Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

 Ευθύμης Τσιλικίδης*



Η 94ης Γενική Συνέλευση της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας ολοκληρώθηκε μέσα σε κλίμα έντονης αντιπαράθεσης που διαμόρφωσαν

α) η επικείμενη νομοθέτηση από την κυβέρνηση του απαράδεκτου νέου νόμου για το πειθαρχικό, προκειμένου να τρομοκρατηθούν οι εκπαιδευτικοί και να εφαρμοστεί ανεμπόδιστα η αξιολόγηση, ενάντια στην οποία η συντριπτική πλειοψηφία του συνδικάτου αντιστέκεται σθεναρά εδώ και πολλά χρόνια

β) η αμφιταλάντευση  που δείχνουν μερικοί για τη συνέχιση του αγώνα με την απεργία αποχή και, τέλος

γ) η προχειρότητα στον σχεδιασμό της αντίστασης, καθώς με τον τρόπο που διεξήχθησαν οι εργασίες του συνεδρίου δεν αφιερώθηκε τελικά ο απαραίτητος χρόνος για να ληφθούν ουσιαστικές αποφάσεις για το

πρόγραμμα δράσης που θα υλοποιήσει η Ομοσπονδία στο αμέσως επόμενο διάστημα.

Ένα διάστημα που είναι καθοριστικό όχι μόνο για το ζήτημα της αξιολόγησης – κατηγοριοποίησης – ιδιωτικοποίησης (ως διαδικασία η αξιολόγηση θα πρέπει να παρουσιάζεται άρρηκτα συνδεδεμένη με τη βασική επιδίωξη της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης, την ιδιωτικοποίηση, το πολιτικό ζουμί αυτής της μεταρρύθμισης) αλλά και για την συνδικαλιστική επιβίωση του συνδικάτου, καθώς όπως ορθά επισημάνθηκε στη συνέλευση, αν αξιολόγηση και νέο πειθαρχικό εφαρμοστούν, τότε η Διδασκαλίκή Ομοσπονδία ουσιαστικά θα απολέσει την συνδικαλιστική – πολιτική της ιδιότητα και διεκδικητικότητα και θα καταλήξει να ομοιάζει περισσότερο με πολιτιστικό σύλλογο.     

Με βάση λοιπόν τα παραπάνω και στον απόηχο της 94ης Γενικής Συνέλευσης θέλω να εστιάσω στην παράγραφο 8 του Προγράμματος Δράσης που εισηγήθηκε το Διοικητικό Συμβούλιο. Στην παράγραφο αυτή αναφέρεται:

8. Διοργάνωση, με πρωτοβουλία της Δ.Ο.Ε., σύσκεψης των Προέδρων των Παιδαγωγικών Τμημάτων της Χώρας και των Κοσμητόρων των σχολών για την ανάδειξη της αντιεπιστημονικότητας των ενεργειών της κυβέρνησης.

Πως αξιοποιήθηκαν μέχρι τώρα οι πανεπιστημιακοί; Η ΔΟΕ εδώ και αρκετά χρόνια διοργανώνει ημερίδες, συνέδρια, διαδικτυακές διαλέξεις με τις οποίες οι εκπαιδευτικοί τάξης πανελλαδικά μπορούν να έρχονται σε άμεση επαφή με τους ακαδημαϊκούς. Εκφράζονται απόψεις, απαντώνται ερωτήματα, διεξάγονται γόνιμοι δημόσιοι διάλογοι – μεταξύ άλλων και για την αξιολόγηση, διακινούνται επιστημονικές ιδέες και συμπεράσμτατα στην ευρύτερη εκπαιδευτική κοινότητα. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη σημασία και την επιδραστικότητα αυτών των σημαντικών προσπαθειών. Επιπλέον, ό,τι αναφέρεται ως στόχευση στην παράγραφο 8, δηλαδή η ανάδειξη της αντιεπιστημονικότητας της αξιολόγησης έχει ήδη πραγματοποιηθεί από αρκετούς πανεπιστημιακούς που, πολλές φορές δημόσια, με άρθρα και διαλέξεις  εξέφρασαν ηχηρά την άποψή τους, άσχετα αν η κυβέρνηση κωφεύει. Προφανώς αυτή η κοινή δράση μπορεί να συνεχιστεί, αλλά μήπως θα μπορούσαμε να διερευνήσουμε περαιτέρω γόνιμες συνεργασίες με τους πανεπιστημιακούς; Θα προσπαθήσω να απαντήσω παρακάτω σ’ αυτό το ερώτημα σκιαγραφώντας κάποιες προοπτικές.

