της Αιμιλίας Τσαγκαράτου,
Το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν τα δημοσιεύματα για τη διεξαγωγή του διαγωνισμού PISA –διεθνούς και ελληνικού– την άνοιξη του τρέχοντος έτους. Η διεξαγωγή του διεθνούς διαγωνισμού θα πραγματοποιηθεί από τις 15 Μάρτη έως τις 15 Απρίλη και θα συμμετέχουν 225 Γυμνάσια και Λύκεια της χώρας (με 505 αναπληρωματικά), τα οποία επιλέχθηκαν με «τυχαία δειγματοληψία», με υποχρεωτική συμμετοχή (από πού άραγε προκύπτει αυτό; Από ποια νομοθεσία;). Ο «ελληνικός PISA», που προβλέπεται από τον νόμο 4823/2021 θα διεξαχθεί πιλοτικά αμέσως μετά τις διακοπές του Πάσχα και θα αφορά σε 12.000 μαθητές/τριες πανελλαδικά –6000 της Στ’ Δημοτικού και 6000 της
Γ’ Γυμνασίου.Πολλά έχουν γραφτεί κατά καιρούς για τον συγκεκριμένο διαγωνισμό. Κατά γενική ομολογία, ο διαγωνισμός αυτός που διεξάγεται από το 2000 –η Ελλάδα συμμετέχει σε αυτόν από την αρχή της εφαρμογής του- βάζει έντονη τη σφραγίδα του στη διαμόρφωση των εκπαιδευτικών πολιτικών παγκόσμια, ενώ ταυτόχρονα έχει δεχθεί σφοδρή κριτική για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται τα αποτελέσματά του.
Ας ξεκινήσουμε με την εξής διαπίστωση: ο συγκεκριμένος διαγωνισμός γίνεται υπό την αιγίδα του ΟΟΣΑ, ενός καπιταλιστικού θεσμού που ασχολείται κυρίως με την οικονομική πολιτική, χωρίς να έχει τη νομική δυνατότητα -με τη στενή έννοια του όρου- επιβολής και διαμόρφωσης κυβερνητικών πολιτικών σε εθνικό επίπεδο. Ωστόσο, με πλήθος εκδόσεων, κατατάξεων, δεδομένων, εκθέσεων, αναφορών, οι «συστάσεις» του θεωρούνται αδιαμφισβήτητες, «αντικειμενικές» και κοινός τόπος για τη χάραξη των πολιτικών –και των εκπαιδευτικών. Ο διαγωνισμός PISA είναι ένα ακόμα εργαλείο που τα αποτελέσματά του δεν χωρούν αμφισβήτηση. Κάθε φορά, γίνονται πρώτο θέμα της ειδησεογραφίας, οι εκπρόσωποι του συστήματος κραυγάζουν για την άθλια κατάσταση της εκπαίδευσης –απευθυνόμενοι κυρίως στους εκπαιδευτικούς που ευθύνονται για αυτήν– με την κοινότοπη βέβαια διαπίστωση ότι τα εκπαιδευτικά χάσματα έχουν να κάνουν με τις κοινωκοοικονομικές ανισότητες, οι οποίες όμως με τις κατάλληλες παρεμβάσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα μπορούν να αρθούν. Και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται: τα προβλήματα που δημιουργούν οι ίδιες οι αναδιαρθρώσεις που έχουν εφαρμοστεί -και με αφορμή τα αποτέλεσμα του διαγωνισμού, έρχονται να επιλυθούν με ακόμα πιο σκληρή ταξική αναπροσαρμογή τους. Για τις χαμηλές επιδόσεις φταίει το ότι δεν υπάρχουν αξιόπιστα εξεταστικά συστήματα, συστηματική λογοδοσία και αξιολόγηση, ενώ το εκπαιδευτικό προσωπικό δεν κατανοεί και δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της αγοράς. Αυξάνουμε δηλαδή τη δόση του φαρμάκου, προσδοκώντας ο «ασθενής» να ανταποκριθεί.
