Των Γιώργου Καλημερίδη & Ντίνας Ρέππα
Μέσα στο
καλοκαίρι, η Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ στο εξής), δημοσίευσε την ετήσια
έκθεσή της με θέμα τα αποτελέσματα από την πρώτη εφαρμογή της
αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου – αυτοαξιολόγησης το 2013-14. Είναι
πραγματικά εντυπωσιακό και χρήζει πολιτικής ανάλυσης, γιατί χρειάστηκαν 4
ολόκληρα χρόνια για να αποτιμήσει η ΑΔΙΠΠΔΕ, την πρώτη «εφαρμογή» της
αυτοαξιολόγησης στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και μάλιστα όταν αυτή
δεν ολοκληρώθηκε, όπως και η ίδια ομολογεί! Χωρίς να μας ενδιαφέρει να
ασκήσουμε κριτική στην παραγωγικότητα της ΑΔΙΠΠΔΕ και του προέδρου της, ο
οποίος άλλωστε αξιολογήθηκε πρόσφατα από την ηγεσία του Υπουργείου
Παιδείας και κρίθηκε επαρκής, για να θυμηθούμε και τους αξιολογικούς
χαρακτηρισμούς της γνωστής λίστας Danielson, είναι νομίζουμε εύλογη η
απορία γιατί μετά από τέσσερα χρόνια θεωρείται κομβικό ζήτημα η
αποτίμηση της περιβόητης αυτοαξιολόγησης. Είναι ένα σημαντικό ερώτημα
που σχετίζεται κυρίως με τη σημερινή εκπαιδευτική συγκυρία και σε αυτό
θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε παρακάτω.
Είναι
εντυπωσιακό επίσης, ότι οι δύο προηγούμενες εκθέσεις της ΑΔΙΠΠΔΕ ήταν
σχετικά σύντομες, με 19 και 33 σελίδες αντίστοιχα, ενώ σήμερα επιλέγεται
μια εκτεταμένη έκθεση με 174 σελίδες. Είναι σαφές ότι η ΑΔΙΠΠΔΕ και ο
πρόεδρός της επιδιώκουν να αναβαθμίσουν την εκπαιδευτική τους παρέμβαση
και να υπογραμμίσουν τον ρόλο τους στο γενικό σχεδιασμό της
εκπαιδευτικής πολιτικής της σημερινής κυβέρνησης. Φαίνεται ότι ο ρόλος
της ΑΔΙΠΠΔΕ αναβαθμίστηκε από την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας και την
κυβέρνηση, όχι μόνο στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής, αλλά και
στην κρίσιμη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς για την υλοποίηση των
εκπαιδευτικών προαπαιτούμενων.
Είμαστε μπροστά σε ένα κακόγουστο ριμέικ της αξιολόγησης όπου πρωταγωνιστούν πολλά νέα πρόσωπα, αλλά και «καταξιωμένοι» πρωταγωνιστές, ξαναδοκιμάζονται πολιτικές τακτικές, αλλά διατηρείται πάντα η ίδια στρατηγική στόχευση: η εμβάθυνση του καπιταλιστικού σχολείου της αγοράς, των δεξιοτήτων, των περικοπών, της πειθάρχησης και των ελαστικών σχέσεων εργασίας.
Στο παρόν
κείμενο θα κάνουμε αρχικά δυο γενικές, αλληλοσυνδεόμενες μεταξύ τους,
κριτικές επισημάνσεις: η πρώτη αφορά στην ιστορία της πρόσφατης
αντιπαράθεσης γύρω από την αυτοαξιολόγηση, όπως αποτυπώνεται στις
εκθέσεις της ΑΔΙΠΠΔΕ. Με βάση το ιστορικό πλαίσιο εφαρμογής της
αυτοαξιολόγησης θα ασκήσουμε, σε ένα δεύτερο επίπεδο, κριτική στα
αποτελέσματα της αυτοαξιολόγησης που παρουσιάζει η ΑΔΙΠΠΔΕ. Θεωρούμε ότι
η ΑΔΙΠΠΔΕ επιχειρεί να επαναδιαμορφώσει την ιστορική μνήμη του
εκπαιδευτικού «χθες», για να κυριαρχήσει στο σήμερα τεκμηριώνοντας
επιπλέον με την έκθεση αυτή τη θέση ότι υπάρχει ήδη μια εμπειρία
αξιολογικών διαδικασιών στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα που πρέπει να
συνεχιστεί. Η σημερινή έκθεση της ΑΔΙΠΠΔΕ στην πράξη αναζητά να ανοίξει
τον δρόμο στην επικείμενη «Αποτίμηση του Εκπαιδευτικού Έργου», όπως η
τελευταία προσδιορίζεται από τον νόμο 4547/2018, αλλά και τις
αντίστοιχες προτάσεις της πρόσφατης έκθεσης του ΟΟΣΑ για την καλλιέργεια
κουλτούρας αξιολόγησης στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Το
παραδέχονται, άλλωστε, και οι ίδιοι οι συντάκτες της:
«Είναι αυτονόητο ότι η εν λόγω μελέτη αποκτά σημασία και επικαιρότητα στο πλαίσιο της τρέχουσας εκπαιδευτικής πολιτικής για τον “Συλλογικό Προγραμματισμό και την Ανατροφοδοτική Αποτίμηση”, διαδικασία που μπορεί να συνεισφέρει στη διαρκή βελτίωση του σχολείου, εμπίπτει στα ενδιαφέροντα της Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε. και είναι συναφής με θέματα που έχουν απασχολήσει την Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε. στο παρελθόν[1]».
