrone Hayes. Tα αποτελέσματα της δικής του
έρευνας έθιγαν τα συμφέροντα της εταιρείας. Το 1997 η Novartis ανέθεσε
στον Hayes και την ομάδα του να αναλύσουν τους κινδύνους της ατραζίνης
(atrazine) που είναι τα κυριότερο επιλεκτικό ζιζανιοκτόνο της εταιρείας.Στην έρευνά τους οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι τα αναπαραγωγικά όργανα των βατράχων καταστρέφονταν όταν εκτίθονταν στην ατραζίνη. Η Novartis αρνήθηκε να δημοσιεύσει την έρευνα. Ο Hayes αρνήθηκε με την σειρά του την άρνηση της εταιρείας και συνέχισε τις σχετικές έρευνες που είχαν ακριβώς τα ίδια αποτελέσματα. Για την εταιρεία τα ευρήματα του Hayes απειλούσαν τις εξαιρετικά επικερδείς πωλήσεις της ατραζίνης στην αγροτική αγορά.
Η εταιρεία μάλιστα χρησιμοποίησε προσωπικές πληροφορίες για την οικογένειά του και το παρελθόν του, προκειμένου να τον εξοντώσει ηθικά. Το τμήμα δημοσίων σχέσεων της εταιρείας ανέλαβε να τον δυσφημίσει και να τον καταστήσει επιστημονικά αναξιόπιστο. Ο καθηγητής κατηγορήθηκε ακόμα και για ηλεκτρονική σεξουαλική παρενόχληση υπαλλήλων της Novartis.
Το επιχειρηματικό-πανεπιστημιακό σύμπλεγμα
Που οφείλεται όμως
αυτή η ισχύς της εταιρείας πάνω σ’ ένα διεθνώς κορυφαίο πανεπιστήμιο;
Πώς το Berkeley επιτρέπει να επηρεάζεται η ερευνητική δραστηριότητα δύο
καθηγητών του; Λίγα χρόνια πριν ο Chapela με την έρευνά
του ενοχλήσει την φαρμακευτική εταιρεία, είχε προηγηθεί (Νοέμβριος του
1998) μια συμφωνία-μαμούθ του τμήματος Βιολογίας Φυτών και
Μικροβιολογίας του εν λόγω πανεπιστημίου με τη Novartis. Επρόκειτο για
μια πενταετή συμφωνία της διοίκησης (χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με
τους καθηγητές) με τη Novartis για δωρεά της εταιρείας ύψους 25 εκατ.
δολαρίων. Δεν πρόκειται για μια άδολη «δωρεά» για την
προαγωγή της επιστήμης.Σε αντάλλαγμα για τη χρηματοδότηση, η Novartis απέκτησε αποκλειστικά δικαιώματα ευρεσιτεχνίας στο ένα τρίτο του συνόλου της έρευνας του πανεπιστημίου. Μεταξύ άλλων προνομίων, η σύμβαση παρείχε ρητά στη φαρμακευτική εταιρεία άμεση επιρροή σε συγκεκριμένους τομείς της έρευνας. Ο Ignacio Chapela, μαζί με αρκετούς συναδέλφους του, επέκρινε τη συμφωνία, προειδοποιώντας ότι η επιρροή της δεύτερης μεγαλύτερης φαρμακευτικής εταιρείας στον κόσμο θα υπαγορεύει τις προτεραιότητες του ιδρύματος. Οι φόβοι του Chapela ήταν βάσιμοι και προφητικοί.
Μετά τη δημοσίευση της έρευνάς του στο Nature, ο «ξεροκέφαλος» Ignacio Chapela έβλεπε την προαγωγή του σε τακτικό καθηγητή να καθυστερεί έως και να ακυρώνεται. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι συγκέντρωνε όλες τις ψήφους των συναδέλφων του. Σύμφωνα με δημοσίευμα του ελβετικού εβδομαδιαίου περιοδικού Woz-Die WochenZeitung, ήταν η Novartis που απέτρεψε την προαγωγή του Ignacio Chapela.
Chapela και Hayes ήταν ανάμεσα σε αυτούς που πρωτοστάτησαν στην εκστρατεία καθηγητών εναντίον της Novartis. Οι δυο τους, μάλιστα, δέχθηκαν πυρά από άλλους συναδέλφους τους, οι οποίοι χαρακτήρισαν τις έρευνές τους «λανθασμένες». Η MultiWatch, ένας οργανισμός που αποτελεί τον εφιάλτη κάθε αμαρτωλής βιομηχανίας, ανέφερε ότι η έγνοια της διοίκησης του τμήματος Βιολογίας Φυτών και Μικροβιολογίας του Berkeley ήταν να διατηρήσει καλές σχέσεις με τον βασικό χρηματοδότη. Αυτή η έγνοια την έστρεψε και εναντίον των δύο καθηγητών.
«Είμαι ζωντανή απόδειξη για το τι συμβαίνει όταν η βιοτεχνολογία αγοράζει ένα πανεπιστήμιο. Το πρώτο πράγμα που χάνεις είναι η ανεξάρτητη έρευνα. Το πανεπιστήμιο είναι ένας ευαίσθητος οργανισμός. Όταν η αποστολή και ο προσανατολισμός του διακυβεύονται, πεθαίνει. Η εταιρική βιοτεχνολογία σκοτώνει αυτό το πανεπιστήμιο», είχε πει μετά από χρόνια σε συνέντευξή του, ο Ignacio Chapela αποτελώντας γνήσιο παράδειγμα της επιζήμιας διασύνδεσης επιχειρήσεων με τα πανεπιστημιακά ιδρύματα.
Πηγή: Ημεροδρόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.