Στη χώρα μας σπάνια ήταν παραγωγικές οι επαφές Υπουργείου Παιδείας – Ομοσπονδιών Εκπαιδευτικών. Το Υπουργείο σε δομικά ζητήματα της εκπαίδευσης –συγγραφή αναλυτικών προγραμμάτων, επιλογή εγχειριδίων, κατάστρωση ωρολόγιων προγραμμάτων κ.α.- δε λάμβανε υπόψη τη γνώμη των εκπαιδευτικών: ο ρόλος τους είναι για το Υπουργείο κυρίως διεκπεραιωτικός και αφορά την «διδακτική πλαισίωση». Η συμμετοχή ενός μικρού αριθμού εκπαιδευτικών σε κάποιες έρευνες ή προσχηματικά πιλοτικά προγράμματα δεν άλλαξε αυτό το κυρίαρχο μοτίβο. Η ερευνητική δουλειά που γίνεται στα ελληνικά σχολεία είναι περιορισμένη και τα αναλυτικά προγράμματα ή τα προγράμματα σπουδών μπορούν να εναλλάσσονται χωρίς να υπάρχουν αξιολογικά δεδομένα από τα οποία να προκύπτουν επιστημονικά συμπεράσματα για τα αποτελέσματα της εφαρμογής τους (βλ. Γρόλλιος 2025, Τα προγράμματα του Δημοτικού Σχολείου 20003-2021). Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια τα πράγματα χειροτέρεψαν: με τη μονομερή απόφαση και στη συνέχεια νομοθέτηση της αξιολόγησης κατηγοριοποίησης ιδιωτικοποίησης, τη σθεναρή αντίσταση που προέβαλλε η συντριπτική πλειοψηφία, τη διαρκή μείωση της αγοραστικής δύναμης που οδηγεί σε μισθολογικά αιτήματα και τις υπόλοιπες διεκδικήσεις των εκπαιδευτικών η κυβέρνηση επέλεξε απέναντί τους μια στάση ακόμη πιο αδιάλλακτη. Ο διμερής διάλογος εξαφανίστηκε, οι υπουργοί συχνά δεν δέχονταν καν να καθίσουν μαζί τους στο ίδιο τραπέζι και η ρήξη Υπουργείου – Ομοσπονδιών θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ολική.  

Ωστόσο, η επιλογή της κυβέρνησης να αγνοεί σταθερά τα αιτήματα των εκπαιδευτικών και να προβαίνει σε δομικές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις αποφασίζοντας μονομερώς και νομοθετώντας χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη γνώμη τους συνιστά στην ουσία δημοκρατική εκτροπή. 

Εξηγούμαι: γνωρίζουμε ότι ο σχεδιασμός της εκπαιδευτικής πολιτικής ενός κόμματος δεν προκύπτει από ευρύτερες δημοκρατικές διαδικασίες, δεν είναι προϊόν πολιτικής σύμπραξης αντίπαλων πολιτικών μερών. Σχεδόν πάντα εναρμονίζεται με τα ιδεολογικά πολιτικοοικονομικά προτάγματα του κυβερνώντος κόμματος και αυτή είναι η θεμελιακή προϋπόθεση για την κατάρτιση του. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά τη λαϊκή νομιμοποίηση του προγράμματος, η κυβέρνηση -κάθε ελληνική κυβέρνηση- δεν εκλέγεται εξαιτίας της εκπαιδευτικής της πολιτικής. Τα επίδικα πολιτικά ζητήματα που καθορίζουν σε μεγάλο ποσοστό τη λαϊκή εκλογική ετυμηγορία είναι συνήθως άλλα: αφορούν κυρίως την οικονομική και εξωτερική πολιτική (π.χ. μνημόνια, Συμφωνία των Πρεσπών κλπ.). Επίσης, ενδεικτικό για την ήσσονα σημασία του κομματικού σχεδιασμού για την εκπαίδευση είναι το γεγονός ότι ποτέ οι κομματικοί τομεάρχες Παιδείας δεν είχαν άμεση ανέλιξη εξαιτίας του έργου τους ούτε οι μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία κέρδιζαν προεκλογικά τη μεγαλύτερη δημοσιογραφική προβολή. Στην πράξη, αν το κόμμα γίνει κυβέρνηση, το πρόγραμμα που συνήθως συντάσσεται από κάποια κομματικά στελέχη κι έναν κλειστό κύκλο ομοϊδεατών ειδικών γίνεται νόμος του κράτους και μόνο το τυπικό 15νθήμερο της ηλεκτρονικής διαβούλευσης μέχρι την τελική ψήφισή του στη Βουλή απομένει για να τροποποιηθεί, συνήθως σε ελάσσονος σημασίας λεπτομέρειες.

