Τον μακρινό Μάρτιο του 1998, ο Μάικ Κάμερον, μαθητής της
τρίτης τάξης στο Λύκειο Γκρηνμπράιερ, στο ‘Εβανς της Τζόρτζια εμφανίστηκε στο
σχολείο φορώντας ένα μπλε-κόκκινο μπλουζάκι με το λογότυπο της Pepsi Cola. Την
ημέρα εκείνη υψηλόβαθμα στελέχη της Coca Cola πραγματοποιούσαν επίσκεψη στο
σχολείο στο πλαίσιο της «Ημέρας της Coca Cola στην Εκπαίδευση». Το σχολείο
θεώρησε ότι η συμπεριφορά του Μάικ ήταν προσβλητική αφού αποκάλυψε το μπλουζάκι
Pepsi που φορούσε την ώρα που έβγαζαν την ομαδική αναμνηστική ομαδική
φωτογραφία με τους εκπροσώπους της Coca Cola και τους υπόλοιπους μαθητές, οι
οποίοι είχαν στοιχηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να διαβάζεται η λέξη «Κόκα» (Coke).
Αποτέλεσμα: ο Μάικ πήρε ημερήσια αποβολή.
Το περιστατικό αυτό, όσο σουρεαλιστικό κι αν ακούγεται, εγείρει μια σειρά ερωτημάτων σχετικά με τη διείσδυση της αγοράς στα δημόσια σχολεία. Στο κέντρο αυτών των ερωτημάτων βρίσκεται η πεποίθηση ότι το σχολείο αποτελεί άλλη μια σφαίρα εμπορευματοποίησης, ένα σχεδόν «ανεκμετάλλευτο» τοπίο όπου η αγορά επιχειρεί να διεισδύσει επιδιώκοντας το κέρδος. Οι ιδιωτικές εταιρίες διαφημίζουν τις «αγαθές» τους προθέσεις μέσα από χρηματοδοτήσεις για έρευνα, δωρεές εξοπλισμού, υποτροφίες και εκδηλώσεις, πάντοτε με το ανάλογο αντάλλαγμα: πελατεία, καταναλωτές για το προϊόν τους, επιρροή στο αναλυτικό πρόγραμμα, χειραγώγηση της έρευνας, κλπ. Οι μαθητές/φοιτητές αντιμετωπίζονται πλέον ως πελάτες, οι στόχοι της παιδείας αλλάζουν ριζικά για να υπηρετήσουν όχι τη διαμόρφωση ενεργών και κριτικά σκεπτόμενων πολιτών αλλά την απόκτηση πολύ περιορισμένων δεξιοτήτων που δεν εξασφαλίζουν συνήθως παρά μια κακοπληρωμένη και επισφαλή εργασία.
Η εμπειρία από τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ήδη πολύ πλούσια από την πρωτοβάθμια μέχρι την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η αποστολή του σχολείου και του πανεπιστημίου επαναπροσδιορίζεται με όρους αγοράς εργασίας. Η γνώση θεωρείται πλέον εμπόρευμα και έχει αξία μόνον όταν είναι «χρηστική» και εμπορεύσιμη. Τα δίδακτρα αποτελούν το αντίτιμο για το προϊόν που πουλάει το πανεπιστήμιο. Ο Μίλτον Φρίντμαν, κάποτε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και γκουρού του νεοφιλελευθερισμού υποστήριζε ότι το «πανεπιστήμιο πουλάει μόρφωση και οι φοιτητές αγοράζουν μόρφωση. Όπως συμβαίνει στις περισσότερες ιδιωτικές αγορές, και οι δύο πλευρές έχουν δυνατό κίνητρο να υπηρετήσουν η μία την άλλη. Αν το πανεπιστήμιο δεν παρέχει το είδος της εκπαίδευσης που θέλουν οι φοιτητές του, εκείνοι μπορούν να πάνε αλλού. Οι φοιτητές θέλουν η επένδυσή τους να αποδίδει τα μέγιστα». Ο Φρίντμαν παραθέτει την εκτίμηση ενός φοιτητή από το ελίτ Κολέγιο του Ντάρτμουθ ο οποίος υποστηρίζει ότι «όταν βλέπεις ότι η κάθε παράδοση κοστίζει 35 δολάρια1 και σκέφτεσαι ένα από το άλλα πράγματα που θα μπορούσες να κάνεις με αυτά τα 35 δολάρια, φροντίζεις να πας σίγουρα σε αυτή την παράδοση.»