Επομένως
στη συνέχεια, θα επιχειρήσουμε να νοηματοδοτήσουμε το πραγματικό
περιεχόμενο της έκθεσης στη σημερινή συγκυρία των προαπαιτούμενων του
ΟΟΣΑ και της μεταπρογραμματικής εποπτείας του ελληνικού εκπαιδευτικού
συστήματος. Είμαστε μπροστά σε ένα κακόγουστο ριμέικ της αξιολόγησης
όπου πρωταγωνιστούν πολλά νέα πρόσωπα, αλλά και «καταξιωμένοι»
πρωταγωνιστές, ξαναδοκιμάζονται πολιτικές τακτικές, αλλά διατηρείται
πάντα η ίδια στρατηγική στόχευση: η εμβάθυνση του καπιταλιστικού
σχολείου της αγοράς, των δεξιοτήτων, των περικοπών, της πειθάρχησης και
των ελαστικών σχέσεων εργασίας.
α. Για την ιστορική αποτίμηση της αυτοαξιολόγησης την περίοδο 2013-14 και τη σημερινή ερευνητική μεθοδολογία της ΑΔΙΠΠΔΕ
Σύμφωνα
με τους υποστηρικτές της αυτοαξιολόγησης, η επιτυχία της τελευταίας
εξαρτάται από τη διασφάλιση ενός κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ
εκπαιδευτικών και πολιτικής ηγεσίας και από τις αρμονικές σχέσεις εντός
της σχολικής μονάδας, η οποία στα πλαίσια της σχετικής παιδαγωγικής της
αυτονομίας αξιοποιεί τους κεντρικούς δείκτες και τομείς για την κριτική
αποτίμηση του εκπαιδευτικού της έργου. Θεωρητικά, η αυτοαξιολόγηση
τεκμηριώνεται στις αρχές της συνεργασίας, της συλλογικότητας, της
συναπόφασης και του κριτικού αναστοχασμού, έστω και στη βάση
τυποποιημένων κεντρικών κριτηρίων, γεγονός που συχνά αποσιωπούν οι
θιασώτες της. Έχουμε τονίσει αλλού ότι πρόκειται για μια λογική που
προέρχεται από τον κόσμο του επιχειρηματικού μάνατζμεντ, η οποία
στοχεύει στην αυτοπειθάρχηση των υποκειμένων στις κρατικές επιλογές για
το σχολείο[2].
Αυτό που θέλουμε να επισημάνουμε εδώ είναι πως η ίδια η ΑΔΙΠΠΔΕ
τονίζει ότι οι γενικές προϋποθέσεις της αυτοαξιολόγησης, ουδέποτε
υπήρξαν στην αρχική εφαρμογή της:
«Κρίνεται σκόπιμο σε αυτό το σημείο να υπενθυμίσουμε ότι η γενικευμένη εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας (σχ. έτους 2013-2014) υλοποιήθηκε μέσα σε ένα πλαίσιο έντονης αβεβαιότητας που διακατείχε, μετά το μέτρο της “διαθεσιμότητας”, την εκπαιδευτική κοινότητα τόσο για τα γενικότερα θέματα της εκπαίδευσης όσο και για τον σκοπό της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και την ενδεχόμενη αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της σε βάρος των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών[3]».
Ευρύτερα,
εντάσεις, αβεβαιότητα, δυστοκία, έλλειψη πολιτικού διαλόγου, σε μια
περίοδο απολύσεων εκπαιδευτικών είναι μερικές από τις εκλεπτυσμένες
εκφράσεις που χρησιμοποιεί η ΑΔΙΠΠΔΕ, για να περιγράψει την περίοδο
υλοποίησης της αυτοαξιολόγησης (2013-14). Η αλήθεια είναι ότι στις
προηγούμενες εκθέσεις, η συζήτηση για την αυτοαξιολόγηση
πραγματοποιούνταν μέσα στο συνολικό αξιολογικό πλαίσιο που θεσμοθετήθηκε
στα μνημονιακά χρόνια (4142/2013 – Π.Δ.152 αλλά και ν. 4024/ 2011 για
το ενιαίο μισθολόγιο), διάσταση που στη σημερινή έκθεση απουσιάζει. Πριν
λίγο καιρό επομένως η ΑΔΙΠΠΔΕ έβλεπε την αυτοαξιολόγηση ως επιμέρους
διάσταση σε ένα ευρύτερο πειθαρχικό πλαίσιο ατομικής και εξωτερικής
αξιολόγησης της σχολικής μονάδας και των εκπαιδευτικών. Σήμερα επιλέγει
να την απομονώσει θεωρητικά και πολιτικά, εξαιτίας της αναπροσαρμογής
της κυβερνητικής τακτικής, διατηρώντας πάντα αυτούσια τη στρατηγική
στόχευση εφαρμογής της.