Άρα η κομματική – κυβερνητική λήψη αποφάσεων για την Παιδεία στη χώρα μας δεν συνιστά ποτέ σύνθεση, δεν είναι ποτέ παράγωγο δημοκρατικού διαλόγου. Το Υπουργείο βάζει στην άκρη τους εκπαιδευτικούς αδιαφορώντας για τις θέσεις τους και, επικαλούμενο μια λαϊκή εντολή που δεν έχει θέσει στην πρώτη γραμμή τα ζητήματα δημόσιας εκπαίδευσης αποκτά με την εκλογή του τη δυνατότητα να προβαίνει σε τεράστιας ιστορικής βαρύτητας και σημασίας μεταρρυθμίσεις όπως η αξιολόγηση – κατηγοριοποίηση – ιδιωτικοποίηση, που κλονίζουν και αμφισβητούν τον ίδιο τον δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης, χωρίς δημοκρατικό διάλογο.

Δεν ακολουθείται όμως ο ίδιος τρόπος λήψης αποφάσεων σε άλλες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, π.χ. στον ευρωπαϊκό βορρά. Το 2008, ευρισκόμενοι σε εκπαιδευτική εκδρομή στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, 80 μετεκπαιδευόμενοι εκπαιδευτικοί Π.Ε. του Διδασκαλείου ΑΠΘ «Δημήτρης Γληνός» παρακολουθήσαμε δια ζώσης τον πρώην πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Παιδείας της Σουηδίας να μας λέει ότι για τις μεγάλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στη χώρα του δεν λαμβάνει αποφάσεις μόνη η κυβερνηση. Συγκαλεί αρχικά διάλογο με ποικίλες μορφές (συνέδρια, εκπομπές, βιβλιογραφία, φόρουμ κλπ) στο οποίο συμμετέχουν όλοι οι συναρμόδιοι φορείς εκπαίδευσης. Ο διάλογος μπορεί να κρατήσει χρόνια, η κυβέρνηση συγκεντρώνει τα καταληκτικά συμπεράσματα και νομοθετεί στο τέλος. Οι αποφάσεις εφαρμόζονται για αρκετά χρόνια και ταυτόχρονα συγκεντρώνονται ερευνητικά δεδομένα που θα χρειαστούν για την αξιολόγηση των αποφάσεων και τον περαιτέρω επιστημονικό διάλογο.

Ασφαλώς δεν μπορεί να γίνει καμία σύγκριση με την Ελλάδα. Ωστόσο, με αυτά τα δεδομένα μπορεί να στοιχειοθετηθεί μια συνδικαλιστική πρόταση: η ΔΟΕ μπορεί να συγκαλέσει ένα συνέδριο με κορυφαίους εκπροσώπους όλων των πολιτικών κομμάτων και φορέων εκπαίδευσης με σκοπό να τους δεσμεύσει στην υιοθέτηση ενός παρόμοιου αιτήματος. Να θεσμοθετηθεί, δηλαδή, στη χώρα, με νόμο του Κράτους, η διεξαγωγή πριν τη νομοθέτηση μεγάλων εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων ενός ευρύ κοινωνικού διαλόγου με συμμετέχοντες όλους τους συναρμόδιους φορείς: το Υπουργείο Παιδείας, τις Ομοσπονδίες των Εκπαιδευτικών, τους Πανεπιστημιακούς Παιδαγωγούς, τη Συνομοσπονδία Γονέων της χώρας και την ΚΕΔΕ, το συνδικαλιστικό όργανο των Δήμων. Κατά τη διάρκεια αυτού του εκτενούς διαλόγου θα λαμβάνονται οι μεγάλες αποφάσεις, των οποίων η εφαρμογή θα πρέπει να συνοδεύεται από έρευνες. Έτσι το πάγιο πλέον αλλά αναποτελεσματικό αίτημα – παράπονο των εκπαιδευτικών για διάλογο με το Υπουργείο θα καλυφθεί θεσμικά, γιατί Πανεπιστημιακοί και εκπαιδευτικοί θα λάβουν τη θέση που τους αρμόζει στη λήψη αποφάσεων για την Παιδεία στη χώρα, η κυβέρνηση θα πάψει να έχει οποιονδήποτε λόγο, προσχηματικό και μη, να εξαρτάται από ξένους παράγοντες όπως ο ΟΟΣΑ και, επιτέλους, θα δείξει την προσήκουσα εμπιστοσύνη στο πανεπιστημιακό προσωπικό της χώρας που θα αξιοποιηθεί και πολιτικά, ο λαός θα συμμετέχει στον διάλογο για τη δημόσια εκπαίδευση μέσω της Συνομοσπονδίας Γονέων, οι Δήμοι θα εκθέτουν δημόσια τις θέσεις τους και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν.