Καλωσήλθατε στη νεοφιλελεύθερη εκπαίδευση! Μια εκπαίδευση όπου το όραμα και οι σκοποί της συμμορφώνονται με τις επιταγές της αγοράς καθιστώντας το σχολείο απλό οργανισμό μετάδοσης πληροφοριών και δεξιοτήτων. Διαμορφώνεται έτσι μια πραγματικότητα όπου οι αξίες της αγοράς θριαμβεύουν στον αγώνα της σχολικής καθημερινότητας, μια πραγματικότητα όπου οι μαθητές εθίζονται στο λόγο και τις πρακτικές του καταναλωτισμού, του ανταγωνισμού, και του ατομικισμού. Η αγορά είναι εκείνη που υπαγορεύει τις αξίες της στην κοινωνία και όχι το αντίθετο. Ο καπιταλισμός στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του θέτει ως προτεραιότητα μια διαφορετικού τύπου εκπαίδευση η οποία αποσκοπεί στη μηχανοποίηση, την αυτοματοποίηση και την ποσοτικοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, επιβάλλοντας ένα νέο καθεστώς καταπίεσης. Η ποσοτικοποίηση και η εμμονή στην αποτελεσματικότητα και τα μετρήσιμα μεγέθη κάθε άλλο παρά έχουν ως στόχο να βελτιωθεί η δημόσια εκπαίδευση. Το σχολείο, λειτουργώντας όλο και περισσότερο σαν φυλακή ή σαν εργοστάσιο μετατρέπεται σταδιακά σε μια μορφή νεκρού χρόνου όπου δολοφονείται η φαντασία, η δημιουργικότητα και η ελεύθερη σκέψη μαθητών και εκπαιδευτικών. Η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα έχει μετατρέψει την εκπαίδευση σε «πράγμα», σε «αντικείμενο» και μέσα από στοχευμένες πολιτικές την απογυμνώνει σιγά-σιγά από τον ανθρωπιστικό της χαρακτήρα.
Τι φέρνει η κυβέρνηση Τραμπ
Το «όραμα» των συντηρητικών για την παιδεία ήταν και παραμένει δυστοπικό. Παρόλο που η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση στην εκπαίδευση έχει ξεκινήσει απο τη δεκαετία του ’80 και υπηρετείται πιστά από ρεπουμπλικάνους και δημοκρατικούς, τα πρώτα δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης Τραμπ διαμορφώνουν ένα εφιαλτικό μοντέλο που απαξιώνει τη δημόσια παιδεία, δίνει έμφαση στη σχολική επιλογή, καθορίζεται από την αγορά, είναι αυταρχικό, τιμωρητικό και μιλιταριστικό, συντηρεί βαθιές καπιταλιστικές αξίες και βλάπτει τους μαθητές της μεσαίας και κυρίως της εργατικής τάξης καθώς και τους έγχρωμους μαθητές. Η σταδιακή κατάληψη της δημόσιας εκπαίδευσης από τον ιδιωτικό τομέα, θεμελιώνει τις βάσεις για μια κατάσταση όπου οι μαθητές/φοιτητές και εκπαιδευτικοί έχουν χάσει την αυτονομία τους αλλά και τον έλεγχο πανω στο ίδιο τους το σώμα και το μυαλό τους. Μια εκπαίδευση όπου, ως καταναλωτές πληροφορίας θα μπορούν να αγοράζουν την επιβίωσή τους πουλώντας τις δεξιότητές τους. Μια εκπαίδευση που θα τους διδάσκει πάνω απ’όλα υπακοή και συμμόρφωση.