Σε κάθε
περίπτωση αυτό που έχει σημασία εδώ να τονιστεί είναι ότι η ΑΔΙΠΠΔΕ
αποδέχεται ότι η αυτοαξιολόγηση εφαρμόστηκε σε κλίμα έντασης,
πραγματικότητα προφανώς αντιθετική με τη γενική θεωρητική θεμελίωσή
της. Η διάσταση αυτή δεν αποτυπώνεται ωστόσο μετέπειτα στη μελέτη των
15 δεικτών, γεγονός που θέτει σε αμφισβήτηση την αξιοπιστία των όποιων
συμπερασμάτων. Ποια είναι η αξιοπιστία της ανάλυσης ποσοτικών και
ποιοτικών ερευνητικών δεδομένων, που είναι αποτέλεσμα μιας περιόδου
«έντασης και αβεβαιότητας»; Αυτή η διάσταση παραγνωρίζεται, καθώς η
σοβαρή διαπραγμάτευσή της, θα ακύρωνε συνολικά την ίδια τη στοχοθεσία
και ύπαρξη της έκθεσης.
Για να
προσεγγίσουμε λίγο καλύτερα την περίοδο, να θυμίσουμε ότι είναι μια
περίοδος μαχητικού κι ανυποχώρητου αγώνα του εκπαιδευτικού κινήματος, με
μαζικότατες Γενικές Συνελεύσεις, μπλόκα και συγκρούσεις για την
ακύρωση των σεμιναρίων έξω από το υπουργείο και τα επιμορφωτικά κέντρα,
στάσεις εργασίας, διαρκείς παραστάσεις διαμαρτυρίας και συνεδριάσεις των
συλλόγων διδασκόντων με χιλιάδες εκπαιδευτικούς που αρνούνται να
συμμετάσχουν εθελοντικά στη διαδικασία της αυτοαξιολόγησης παρά τις
πιθανές πειθαρχικές κυρώσεις. Απέναντι στο εκπαιδευτικό κίνημα και την
πάλη του, το κράτος απαντά με το εντέλλεσθε του τότε υπουργού Παιδείας,
κ. Αρβανιτόπουλου, με διαρκή τρομοκράτηση, με ένα διάχυτο κλίμα φόβου
που καλλιεργείται σε όλα τα επίπεδα, από την κεντρική πολιτική σκηνή
μέχρι τον μικρόκοσμο των σχολείων όπου προσπαθούν να επιβληθούν, με
ποικίλες μεθοδεύσεις και αθλιότητες, οι διάφοροι πρόθυμοι της
αυτοαξιολόγησης (σύμβουλοι, διευθυντές εκπαίδευσης και σχολείων). Οι
σύλλογοι διδασκόντων γίνονται «πεδία μάχης» και αντιπαράθεσης και για
πρώτη φορά στην περίοδο της μεταπολίτευσης επιχειρείται με τόσο
αυταρχικούς όρους να αλλάξει το καθημερινό DNA της λειτουργίας του
σχολείου, το οποίο θα πρέπει να λειτουργεί πλέον υπό το καθεστώς του
φόβου, της απειλής του περιβόητου ΠΔ 152, των απολύσεων και του νέου
πειθαρχικού των δημοσίων υπαλλήλων. Αυτή την κουλτούρα καθημερινότητας
προσπάθησε να επιβάλει η λεγόμενη αυτοαξιολόγηση του εκπαιδευτικού
έργου. Το σχολείο δε μετατράπηκε ασφαλώς σε «επαγγελματική κοινότητα
μάθησης», αλλά επιχειρήθηκε να αποκτήσει χαρακτηριστικά ιδιωτικής
εταιρείας, υπό καθεστώς εργοδοτικού δεσποτισμού και εργασιακής
επισφάλειας.
Ο κόσμος
της εκπαίδευσης σήκωσε όμως κεφάλι, ακύρωσε και απαξίωσε στην πράξη όλο
το συγκεκριμένο αξιολογικό πλαίσιο. Γι’ αυτό η αυτοαξιολόγηση όχι μόνο
δεν συνεχίστηκε, αλλά επιπλέον ακυρώθηκε στην πράξη και μάλιστα πολύ
πριν την κυβερνητική αλλαγή. Έτσι εξηγείται και γιατί χρειάστηκε η
ΑΔΙΠΠΔΕ 4 χρόνια για να επανατοποθετηθεί γύρω από το συγκεκριμένο
ζήτημα. Αναζητά σήμερα, με αγωνία, μια νέα ιστορική αφήγηση μιας
υποτιθέμενης αξιολογικής πείρας και τεχνογνωσίας και ήδη εμπεδωμένων
εκπαιδευτικών πρακτικών – έστω και μετά από μια «ασήμαντη» τομή 4
χρόνων – για να επιτεθεί ξανά!
Θα
αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα, προσπαθώντας να επικεντρωθούμε πλέον
στην ερευνητική αξία των δεδομένων που παρουσιάζει η ΑΔΙΠΠΔΕ.
Στην ανάλυση των δεικτών από την έκθεση αναφέρεται ότι:
«Με
βάση τις απαντήσεις που καταχωρίστηκαν από τις σχολικές μονάδες, ως
θετικότερο στοιχείο της αυτοαξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου της
σχολικής μονάδας αποτιμήθηκε η βελτίωση του κλίματος εντός της σχολικής μονάδας
και ακολούθησε η συμβολή της αυτοαξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου
της σχολικής μονάδας στη βελτίωση της εικόνας του σχολείου στην κοινωνία[4]».