Μπορούμε να εγγυηθούμε ότι αυτή η μερική δημοκρατική εμβάθυνση θα φέρει τα βέλτιστα αποτελέσματα στην εκπαίδευση; Προφανώς όχι, μια θεσμική βελτίωση δεν μπορεί να οδηγήσει στη συλλογική χειραφέτηση, όσο ριζοσπαστική κι αν είναι αυτή.  Ωστόσο, με τον κοινωνικό διάλογο θα ξεφύγουμε από το πολιτικό τέλμα του αυταρχισμού και των αμιγώς κομματικών αποφάσεων για τις μεγάλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Και, ασφαλώς, θα αξιοποιηθούν περαιτέρω οι πανεπιστημιακοί, που θα έχουν κομβικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία.

Μια δεύτερη πρόταση για μια πιο παραγωγική συνεργασία πανεπιστημιακών παιδαγωγών και εκπαιδευτικών είναι η επέκταση των ερευνητικών δραστηριοτήτων εκτός από τα συνεργαζόμενα  με τα παιδαγωγικά τμήματα πειραματικά σε όλα τα δημόσια σχολεία. Πιο συγκεκριμένα, εννοώ τη συστηματική, περιοδική διεξαγωγή ερευνών σε κάθε δημόσιο σχολείο με τρεις στόχους: α) την απόκτηση αναγκαίων ερευνητικών δεδομένων για όλες τις υποδομές και δραστηριότητες που αφορούν το εκπαιδευτικό έργο, π.χ. τα σχολικά εγχειρίδια, τις μεθόδους διδασκαλίας, την κατάρτιση των εκπαιδευτικών κλπ. Σε αυτά τα ερευνητικά δεδομένα θα μπορούν να στηριχτούν όλες οι παρεμβάσεις που θα πρέπει να γίνουν στην εκπαίδευση, να ελεγχθούν οι εφαρμοζόμενες μεταρρυθμίσεις και να αποφασιστούν οι επόμενες β) την ενεργό εμπλοκή όλων των εκπαιδευτικών με την έρευνα η οποία θα βελτιώσει τις ακαδημαϊκές και συνεργατικές επαγγελματικές τους δεξιότητες, θα ενισχύσει την επιστημονική εποπτεία του χώρου τους και ταυτόχρονα την επαγγελματική τους αυτοεκτίμησή και γ) τον εμπλουτισμό του ερευνητικού έργου που διεξάγεται στη χώρα και, κατά συνέπεια, την καλύτερη υποστήριξη του έργου των πανεπιστημιακών δασκάλων.

Οι έρευνες μπορούν να διεξάγονται υπό τον οργανωτικό συντονισμό των πανεπιστημιακών σε επίπεδο σχολείου, διευθύνσεων εκπαίδευσης ή και πανελλαδικά και να είναι ετήσιες ή μακροχρόνιες. Η καθολική συμμετοχή των σχολείων θα πρέπει να είναι υποχρεωτική, χωρίς ωστόσο να επιβαρύνει το παραδοσιακό εκπαιδευτικό έργο. Επίσης, θα πρέπει να υπάρξει μια αναθεώρηση των αρμοδιοτήτων των στελεχών εκπαίδευσης ώστε να διευκολυνθεί ο σχεδιασμός και η πραγματοποίηση των ερευνών. Και, τέλος, πιθανόν να χρειαστεί να αυξηθεί ο αριθμός των  εκπαιδευτικών που αποσπώνται ως βοηθητικό προσωπικό στα πανεπιστήμια. Σε κάθε περίπτωση όλες οι τελικές ρυθμίσεις και λεπτομέρειες θα συζητηθούν και θα αποφασιστούν από τους συνεργαζόμενους φορείς.