H εμπορευματοποίηση, η ιδιωτικοποίηση και ο αυταρχισμός είναι κεντρικές έννοιες στη χάραξη της νέας εκπαιδευτικής πολιτικής. Ο προϋπολογισμός για την παιδεία που ανακοίνωσε ο Τραμπ το Μάρτιο είναι μειωμένος κατά 9 δις (δηλαδή κατά 13%) ενώ 1,4 δις προορίζονται για τη λεγόμενη «σχολική επιλογή». Ο διορισμός της Μπέτσυ ΝτεΒός, μιας πολυεκατομμυριούχου χορηγού της θρησκευτικής δεξιάς ως υπουργού παιδείας δεν είναι τυχαία. Η εκπαιδευτική της ατζέντα διαμορφώνεται με βάση το «τι θέλει ο Θεός για τον κόσμο». Η ΝτεΒός και τα παιδιά της έχουν φοιτήσει σε ιδιωτικά χριστιανικά σχολεία, ενώ τόσο η ίδια όσο και ο σύζυγός της έχουν κάνει δωρεές σε οργανώσεις χριστιανικής παιδείας που φτάνουν τα 8,6 εκατομμύρια δολάρια. Έχει ήδη αναβάλει την εφαρμογή δύο σημαντικότατων αποφάσεων που αφορούν στην προστασία των φοιτητών από ληστρικά κερδοσκοπικά ιδιωτικά κολλέγια και από ανεκπλήρωτες υποσχέσεις για επικερδή εργασία. Έχει επίσης ήδη υπαναχωρήσει στο ζήτημα των πολιτικών δικαιωμάτων (με την ακύρωση διάταξεων που προστατεύουν διεμφυλικούς μαθητές και αποτρέπουν την επιβολή αυστηρότερων τιμωριών σε αφροαμερικανούς μαθητές). Η ΝτεΒός θέλει να επιβάλει περικοπές εκατομμυρίων δολλαρίων στον προϋπολογισμό των δημοσίων σχολείων, καταργώντας σημαντικά προγράμματα επιμόρφωσης για τους εκπαιδευτικούς, προγράμματα μελέτης και εξωσχολικών δραστηριοτήτων καθώς και καλοκαιρινά προγράμματα που απευθύνονται κυρίως σε φτωχούς μαθητές και διευκολύνουν τους εργαζόμενους γονείς τους. Αντίθετα, επενδύει στην ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης μέσω της περίφημης «σχολικής επιλογής.»
Το «όραμα» των συντηρητικών για την παιδεία ήταν και παραμένει δυστοπικό. Παρόλο που η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση στην εκπαίδευση έχει ξεκινήσει απο τη δεκαετία του ’80 και υπηρετείται πιστά από ρεπουμπλικάνους και δημοκρατικούς, τα πρώτα δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης Τραμπ διαμορφώνουν ένα εφιαλτικό μοντέλο που απαξιώνει τη δημόσια παιδεία, δίνει έμφαση στη σχολική επιλογή, καθορίζεται από την αγορά, είναι αυταρχικό, τιμωρητικό και μιλιταριστικό, συντηρεί βαθιές καπιταλιστικές αξίες και βλάπτει τους μαθητές της μεσαίας και κυρίως της εργατικής τάξης καθώς και τους έγχρωμους μαθητές. Η σταδιακή κατάληψη της δημόσιας εκπαίδευσης από τον ιδιωτικό τομέα, θεμελιώνει τις βάσεις για μια κατάσταση όπου οι μαθητές/φοιτητές και εκπαιδευτικοί έχουν χάσει την αυτονομία τους αλλά και τον έλεγχο πανω στο ίδιο τους το σώμα και το μυαλό τους. Μια εκπαίδευση όπου, ως καταναλωτές πληροφορίας θα μπορούν να αγοράζουν την επιβίωσή τους πουλώντας τις δεξιότητές τους. Μια εκπαίδευση που θα τους διδάσκει πάνω απ’όλα υπακοή και συμμόρφωση.