Επομένως η
αυτοαξιολόγηση υλοποιήθηκε σε κλίμα έντασης, αλλά συνέβαλε τελικά στη
βελτίωση του κλίματος των εκπαιδευτικών εντός του σχολείου, απλά αυτό το
κλίμα διακόπηκε για κάποιον άγνωστο λόγο και πρέπει να συνεχιστεί
σήμερα στο πλαίσιο της επικείμενης εφαρμογής του «Προγραμματισμού και
της Αποτίμησης του Εκπαιδευτικού Έργου της Σχολικής Μονάδας». Η προφανής
παραπάνω αντίφαση δηλώνει απλώς ότι η ΑΔΙΠΠΔΕ αναλύει, επιλεκτικά,
εκθέσεις που έχουν μικρή ερευνητική και επιστημονική αξία για την
εκπαιδευτική κοινότητα. Δεν παράγει «δεδομένα» για να θυμηθούμε τον
ΟΟΣΑ, αλλά ιδεολογία στη συγκυρία της «αριστερής» διαχείρισης των
Μνημονίων.
Για αυτόν τον λόγο, αναπόφευκτα υπάρχουν και λαθροχειρίες:
Ανεξάρτητα
από τη γενική αξία της ανάλυσης των ποσοτικών δεικτών (για την οποία
έχουμε πολλές αμφιβολίες), αποκρύβεται εντέχνως ότι περισσότερες από
1.500 σχολικές μονάδες (με βάση τα στοιχεία της ίδιας της έκθεσης) δεν
συμπλήρωσαν τους δείκτες της ΑΕΕ. Στις 12.614 ανέρχεται ο αριθμός
σχολικών δομών που απάντησαν στους δείκτες, σε σύνολο 14.227 που ήταν
καταχωρημένες στο παρατηρητήριο και υπόχρεες συμπλήρωσης της πλατφόρμας!
Ο αριθμός αυτός αυξάνεται εκτατικά, αν μετατραπεί σε εκπαιδευτικούς που
αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην αυτοαξιολόγηση των σχολικών τους
μονάδων, αποκαλύπτοντας πολλές χιλιάδες εκπαιδευτικούς που αμφισβήτησαν
την κυριαρχία του φόβου, των απειλών και των εκβιασμών σε καθεστώς
απολύσεων και διαθεσιμοτήτων. Η πολιτική σημασία αυτού του αριθμητικού
δεδομένου δεν μπορεί να αποσιωπηθεί. Πολύ δε περισσότερο που το μαχητικό
αυτό μειοψηφικό αρχικά ρεύμα, συγκροτήθηκε σε μαζική αντίσταση άρνησης
από τον Σεπτέμβριο του 2014 δια μέσου της απεργίας-αποχής, ακυρώνοντας
όλες τις νέες απόπειρες εφαρμογής της αυτοαξιολόγησης, υποχρεώνοντας το
Υπουργείο να εκδώσει τρεις εγκυκλίους παράτασης των διαδικασιών της ΑΕΕ,
που όλες όμως απέβησαν άκαρπες ή …έπεσαν στο κενό. Γι’ αυτό άλλωστε, η
σημερινή έκθεση της ΑΔΙΠΠΔΕ προχωρά σε δεύτερη λαθροχειρία και ενώ
υποτίθεται ότι «ερευνά» τα Αποτελέσματα από την Πρώτη Γενικευμένη Εφαρμογή της Αξιολόγησης του Εκπαιδευτικού Έργου-Αυτοαξιολόγησης (2013-14), αρνείται να διερευνήσει ότι αφορά τα σχέδια δράσης, που είναι θεωρητικά και ο στόχος της αυτοαξιολόγησης.
«Ο
κύκλος της ετήσιας λειτουργίας ξεκινά με τον Ετήσιο Προγραμματισμό στην
αρχή του σχολικού έτους, συνεχίζεται με την ανάπτυξη όλων των δράσεων
του σχολικού προγράμματος (εφαρμογής, παρακολούθησης, ενδιάμεσης
αξιολόγησης, ανατροφοδότησης) και ολοκληρώνεται με την Ετήσια Έκθεση
Αξιολόγησης της σχολικής μονάδας, τα αποτελέσματα της οποίας
αξιοποιούνται στον προγραμματισμό και τον σχεδιασμό των δράσεων του
επόμενου σχολικού έτους» [5].
Αλλά
ακόμα και στην ανάλυση των κατατεθειμένων εκθέσεων των σχολικών μονάδων
επαναλαμβάνεται συχνά ότι τα σχολεία χρησιμοποιούν αποσπάσματα
«πανομοιότυπης διατύπωσης». Γιατί συμβαίνει αυτό; Υπήρξαν σχολεία που
αξιοποίησαν το ενιαίο κείμενο της ΔΟΕ και σχολεία, τα οποία υπό καθεστώς
τρομοκράτησης, υιοθέτησαν το copy paste από ήδη υπάρχουσες εκθέσεις
που πρόβαλε το ΙΕΠ από ένα μικρό αριθμό σχολικών μονάδων, οι οποίες
συμμετείχαν στην πιλοτική εφαρμογή; Και αν ναι, σε ποια έκταση και αυτό
θεωρείται από την ΑΔΙΠΠΔΕ υλοποίηση ή ακύρωση της αυτοαξιολόγησης;
Εξαιρετικά
αντιφατική παρουσιάζεται η τωρινή έκθεση και η απόπειρα των συγγραφέων
της να νομιμοποιήσουν το 2018 ως γενόμενη την αυτοαξιολόγηση του
2013-14, συγκρινόμενη με τις προγενέστερες εκθέσεις της ΑΔΙΠΠΔΕ. Έτσι, η
έκθεση της ΑΔΙΠΠΔΕ του 2015 για την αυτοαξιολόγηση αναφέρει:
«Κατά
το σχολικό έτος 2014-15 εισήχθησαν μια σειρά από διαδικασίες αποτίμησης
του εκπαιδευτικού έργου, όπως η αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας, η
αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, οι τοπικές Επιτροπές Αξιολόγησης του
Εκπαιδευτικού Έργου και η τράπεζα θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας, οι
οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντικές πηγές πληροφοριών σε σχέση
με την ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου που προσφέρεται στην
Πρωτοβάθμια και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Οι διαδικασίες αυτές
αφενός παρουσίαζαν προβλήματα αποδοχής από την εκπαιδευτική κοινότητα
και αφετέρου, ενδεχομένως, και πρόβλημα βαθμού αξιοπιστίας, δεδομένου
ότι δεν προηγήθηκε πιλοτική εφαρμογή τους (όπως π.χ. είχε το Ι.Ε.Π.