Αν τα σχολεία οργανωθούν στην κατεύθυνση των ερευνητικών δραστηριοτήτων, η εμπλοκή των εκπαιδευτικών θα συμβάλλει στη βελτίωση των ικανοτήτων τους πολύ περισσότερο από ό,τι η κυβέρνηση διακηρύσσει ότι αυτό επιτυγχάνεται με την αξιολόγηση. Άλλωστε τα μειονεκτήματα που εισάγει η αξιολόγηση στην καθημερινότητα των εκπαιδευτικών (π.χ. ο υποκειμενισμός και η μεροληπτικότητα του αξιολογητή, η βίαιη προσαρμογή του εκπαιδευτικού έργου στις ανάγκες της αξιολόγησης, η μείωση του αισθήματος επάρκειας των εκπαιδευτικών, η γραφειοκρατική επιβάρυνση, η μονομερής απασχόληση στελεχών, η ενίσχυση του ενδοσχολικού ανταγωνισμού μεταξύ συναδέλφων κλπ.) είναι ήδη ορατά, πριν καν προχωρήσουμε στα καταστροφικά στάδια της κατηγοριοποίησης και ιδιωτικοποίησης.

Αντιθέτως, η έρευνα δε φαίνεται να έχει ορατά μειονεκτήματα, πέρα από τον χρόνο που θα πρέπει να αφιερωθεί στην οργάνωση και την διεξαγωγή της. Συνεπώς, εκτός από την επωφελή συνεργασία με τους πανεπιστημιακούς, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η διεξαγωγή της έρευνας θα μπορούσε να αντικαταστήσει πλήρως την αξιολόγηση στη δημόσια εκπαίδευση και να εξαλείψει τα σοβαρά προβλήματα που δημιουργεί.

Αν οι Ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών συνεργαστούν τελικά με τους πανεπιστημιακούς δασκάλους στις κατευθύνσεις που προσπάθησα να περιγράψω, προϋπόθεση για να υπάρξει κάποιο θετικό αποτέλεσμα θα είναι να δεχτεί η ελληνική κυβέρνηση να αναθεωρήσει πλήρως τον τρόπο λήψης αποφάσεών της στα εκπαιδευτικά ζητήματα. Ο  σπουδαίος Βραζιλιάνος παιδαγωγός Paulo Freire υποστήριζε πως “κάθε πολιτικό πρόβλημα είναι πρόβλημα ηθικής”. Είναι αυτονόητο ότι δε συνιστά δημοκρατική ηθική να επιβάλλεις σοβαρές εκπαιδευτικές αλλαγές με μονομερείς αποφάσεις. Οι Ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών σε συνεργασία με τους πανεπιστημιακούς δασκάλους έχουν τη δύναμη να μεταφέρουν σε όλη την ελληνική κοινωνία και στο Κοινοβούλιο το αίτημα της συναπόφασης και να προκαλέσουν τις απαραίτητες θεσμικές αλλαγές στην κατεύθυνση του δημοκρατικού σχεδιασμού της εκπαιδευτικής πολιτικής.

Δεν αποκλείεται κάποιοι να προσπεράσουν βιαστικά τις παραπάνω προτάσεις όχι γιατί δεν είναι δίκαιες ή εφαρμόσιμες, αλλά γιατί θα θεωρήσουν ότι είναι απίθανο να τις συζητήσει η κυβέρνηση. Ίσως έχουν δίκιο, αλλά αν θυμηθούμε τη δράση του συνδικάτου στη δεκαετία του 70 και του 80, είναι πολύ πιθανό να δεσμευτεί να τις υιοθετήσει η επόμενη κυβέρνηση. Η ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης έχει να μας προσφέρει αρκετά παραδείγματα δικαίωσης προτάσεων που υποστήριξε διαχρονικά το εκπαιδευτικό κίνημα. Ας διερευνήσουμε, λοιπόν, περαιτέρω αυτές τις προοπτικές κι ας οπλιστούμε με επιμονή. Ποτέ δεν είναι αργά για τον εκδημοκρατισμό της ελληνικής εκπαίδευσης.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Γρόλλιος, Γιώργος, (2025). Τα Προγράμματα Σπουδών του Δημοτικού Σχολείου 2003 – 2025. Αθήνα: Gutenberg.

-Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδας, (2025) Οριστική Ημερήσια Διάταξη 94ης Γενικής Συνέλευσης, Αθήνα, 13-06-2025.  

-Freire, Paulo (2021). Παιδαγωγική της Αλληλεγγύης (μτφρ. Σ. Τσιάκαλου). Θεσ/νίκη: Επίκεντρο.  

*Ο Ευθύμης Τσιλικίδης είναι δάσκαλος, μέλος του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Π.Ε. Σερρών

Πηγή: https://www.e-lesxi.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.