H εμπορευματοποίηση, η ιδιωτικοποίηση και ο αυταρχισμός είναι κεντρικές έννοιες στη χάραξη της νέας εκπαιδευτικής πολιτικής. Ο προϋπολογισμός για την παιδεία που ανακοίνωσε ο Τραμπ το Μάρτιο είναι μειωμένος κατά 9 δις (δηλαδή κατά 13%) ενώ 1,4 δις προορίζονται για τη λεγόμενη «σχολική επιλογή». Ο διορισμός της Μπέτσυ ΝτεΒός, μιας πολυεκατομμυριούχου χορηγού της θρησκευτικής δεξιάς ως υπουργού παιδείας δεν είναι τυχαία. Η εκπαιδευτική της ατζέντα διαμορφώνεται με βάση το «τι θέλει ο Θεός για τον κόσμο». Η ΝτεΒός και τα παιδιά της έχουν φοιτήσει σε ιδιωτικά χριστιανικά σχολεία, ενώ τόσο η ίδια όσο και ο σύζυγός της έχουν κάνει δωρεές σε οργανώσεις χριστιανικής παιδείας που φτάνουν τα 8,6 εκατομμύρια δολάρια. Έχει ήδη αναβάλει την εφαρμογή δύο σημαντικότατων αποφάσεων που αφορούν στην προστασία των φοιτητών από ληστρικά κερδοσκοπικά ιδιωτικά κολλέγια και από ανεκπλήρωτες υποσχέσεις για επικερδή εργασία. Έχει επίσης ήδη υπαναχωρήσει στο ζήτημα των πολιτικών δικαιωμάτων (με την ακύρωση διάταξεων που προστατεύουν διεμφυλικούς μαθητές και αποτρέπουν την επιβολή αυστηρότερων τιμωριών σε αφροαμερικανούς μαθητές). Η ΝτεΒός θέλει να επιβάλει περικοπές εκατομμυρίων δολλαρίων στον προϋπολογισμό των δημοσίων σχολείων, καταργώντας σημαντικά προγράμματα επιμόρφωσης για τους εκπαιδευτικούς, προγράμματα μελέτης και εξωσχολικών δραστηριοτήτων καθώς και καλοκαιρινά προγράμματα που απευθύνονται κυρίως σε φτωχούς μαθητές και διευκολύνουν τους εργαζόμενους γονείς τους. Αντίθετα, επενδύει στην ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης μέσω της περίφημης «σχολικής επιλογής.»
Ο μύθος της σχολικής επιλογής
Η έννοια της επιλογής είναι κεντρική στο νεοφιλελεύθερο σχολείο. Τα σχολεία επιλογής (ή ανάδοχα σχολεία- charter schools) δημιουργήθηκαν ως εναλλακτική λύση στα δημόσια σχολεία για τα παιδιά που έχουν «κακές» εκπαιδευτικές επιλογές στις γειτονιές τους. Πρόκειται για ένα παράλληλο ιδιωτικό εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο στηρίζεται με δημόσιο χρήμα. Στην ουσία, αντί να χρησιμοποιείται το δημόσιο χρήμα για τη βελτίωση του δημόσιου σχολείου, διοχετεύεται στα σχολεία επιλογής, τα οποία λειτουργούν με βάση το πρότυπο των επιχειρήσεων και οι μαθητές αντιμετωπίζονται ως προϊόντα. Στην κριτική που έχει διατυπωθεί ενάντια στα σχολεία επιλογής, συμπεριλαμβάνονται α) ο αδιαφανής τρόπος λειτουργίας τους: χαλαρή έως ανύπαρκτη επίβλεψη, οικονομικά και άλλα σκάνδαλα, κερδοσκοπία β) η παραβίαση της θεμελιώδους συνταγματικής αρχής του διαχωρισμού μεταξύ εκκλησίας και κράτους γ) οι ρατσιστικές πρακτικές επιλογής μαθητών δ) παρουσίαση ψευδών στοιχείων επιδόσεων των μαθητών για την εξασφάλιση συνεχούς χρηματοδότησης και ε) πρόσληψη εκπαιδευτικών που δεν έχουν τα κατάλληλα προσόντα.
Η ΝτεΒός είναι υπέρμαχος της σχολικής επιλογής και κυρίως των δημόσια χρηματοδοτούμενων αλλά ιδιωτικά διαχειριζόμενων σχολείων επιλογής. Η κυβέρνηση Τραμπ σκοπεύει να επεκτείνει τις ιδιωτικοποιήσεις, συμπεριλαμβάνοντας κουπόνια, ραγδαία αύξηση των σχολείων επιλογής, ψηφιακά σχολεία, κυβερνοσχολεία, κατ’οίκον σχολική εκπαίδευση, και οποιαδήποτε άλλη δυνατή εναλλακτική λύση στη δημόσια εκπαίδευση. Η ΝτεΒός έχει δηλώσει πως η δημόσια εκπαίδευση είναι «αδιέξοδο» και ότι «το κράτος είναι ένα χάλι.»