εισηγηθεί για την Τράπεζα Θεμάτων) ή η πιλοτική εφαρμογή έγινε με
προβλήματα (όπως π.χ. στην περίπτωση της αυτοαξιολόγησης του
εκπαιδευτικού έργου). Ως εκ τούτου, δεν μπόρεσαν να προσφέρουν αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με την ποιότητα της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (η υπογράμμιση δική μας).»[6]
Η
σημερινή εν ολίγοις αποτίμηση της περιόδου 2013-14 δεν κάνει τίποτα άλλο
παρά να προσπαθεί να εξωραΐσει μια ήδη χρεοκοπημένη πολιτική. Το
γεγονός ότι την υιοθετεί τώρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και η σημερινή ηγεσία
του Υπουργείου Παιδείας είναι δηλωτική των πολύ συγκεκριμένων πολιτικών
της επιλογών και της πρόθεσής της να επαναφέρει την αυτοαξιολόγηση δια
μέσου του νόμου για τις δομές, αλλά και της δικής της πολιτικής
χρεοκοπίας. Βέβαια, η επιλογή ως προέδρου της ΑΔΙΠΠΔΕ το 2018, του Η.
Ματσαγγούρα, προέδρου της ΑΔΙΠΠΔΕ και την περίοδο 2013-14, όταν αυτή
καθοδηγούσε έναν στρατό πραιτοριανών για να περάσουν την πολιτική της
τότε κυβέρνησης εκβιάζοντας, τρομοκρατώντας και εκφοβίζοντας τους
εκπαιδευτικούς, είναι αποκαλυπτική των κυβερνητικών προθέσεων!
Τέλος, η
ΑΔΙΠΠΔΕ παραδέχεται ότι η ποσοτική αποτίμηση των δεικτών έχει γενικά
μεγάλους περιορισμούς σε κάθε μοντέλο αυτοαξιολόγησης:
«Οι
αυτοαξιολογικές διαδικασίες έχει διεθνώς διαπιστωθεί ότι επηρεάζονται
από τις, συνειδητές ή μη, μεροληπτικές τάσεις των υποκειμένων, όπως
είναι η εξιδανίκευση της υφιστάμενης κατάστασης, η αξιολόγηση με
υπερβολική επιείκεια ή αυστηρότητα, οι διαπροσωπικές επιρροές, οι
προσωπικές προκαταλήψεις, η επίδραση της κυρίαρχης άποψης, καθώς και η
επίδραση του ευρύτερου περιβάλλοντος[7]».
Πόσο
μάλλον, θα προσθέταμε εμείς, σε ένα κλίμα αβεβαιότητας και
τρομοκράτησης, τo οποίο επισημαίνει έμμεσα και η ίδια η έκθεση.
Επομένως, οι ποσοτικοί δείκτες έχουν πολύ περιορισμένη σημασία, έως και
μηδενική, με βάση τα όσα τονίσαμε παραπάνω. Σε αυτό μπορούμε να
προσθέσουμε ότι η ΑΔΙΠΠΔΕ ερευνά ποιοτικά μετά από 4 χρόνια, μόνο το 2%
των σχολικών μονάδων και σε τυχαίο και όχι σταθμισμένο – κοινωνικά και
εκπαιδευτικά- δείγμα. Δεν κάνει τον κόπο να ξεχωρίσει καν τα ιδιωτικά
από τα δημόσια σχολεία! Όλοι αυτοί οι εκβιασμοί, όλη αυτή η τρομοκρατία,
για να αναλυθεί τελικά το 2% των σχολικών μονάδων από την ΑΔΙΠΠΔΕ μετά
από 4 χρόνια; Οι νεόκοποι «δεκανείς», πρόθυμοι «σταυροφόροι» της
αυτοαξιολόγησης μάλλον θα πρέπει να νιώθουν απογοητευμένοι από την
ΑΔΙΠΠΔΕ. Τέτοια επινοητικότητα σε εκβιασμούς, σε τρομοκράτηση ολόκληρων
συλλόγων διδασκόντων για μια τρύπα στο νερό;
Πόσο σοβαρά μπορεί να αντιμετωπίσει η εκπαιδευτική κοινότητα αυτούς που χθες επιχειρούσαν να επιβάλλουν τα πιο επιθετικά καπιταλιστικά μοντέλα ατομικής αξιολόγησης του εκπαιδευτικού και σήμερα ορκίζονται στο όνομα υποτιθέμενων συμμετοχικών διαδικασιών αποτίμησης και ανατροφοδότησης του εκπαιδευτικού έργου; Οι υβριδικές μεταμορφώσεις προσώπων αποτυπώνουν ωστόσο κάτι βαθύτερο: το αστικό – αντιδραστικό αποτύπωμα της κυβέρνησης ως βασικού φορέα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης του δημόσιου σχολείου. Οι συνέχειες με την πολιτική των κυβερνήσεων Σαμαρά είναι προφανείς και στα πρόσωπα αλλά και όχι μόνο σε αυτά.