Σύμφωνα λοιπόν με την ιστοσελίδα του διαγωνισμού, ο PISA «μετρά την ικανότητα των δεκαπεντάχρονων μαθητών να χρησιμοποιούν τις γνώσεις και της δεξιότητές τους στην ανάγνωση, στα μαθηματικά και στις φυσικά επιστήμες για να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις της πραγματικής ζωής». Ακούγεται ωραίο. Με one-size-fits-all θέματα –θέματα δηλαδή που είναι ίδια για όλες τις χώρες που παίρνουν μέρος, ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες που έχει κάθε εκπαιδευτικό σύστημα- ο ΟΟΣΑ έρχεται να διαπιστώσει αν οι γνώσεις και οι δεξιότητες των μαθητών «κουμπώνουν» με την πραγματική ζωή της αγοράς και των δεξιοτήτων που αυτή χρειάζεται. Με ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών και θέματα που είναι «political correct», αλλά και με ανοιχτού τύπου ερωτήσεις που οι μαθητές πρέπει μέσα σε λίγα λεπτά να διατυπώσουν μία σύντομη άποψη για τα θέμα υπό συζήτηση. Έτσι το 2018 οι μαθητές έπρεπε να απαντήσουν σε ερωτήσεις για μια «φανταστική χώρα» που απειλείται από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας ή να διατυπώσουν άποψη για τη γλωσσική πολιτική απέναντι στις μειονότητες πάλι σε μια φανταστική χώρα –στο όνομα της «ουδετερότητας», με βάση πολύ σύντομα κείμενα και με ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών που θυμίζουν περισσότερο τηλεπαιχνίδι παρά ουσιαστική μαθησιακή διαδικασία. Οι δεκαπεντάχρονοι μαθητές έρχονται να εμπεδώσουν λοιπόν ότι κρίσιμα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά φαινόμενα είναι «ουδέτερα», «ανώνυμα», χωρίς αιτίες και κυρίως με «λύσεις» εντός των ορίων του συστήματος.
Η φετινή «καινοτομία» του διεθνούς διαγωνισμού είναι η εισαγωγή της εξέτασης στη «δημιουργική σκέψη» («creative thinking»). Από το 2012 και μετά, σε κάθε διαγωνισμό προβλέπεται και η εξέταση σε ένα νέο πεδίο στα πλαίσια των «ικανοτήτων του 21ου αιώνα». Για το 2025 το νέο πεδίο θα είναι η εξέταση στον «ψηφιακό κόσμο».
Σύμφωνα λοιπόν με τους διοργανωτές του PISA, «η αξιολόγηση στη δημιουργική σκέψη θα εξετάζει την ικανότητα των μαθητών να δημιουργούν ποικίλες και πρωτότυπες ιδέες, να αξιολογούν και να βελτιώνουν ιδέες, σε ένα εύρος θεμάτων με ερωτήματα ανοιχτού τύπου και επίλυση προβλημάτων». Σύμφωνα με το πλαίσιο του συγκεκριμένου πεδίου που έχει δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα του διαγωνισμού, η «δημιουργική σκέψη» των μαθητών αρχίζει και τελειώνει στο πεντάλεπτο που δίνεται για να γράψει μια σύντομη ιστορία με βάση ένα οπτικό ερέθισμα, ή στις λύσεις που πάλι μέσα σε ένα πεντάλεπτο θα προτείνει ο μαθητής ή η μαθήτρια, για παράδειγμα για την εξοικονόμηση του νερού. Όπως φαίνεται στο συγκεκριμένο παράδειγμα, οι εξεταζόμενοι/ες θα πρέπει να σκεφτούν μια εφαρμογή στο κινητό που θα επιβραβεύει όσους συμβάλλουν στις λύσεις που έχουν σκεφτεί. Πράγματα απλά, νοικοκυρεμένα και κυρίως απογυμνωμένα από κάθε ουσιαστική κριτική για τις αιτίες των προβλημάτων, ενταγμένα σε μια ακραία αγοραία λογική. Γιατί οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας είναι γνωστές για την ευαισθησία τους απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα (ίσως να οφείλεται και στο το ότι η Deutche Telekom είναι μία από τις εταιρείες και τις ΜΚΟ που υποστηρίζουν ευγενικά τον διαγωνισμό…).