Η έννοια της επιλογής είναι κεντρική στο νεοφιλελεύθερο σχολείο. Τα σχολεία επιλογής (ή ανάδοχα σχολεία- charter schools) δημιουργήθηκαν ως εναλλακτική λύση στα δημόσια σχολεία για τα παιδιά που έχουν «κακές» εκπαιδευτικές επιλογές στις γειτονιές τους. Πρόκειται για ένα παράλληλο ιδιωτικό εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο στηρίζεται με δημόσιο χρήμα. Στην ουσία, αντί να χρησιμοποιείται το δημόσιο χρήμα για τη βελτίωση του δημόσιου σχολείου, διοχετεύεται στα σχολεία επιλογής, τα οποία λειτουργούν με βάση το πρότυπο των επιχειρήσεων και οι μαθητές αντιμετωπίζονται ως προϊόντα. Στην κριτική που έχει διατυπωθεί ενάντια στα σχολεία επιλογής, συμπεριλαμβάνονται α) ο αδιαφανής τρόπος λειτουργίας τους: χαλαρή έως ανύπαρκτη επίβλεψη, οικονομικά και άλλα σκάνδαλα, κερδοσκοπία β) η παραβίαση της θεμελιώδους συνταγματικής αρχής του διαχωρισμού μεταξύ εκκλησίας και κράτους γ) οι ρατσιστικές πρακτικές επιλογής μαθητών δ) παρουσίαση ψευδών στοιχείων επιδόσεων των μαθητών για την εξασφάλιση συνεχούς χρηματοδότησης και ε) πρόσληψη εκπαιδευτικών που δεν έχουν τα κατάλληλα προσόντα.
Η ΝτεΒός είναι υπέρμαχος της σχολικής επιλογής και κυρίως των δημόσια χρηματοδοτούμενων αλλά ιδιωτικά διαχειριζόμενων σχολείων επιλογής. Η κυβέρνηση Τραμπ σκοπεύει να επεκτείνει τις ιδιωτικοποιήσεις, συμπεριλαμβάνοντας κουπόνια, ραγδαία αύξηση των σχολείων επιλογής, ψηφιακά σχολεία, κυβερνοσχολεία, κατ’οίκον σχολική εκπαίδευση, και οποιαδήποτε άλλη δυνατή εναλλακτική λύση στη δημόσια εκπαίδευση. Η ΝτεΒός έχει δηλώσει πως η δημόσια εκπαίδευση είναι «αδιέξοδο» και ότι «το κράτος είναι ένα χάλι.»
Νεοφιλελευθερισμός και αυταρχισμός
Στα σχολεία επιλογής που τόσο λατρεύουν ο Τραμπ και η ΝτεΒός, η πειθαρχία και ο έλεγχος αποτελούν θεμελιώδη εργαλεία. Είναι χαρακτηριστικό το πρόσφατο παράδειγμα των δύο αφροαμερικανών κοριτσιών στο Μώλντεν της Μασαχουσέττης (σε σχολείο επιλογής), τα οποία μετά από δύο εβδομάδες συνεχόμενης τιμωρίας, αποβλήθηκαν από τις αθλητικές τους δραστηριότητες και αποκλείστηκαν από τον ετήσιο χορό του σχολείου επειδή αρνήθηκαν να χαλάσουν τα κοτσιδάκια στα μαλλιά τους. Το σχολείο τους έχει αυστηρούς κανόνες που απαγορεύουν οποιοδήποτε χτένισμα αποκλίνει από τη «φυσική κατάσταση» των μαλλιών. Μόνο μετά την παρέμβαση της πολιτειακής εισαγγελίας η οποία κατηγόρησε ευθέως το σχολείο για ρατσισμό και διακρίσεις επετράπη στα κορίτσια να κρατήσουν τα κοτσιδάκια τους. Ο αυταρχισμός βρίσκει γόνιμο έδαφος στα ανάδοχα σχολεία επιλογής τα οποία έχουν υιοθετήσει τη νέα πολιτική με σύνθημα «καμία δικαιολογία» (no excuses). Σύμφωνα με αυτή την πολιτική, τα σχολεία επιβάλλουν αυστηρό κώδικα συμπεριφοράς που συμπεριλαμβάνει την ένδυση (σχολική στολή) αλλά και εκτενή λίστα κυρώσεων για τη παραμικρή παραβίαση. Για πράδειγμα, η παραβίαση του κώδικα ένδυσης ή η καθυστέρηση στο μάθημα ισούται με αυτόματη κράτηση στο σχολείο. Η χρήση ύβρεων συνεπάγεται αποβολή από την τάξη. Παράλληλα υπάρχει ένα σύστημα «ανταμοιβής» για τους «καλούς» μαθητές που «δουλεύουν σκληρά» με παροχές όπως εκδρομές για κάμπινγκ και σκι, πάρτι με πίτσα και παγωτό και ειδικές εκδηλώσεις με τους αγαπημένους δασκάλους των μαθητών μέχρι και ταξίδια σε ξένες χώρες.