Για να το
πούμε διαφορετικά και ακόμη πιο τεκμηριωμένα. Έχει δίκιο ο ΟΟΣΑ, όταν
θεωρεί ότι η αυτοαξιολόγηση έχει πολιτική αξία μόνο μέσα στο πλαίσιο
ευρύτερων αξιολογικών και πειθαρχικών τεχνολογιών. Αυτό υπονοεί και η
έκθεση και αυτός είναι ο ανομολόγητος πόθος τόσο της ΑΔΙΠΠΔΕ, όσο και
του εισηγητή της λίστας Danielson στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Όλα
τα άλλα υπηρετούν απλώς τακτικούς ελιγμούς της κυβέρνησης υπό το βάρος
της αντιπαράθεσης του 2013-14. Σε κάθε περίπτωση, αυτοαξιολόγηση δεν
πραγματοποιήθηκε, η σημερινή ανάλυση της ΑΔΙΠΠΔΕ ανήκει στη σφαίρα της
επιστημονικής φαντασίας, προσβάλλοντας ταυτόχρονα για ακόμη μια φορά τον
κόσμο της εκπαίδευσης. Πόσο σοβαρά μπορεί να αντιμετωπίσει η
εκπαιδευτική κοινότητα αυτούς που χθες επιχειρούσαν να επιβάλλουν τα πιο
επιθετικά καπιταλιστικά μοντέλα ατομικής αξιολόγησης του εκπαιδευτικού
και σήμερα ορκίζονται στο όνομα υποτιθέμενων συμμετοχικών διαδικασιών
αποτίμησης και ανατροφοδότησης του εκπαιδευτικού έργου; Οι υβριδικές
μεταμορφώσεις προσώπων αποτυπώνουν ωστόσο κάτι βαθύτερο: το αστικό –
αντιδραστικό αποτύπωμα της κυβέρνησης ως βασικού φορέα της
καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης του δημόσιου σχολείου. Οι συνέχειες με την
πολιτική των κυβερνήσεων Σαμαρά είναι προφανείς και στα πρόσωπα αλλά και
όχι μόνο σε αυτά.
β. Για το σημερινό ριμέικ της αυτοαξιολόγησης – αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου.
Ο ΟΟΣΑ
δημοσιοποίησε πριν από λίγους μήνες, την προηγούμενη άνοιξη, την έκθεσή
του με τον προκλητικό τίτλο «Εκπαίδευση για ένα Λαμπρό Μέλλον στην
Ελλάδα». Χωρίς να αλλάξει τους βασικούς στρατηγικούς του
προσανατολισμούς για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα σε σχέση με την
έκθεση του 2011 (εξωτερική αξιολόγηση σχολικών μονάδων με βάση τα
αποτελέσματα των μαθητών -απολύσεις εκπαιδευτικών μετά από αξιολόγηση-
ριζική αποκέντρωση σχολικών μονάδων και προσλήψεις ανά σχολείο και
διαφοροποιημένη χρηματοδότηση) είναι αλήθεια ότι τροποποιεί τον
βηματισμό της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης. Το πρώτο και κύριο βήμα είναι
η εμπέδωση μιας κουλτούρας αξιολόγησης και η οικοδόμηση σχέσεων
εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και εκπαιδευτικής κοινότητας. Η εμπέδωση των
αντιεκπαιδευτικών μέτρων -μετά την εμπειρία των αγώνων της περιόδου
2010-14 και τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος-
θα πρέπει να συμπληρώνεται από τον κοινωνικό εταιρισμό:
«Ο
κοινωνικός διάλογος των εκπαιδευτικών με το υπουργείο, ανταποδοτικότητα
στην εξασφάλιση ότι οι φωνές τους θα εισακούγονται, πρέπει να
συμπεριλαμβάνονται στο μακρύ δρόμο για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης στο
ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα»[8].
Ή λίγο διαφορετικά διατυπωμένο:
«Η
διαβούλευση είναι καθοριστική στρατηγική για την συγκέντρωση εισαγωγών
(gathering input) που μπορούν να ενδυναμώσουν την ανάπτυξη της πολιτικής
και να εξασφαλίσουν την αποδοχή στην υποστήριξη δύσκολων
μεταρρυθμίσεων»[9].