Για τον ελληνικό διαγωνισμό PISA
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω πρότυπα, η κυβέρνηση της ΝΔ καθιερώνει τον «ελληνικό» PISA. Έχει ιδιαίτερη σημασία η επιλογή της «ονοματοδοσίας» του συγκεκριμένου διαγωνισμού. Από τη μια, είναι η προσπάθειά της να του δώσει «κύρος» και «αξιοπιστία». Τα αποτελέσματά του θα είναι «αντικειμενικά», μακριά από οποιαδήποτε «υποκειμενική» ή «μεροληπτική» αξιολόγηση των μαθητών/τριών που θα συμμετέχουν σε αυτόν. Τα δεδομένα είναι αμείλικτα, άρα και οι «προτάσεις» προς συμμόρφωση δεν θα χωρούν καμία αμφισβήτηση. Ταυτόχρονα, θα ισχύει και το αντίστροφο: οι συντηρητικές αναδιαρθρώσεις που ήδη έχουν δρομολογηθεί θα δικαιολογούνται από τα αποτελέσματα του διαγωνισμού. Για μια ακόμα φορά η ανάγκη για περισσότερη και πιο «αποτελεσματική» αξιολόγηση, μέτρηση, και προσαρμογή στις αναδιαρθρώσεις. Το γεγονός ότι φέτος προκρίθηκε η πιλοτική εφαρμογή του μάλλον έχει να κάνει περισσότερο με τη δυσκολία χρηματοδότησης ενός τόσο μεγαλεπήβολου project παρά με τις αντιδράσεις που υπάρχουν (προβλέπονται 251.816 ευρώ από το ΕΣΠΑ). Ο νόμος προβλέπει την καθολική εφαρμογή του, και μάλιστα, αν χρειαστεί, σε περισσότερες τάξεις και σε περισσότερα μαθησιακά αντικείμενα. Επίσης, κατεβάζει πολύ χαμηλά το ηλικιακό επίπεδο, κάτι που δεν κάνει ο διεθνής διαγωνισμός, αλλά που θυμίζει άλλες εξετάσεις που κατατάσσουν και κατηγοριοποιούν σχολεία και που γίνονται ακόμα και στις μικρότερες τάξεις της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως τα σταθμισμένα τεστ στις ΗΠΑ ή τα τεστ INVALSI στην Ιταλία. Το «teaching to the test» εμπεδώνεται, επεκτείνεται και γίνεται κύριο στοιχείο μιας εκπαιδευτικής πολιτικής που θεωρεί ότι τα αποτελέσματα και η μέτρησή τους θα φέρουν και τα προσδοκώμενα αποτελέσματα για τη «βελτίωση» της εκπαίδευσης.
Η υπεύθυνη από την πλευρά του ΙΕΠ για τον διαγωνισμό, Χρύσα Σοφιανοπούλου, η οποία είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Πληροφορικής και Τηλεματικής στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, σε συνέντευξή της επισημαίνει ότι «είναι σημαντικό να γίνει σαφές στην εκπαιδευτική κοινότητα ότι τα θέματα των εθνικών διαγνωστικών εξετάσεων θα αναφέρονται στα ισχύοντα Προγράμματα Σπουδών και στα σχολικά εγχειρίδια, σε αυτά δηλαδή που διδάσκονται οι μαθητές. Δεν πρόκειται ούτε για εξετάσεις αριστείας ούτε σε καμία περίπτωση για εξετάσεις σε πεδία που δεν έχουν διδαχθεί ή με τρόπο που δεν έχουν διδαχθεί. Επίσης, η ανωνυμία των απαντήσεων καθώς και ο τρόπος επιλογής του δείγματος των σχολείων διασφαλίζει την αξιοπιστία και την εγκυρότητα. Από τις εθνικές διαγνωστικές εξετάσεις αναμένεται να μάθουμε τι έμαθαν και τι δεν έμαθαν στο σύνολό τους οι μαθητές της χώρας».
Είναι σαφής η προσπάθεια του ΙΕΠ και του Υπουργείου Παιδείας να «καθησυχάσει» τους φόβους για τον διαγωνισμό, ο οποίος έτσι κι αλλιώς είναι διαβόητος στην εκπαιδευτική κοινότητα. Η «ανωνυμία» των τεστ αλλά και η εξέταση «στη διδαγμένη ύλη» σε καμία περίπτωση δεν αναιρούν το γεγονός ότι τα σχολεία που θα συμμετέχουν θα κατηγοριοποιηθούν δημόσια, ότι τα «συμπεράσματα» θα χρησιμοποιηθούν για εφαρμογή ακόμα πιο σκληρών αντιεκπαιδευτικών πολιτικών και αναδιαρθρώσεων. Επίσης, όπως και με τον διεθνή διαγωνισμό, ο ΟΟΣΑ και οι κυβερνήσεις που τον διεξάγουν θεωρούν ότι γίνεται σε «κενό χρόνο» και όχι σε μία περίοδο που όλοι, ακόμα και οι υπερεθνικοί οργανισμοί, διαπιστώνουν ότι τα χρόνια της πανδημίας, το πολύμηνο κλείσιμο των σχολείων σε όλο τον κόσμο και γενικώς τα πολλά προβλήματα που υπάρχουν ακόμα στη λειτουργία των σχολείων έχουν αφήσει βαρύ αποτύπωμα στη μαθησιακή διαδικασία.
Σύσσωμη η εκπαιδευτική κοινότητα, οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς των μαθητών μας, πρέπει να μποϋκοτάρουν τον διαγωνισμό! Έχει μεγάλη σημασία να δοθεί από τώρα μια αποφασιστική μάχη από τα σωματεία των εκπαιδευτικών και τις συλλογικότητες των γονιών για τη μη διεξαγωγή του. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να γίνουν οι μαθητές και οι μαθήτριές μας «πεδία βολής» των αντιδραστικών, αντιεκπαιδευτικών πολιτικών τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.