Εκατομμύρια μαθητές αποβάλλονται κάθε χρόνο από τις σχολικές τάξεις στις ΗΠΑ για ασήμαντα παραπτώματα και είναι οι ίδιοι μαθητές που τελικά μένουν πίσω στα μαθήματα, εγκαταλείπουν το σχολείο, και προσγειώνονται στο σύστημα δικαιοσύνης ανηλίκων και γίνονται μέρος του σωφρονιστικού συστήματος. Είναι, επίσης, δυσανάλογα πολλοί έγχρωμοι μαθητές, μαθητές με αναπηρίες ή LGBT. Έτσι η εκπαίδευση γίνεται πλευρά ενός ολοκληρωμένου κοινωνικού πολέμου που αγκαλιάζει τα σκοτεινά στοιχεία του αυταρχισμού, ενώ διεξάγει πόλεμο ενάντια στην ελευθερία.
Στα σχολεία επιλογής που τόσο λατρεύουν ο Τραμπ και η ΝτεΒός, η πειθαρχία και ο έλεγχος αποτελούν θεμελιώδη εργαλεία. Είναι χαρακτηριστικό το πρόσφατο παράδειγμα των δύο αφροαμερικανών κοριτσιών στο Μώλντεν της Μασαχουσέττης (σε σχολείο επιλογής), τα οποία μετά από δύο εβδομάδες συνεχόμενης τιμωρίας, αποβλήθηκαν από τις αθλητικές τους δραστηριότητες και αποκλείστηκαν από τον ετήσιο χορό του σχολείου επειδή αρνήθηκαν να χαλάσουν τα κοτσιδάκια στα μαλλιά τους. Το σχολείο τους έχει αυστηρούς κανόνες που απαγορεύουν οποιοδήποτε χτένισμα αποκλίνει από τη «φυσική κατάσταση» των μαλλιών. Μόνο μετά την παρέμβαση της πολιτειακής εισαγγελίας η οποία κατηγόρησε ευθέως το σχολείο για ρατσισμό και διακρίσεις επετράπη στα κορίτσια να κρατήσουν τα κοτσιδάκια τους. Ο αυταρχισμός βρίσκει γόνιμο έδαφος στα ανάδοχα σχολεία επιλογής τα οποία έχουν υιοθετήσει τη νέα πολιτική με σύνθημα «καμία δικαιολογία» (no excuses). Σύμφωνα με αυτή την πολιτική, τα σχολεία επιβάλλουν αυστηρό κώδικα συμπεριφοράς που συμπεριλαμβάνει την ένδυση (σχολική στολή) αλλά και εκτενή λίστα κυρώσεων για τη παραμικρή παραβίαση. Για πράδειγμα, η παραβίαση του κώδικα ένδυσης ή η καθυστέρηση στο μάθημα ισούται με αυτόματη κράτηση στο σχολείο. Η χρήση ύβρεων συνεπάγεται αποβολή από την τάξη. Παράλληλα υπάρχει ένα σύστημα «ανταμοιβής» για τους «καλούς» μαθητές που «δουλεύουν σκληρά» με παροχές όπως εκδρομές για κάμπινγκ και σκι, πάρτι με πίτσα και παγωτό και ειδικές εκδηλώσεις με τους αγαπημένους δασκάλους των μαθητών μέχρι και ταξίδια σε ξένες χώρες.
Εκατομμύρια μαθητές αποβάλλονται κάθε χρόνο από τις σχολικές τάξεις στις ΗΠΑ για ασήμαντα παραπτώματα και είναι οι ίδιοι μαθητές που τελικά μένουν πίσω στα μαθήματα, εγκαταλείπουν το σχολείο, και προσγειώνονται στο σύστημα δικαιοσύνης ανηλίκων και γίνονται μέρος του σωφρονιστικού συστήματος. Είναι, επίσης, δυσανάλογα πολλοί έγχρωμοι μαθητές, μαθητές με αναπηρίες ή LGBT. Έτσι η εκπαίδευση γίνεται πλευρά ενός ολοκληρωμένου κοινωνικού πολέμου που αγκαλιάζει τα σκοτεινά στοιχεία του αυταρχισμού, ενώ διεξάγει πόλεμο ενάντια στην ελευθερία.
1.Τα νούμερα
αυτά αφορούν το 1980. Σήμερα, μια αντίστοιχη παράδοση σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο
των Η.Π.Α κοστίζει περίπου $200 την ώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.