Εδώ ο
ΟΟΣΑ αφήνει στην άκρη τον τεχνοκρατικό τρόπο τοποθέτησής του στη βάση
εμπειρικών τεκμηρίων και πετυχημένων πρακτικών και μιλά, με ανοικτό
τρόπο, στρατηγικά και πολιτικά. Χρειάζεται μια ευέλικτη μεταρρυθμιστική
λογική για τη διασφάλιση εκείνων των κοινωνικών συμμαχιών που θα
διευκολύνουν την υποστήριξη «δύσκολων μεταρρυθμίσεων», δηλαδή την
καπιταλιστική αναδιάρθρωση του δημόσιου σχολείου. Σε αυτό το πεδίο, η
εισαγωγή της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας είναι πολλαπλά χρήσιμη
πολιτικά, στη νομιμοποίηση όλου του αξιολογικού – πειθαρχικού πλαισίου,
καθώς αποτελεί προϋπόθεση για την εμπέδωση μιας κουλτούρας αξιολόγησης,
ανταγωνισμού και αυτοπειθάρχησης:
«Παρά
το γεγονός ότι η διαδικασία της αυτοαξιολόγησης έχει παγώσει από το
2015, μπορεί να επανεισαχθεί και ως μια καλή εξ’ ορισμού πρακτική, αλλά
και γιατί μπορεί να βοηθήσει στην αλλαγή των συμπεριφορών προς την ίδια
την αξιολόγηση και την αποτίμηση. Η σχολική αυτοαξιολόγηση πρέπει να
ιδωθεί (…) ως ένα καθοριστικό βήμα στην κατεύθυνση της εμπέδωσης μιας
κουλτούρας συνεχούς βελτίωσης των σχολείων[10]».
Στη
εκπαιδευτική σκέψη του ΟΟΣΑ, η αυτοξιαλόγηση είναι συνεπώς μια αναγκαία
μεταβατική πολιτική για την επιβολή ενός ευρύτερου, πολυεπίπεδου και
συγκεντρωτικού πειθαρχικού ελέγχου. Διάσταση, η οποία ταυτίζεται και με
τον προβληματισμό του ίδιου του προέδρου της ΑΔΙΠΠΔΕ:
«Η ΑΔΙΠΠΔΕ
αρμόδια από τον νόμο τόσο για την εσωτερική αξιολόγηση
(αυτοαξιολόγηση), όσο και για την εξωτερική αξιολόγηση της σχολικής
μονάδας, θεωρεί ότι η αυτοαξιολόγηση είναι σημαντικότερη της εξωτερικής
αξιολόγησης και επισημαίνει ότι η πρώτη πρέπει να προηγηθεί
και να στηριχθεί πολύτροπα. Καθώς αυτές οι δύο μορφές αξιολόγησης
επιτελούν διαφορετικό ρόλο, μπορεί στο μέλλον, αφού έχει εμπεδωθεί
κουλτούρα αξιολόγησης, να συνδυαστούν οι εν λόγω μορφές»[11].
Ο νόμος
4547/2018 για την αναδιοργάνωση των δομών υποστήριξης του εκπαιδευτικού
έργου σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση υλοποιεί αυτή ακριβώς
την πολιτική, η οποία δεν διαφέρει από την πολιτική της Διαμαντοπούλου –
Αρβανιτόπουλου. Θυμίζουμε ότι είχε προηγηθεί χρονικά η πιλοτική
εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης, για να ακολουθήσει η γενίκευσή της και
μετέπειτα το ΠΔ για την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και ο νόμος
4142/2013 για τη συγκρότηση ανεξάρτητης αρχής εξωτερικής αξιολόγησης.
Άλλωστε, για να μην υπάρχουν αμφιταλαντεύσεις και αμφιβολίες, το
Υπουργείο δηλώνει εξαρχής ότι οι θεματικοί άξονες αναφοράς του
συλλογικού προγραμματισμού και της ανατροφοδοτικής αποτίμησης, καθώς και
ο τύπος των σχετικών εκθέσεων (εκθέσεις αυτοαξιολόγησης) θα
καθορίζονται από τον υπουργό Παιδείας, έπειτα από εισήγηση του ΙΕΠ.
Είναι προφανές ότι η αξιολόγηση, για να εγκατασταθεί στο δημόσιο σχολείο, πρέπει νοηματοδοτηθεί εκ νέου, να αποσυνδεθεί προσωρινά από τις έννοιες του πειθαναγκασμού, της χειραγώγησης και της τυποποίησης, για να επανασυνδεθεί μαζί τους, όταν οι αντιστάσεις θα έχουν «ναρκωθεί».
Τα
παραπάνω σχετικοποιούν και απαξιώνουν τους θεωρητικούς προβληματικούς
της ΑΔΙΠΠΔΕ περί αυτοαξιολόγησης. Δεν θα ασχοληθούμε αναλυτικά με τις
σημερινές προσπάθειες θεωρητικής θεμελίωσης της αυτοαξιολόγησης που
προτείνει η ΑΔΙΠΠΔΕ (για παράδειγμα, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί θεωρητικά
μια οπτική περί σχολείων ως αυτόνομων κοινοτήτων μάθησης χωρίς μια
σύστοιχη θεωρία για το κράτος, την ταξικότητά του και τους ιδεολογικούς
μηχανισμούς του. Αφήνουμε ασφαλώς στην άκρη τα θεωρητικά φλερτ του
προέδρου της ΑΔΙΠΠΔΕ με τη θεωρία της μετασχηματίζουσας μάθησης του
Μezirow ή την κριτική αποτίμηση των εκθέσεων «πανομοιότυπης διατύπωσης» ,
με βάση τις αναλύσεις του κριτικού παιδαγωγού Henry Giroux, θέματα
«παιδαγωγικού αχταρμά» εν γένει, για τα οποία μπορεί να επανέλθουμε αν
χρειαστεί).
Αυτό που
απλά θέλουμε να επισημάνουμε στο άρθρο αυτό είναι ότι πάρα την έμφαση
στην παιδαγωγική αυτονομία, τη συμμετοχικότητα, τον κριτικό αναστοχασμό
και την οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης, η έκθεση εντάσσεται στην
ευρύτερη στρατηγική τόσο της κυβέρνησης, όσο και των υπερεθνικών
οργανισμών για την εμπέδωση μιας κουλτούρας αξιολόγησης. Καθόλου τυχαία
τόσο ο ΟΟΣΑ, όσο και η έκθεση του κ. Ματσαγγούρα χρησιμοποιούν τους
ίδιους πολιτικούς όρους: σχέσεις εμπιστοσύνης, κοινωνικός εταιρισμός,
διάλογος, επιμόρφωση, συστηματική υποστήριξη. Είναι προφανές ότι η
αξιολόγηση, για να εγκατασταθεί στο δημόσιο σχολείο, πρέπει
νοηματοδοτηθεί εκ νέου, να αποσυνδεθεί προσωρινά από τις έννοιες του
πειθαναγκασμού, της χειραγώγησης και της τυποποίησης, για να
επανασυνδεθεί μαζί τους, όταν οι αντιστάσεις θα έχουν «ναρκωθεί». Ο
δρόμος προς την κόλαση πάντα ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα.
Συνοψίζοντας,
με βάση τα προαπαιτούμενα του Μνημονίου και της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ,
η κυβέρνηση επιχειρεί να δοκιμαστεί με επιτυχία εκεί όπου απέτυχαν όλες
οι προηγούμενες κυβερνήσεις τα τελευταία 30 χρόνια. Το επιχειρεί με
φθαρμένα υλικά και πρόσωπα, αλλά αυτό που έχει σημασία να υπογραμμιστεί
είναι ότι οι συγκεκριμένοι τακτικοί και θεωρητικοί ελιγμοί, δεν αναιρούν
σε καμιά περίπτωση την αντιεκπαιδευτική στρατηγική στόχευσή της. Η
έκθεση ΑΔΙΠΠΔΕ είναι ένας «πολιτικός λαγός» για το καπιταλιστικό σχολείο
της αγοράς.
Φανταζόμαστε
ότι όλοι/ες γνωρίζουν ότι το συγκεκριμένο πεδίο (αξιολόγηση) ήταν και
είναι πάντα «κινούμενη άμμος». Το εκπαιδευτικό κίνημα έχει μακρόχρονη
εμπειρία και ισχυρή μνήμη στο συγκεκριμένο ζήτημα. Ας μην ελπίζει η
κυβέρνηση και η ΑΔΙΠΠΔΕ σε μάχες οπισθοφυλακών. Η σύγκρουση θα είναι και
πάλι αποφασιστική γιατί το διακύβευμα για το δημόσιο σχολείο και το
μορφωτικό αγαθό είναι μεγάλο. Οι χιλιάδες εκπαιδευτικοί που στις
προηγούμενες απόπειρες καθιέρωσης της αξιολόγησης αποτέλεσαν το ρεύμα
της ανυπακοής, της αντίστασης και τελικά της ακύρωσής της, το γνωρίζουν
καλά αυτό! Καλή σχολική χρονιά να έχουμε!
Βιβλιογραφικές Αναφορές
ΑΔΙΠΠΔΕ (2018), “Ετήσια έκθεση της ΑΔΙΠΠΔΕ 2018”. Διαδικτυακά: http://www.adippde.gr/index.php/ektheseis
ΑΔΙΠΠΔΕ (2016), “ Ετήσια έκθεση της ΑΔΙΠΠΔΕ 2016”. Διαδικτυακά: http://www.adippde.gr/index.php/ektheseis
ΑΔΙΠΠΔΕ (2015), “Ετήσια έκθεση 2014-15”. Διαδικτυακά: http://www.adippde.gr/index.php/ektheseis
ΙΕΠ, “Αξιολόγηση Εκπαιδευτικού Έργου. Το παρατηρητήριο της ΑΕΕ” . Διαδικτυακά: http://aee.iep.edu.gr/about/%CF%80%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CF%83%CE%B9%CE%BF-%CE%B1%CE%BE%CE%B9%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%83
Καλημερίδης Γ. (2018), “Για την εμπέδωση μιας κουλτούρας αξιολόγησης: οι νέες δομές υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου” . Περιοδικό Σελιδοδείκτης τευχ. 4. Στο διαδίκτυο: “Για την εμπέδωση μιας κουλτούρας αξιολόγησης: οι νέες δομές υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου”
ΟECD (2018), “Education for a bright future in Greece”. Paris: OECD.
OECD (2017), “Education policy in Greece. A preliminary assessment”. Διαδικτυακά: http://www.oecd.org/edu/educationpolicyingreeceapreliminaryassessment.htm
[1] ΑΔΙΠΠΔΕ 2018: 8.
[2] Καλημερίδης Γ 2018.
[3] Στο ίδιο σελ. 12.
[4] Στο ίδιο .
[5] Βλέπε ΙΕΠ: Παρατηρητήριο της ΑΕΕ.
[6] ΑΔΙΠΠΔΕ 2015.
[7] ΑΔΙΠΠΔΕ 2018 :12 .
[8] ΟECD 2018: 64 .
[9] Στο ίδιο σελ. 84 .
[10] ΟΕCD 2017: 30.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.