της Έφης Παυλίδου*
Καθώς
η εθνική επέτειος της 28ης Οκτωβρίου πλησιάζει και τα σχολεία
προετοιμάζονται για τον εορτασμό της, εγείρεται για άλλη μία φορά ο
προβληματισμός γύρω από τη σημασία και τον σκοπό της μαθητικής
παρέλασης, βασικού στοιχείου των εορταστικών εκδηλώσεων. Δεκαετίες μετά
την καθιέρωσή της, στο διάβα των οποίων έχουν συμβεί κοσμοϊστορικές
εξελίξεις, η μαθητική παρέλαση εξακολουθεί να μας «εντυπωσιάζει» με τον
αναλλοίωτο χαρακτήρα της, σαν να έχει διατηρηθεί σε φορμόλη. Πρόκειται,
μάλιστα, για ελληνική πρωτοτυπία, αφού καμιά ευρωπαϊκή χώρα, τουλάχιστον
αυτές που συμμετέχουν στην Ε.Ε., δεν υιοθετεί αντίστοιχες πρακτικές
μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Αναρωτιέται,
λοιπόν, κανείς για ποιο λόγο συνεχίζονται μέχρι σήμερα στη χώρα μας
αυτές οι στρατιωτικού τύπου μαθητικές παρελάσεις. Γιατί οι
κοινοβουλευτικές
κυβερνήσεις από τη μεταπολίτευση και μετά, ιδιαίτερα
εκείνες που θεωρούνταν πιο προοδευτικές ή «αριστερές» δεν τόλμησαν να
τις καταργήσουν;
Έχουν
διατυπωθεί διάφορες θέσεις επί του ζητήματος, είτε υποστηρικτικές είτε
επικριτικές του συγκεκριμένου θεσμού. Άποψή μας είναι ότι η μαθητική
παρέλαση αποτελεί το σημείο τομής, στο οποίο συναντώνται το κράτος, ο
εκπαιδευτικός μηχανισμός και η ιδεολογία του εθνικισμού. Ειδικότερα,
συνδέεται με τη διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, η οποία,
μεταξύ άλλων, σχετίζεται α) με την επιδίωξη υλοποίησης του εκάστοτε
εθνικού οράματος (από την πολιτική του μεγαλοϊδεατισμού και
επεκτατισμού, προκειμένου να επιτευχθεί η εθνική ολοκλήρωση, τον 19ο αι.
έως και τον μεσοπόλεμο, μέχρι και τη σημερινή ευρωπαϊκή του διάσταση
στο πλαίσιο της Ε.Ε.)∙ β) με το στοιχείο της ανασφάλειας και φοβίας προς
εγχώριους και ξένους εχθρούς του έθνους (πραγματικούς ή φανταστικούς),
που συνδυάζεται, παράλληλα, και με μία αντίληψη υπεροχής προς αυτούς,
τουλάχιστον πολιτισμικής, καθώς και γ) με την επιδίωξη της συνοχής και
της συναίνεσης ετερογενών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων στο όνομα
του εθνικού συμφέροντος, όπως αυτό γίνεται αντιληπτό και εκφράζεται από
την εκάστοτε πολιτική ηγεσία.
Είναι
γνωστό ότι στην Ελλάδα η καθιέρωση της μαθητικής παρέλασης ως
υποχρεωτικού συμπληρωματικού στοιχείου της στρατιωτικής έγινε επί
δικτατορίας του Ι. Μεταξά, το 1936.
Ωστόσο,
παρελάσεις με συμμετοχή μαθητών πρωτοεμφανίστηκαν στα τέλη του 19ου αι.
(1899) ως μέρος των εορταστικών εκδηλώσεων για την 25η Μαρτίου.1
Σημειωτέον ότι η οργανωμένη στρατιωτική παρέλαση ξεκίνησε στην Ελλάδα το 1875. Την επόμενη χρονιά έδωσε το παρόν σε αυτήν και ένοπλο σώμα φοιτητών, γνωστό και ως «πανεπιστημιακή φάλαγγα».
Σύμφωνα με την Χριστίνα Κουλούρη, «η ενεργός συμμετοχή των φοιτητών στα
εθνικά θέματα στη δεκαετία του 1870 αποτελούσε έκφραση τόσο της
πολιτικοποίησης όσο και της στρατιωτικοποίησης της νεολαίας, στο πλαίσιο
της γενικευμένης έξαρσης του μεγαλοϊδεατισμού και του αιτήματος για
ισχυρό στρατό».2
Ας
ληφθεί, επίσης, υπόψη ότι το 1871 εισήχθη η υποχρεωτική στρατιωτική
εκγύμναση των μαθητών με δασκάλους ανθυπασπιστές του στρατού. Επιπλέον,
το 1876 επιβλήθηκε ο «στρατιωτικός κανονισμός των μαθητών των Γυμνασίων
του κράτους», σύμφωνα με τον οποίο όλα τα γυμνάσια αποτελούσαν σώματα
«στρατιωτικώς συντεταγμένα».3 Παρά τη στρατιωτική οργάνωσή τους, η συμμετοχή των μαθητών και μαθητριών στην παρέλαση δεν ήταν υποχρεωτική.
Βέβαια,
η εμφάνιση της μαθητικής παρέλασης, έστω και σποραδικής μέχρι την εποχή
του Ι. Μεταξά, ήταν εναρμονισμένη με την πολεμική εξόρμηση του
ελληνικού κράτους προς την εθνική του ολοκλήρωση. Στον εορτασμό της 25ης
Μαρτίου, το ελληνικό έθνος, συμβολικά, αναπαρίστατο με τους στρατιώτες,
τους φοιτητές και ενίοτε τους μαθητές να παρελαύνει, με το εθνικό
σύμβολο της σημαίας μπροστά. Έτσι, επιδιωκόταν η επίτευξη της
απαιτούμενης εθνικής ομοψυχίας, της κοινωνικής συνοχής, αλλά και της
πολιτικής νομιμοποίησης της εξουσίας που στόχευε στην υλοποίηση ενός
μεγαλοϊδεατικού ιδεώδους, μέσα από σειρά πολεμικών αναμετρήσεων.
Με
τον ενταφιασμό, όμως, της Μεγάλης Ιδέας στη Μικρασιατική Καταστροφή, με
την παρουσία συμπαγών μειονοτικών ομάδων μέσα στα νέα και σταθερά πλέον
όρια του κράτους, τις εξελίξεις στο Μακεδονικό Ζήτημα και το
μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, το όραμα του ελληνικού εθνικισμού
διαφοροποιήθηκε, προσαρμοζόμενο στις νέες συνθήκες: από την επέκταση θα
καταφύγει στην εσωτερική εδραίωση, επιδιώκοντας την επίτευξη της
πλήρους, κατά το δυνατόν, εθνικής ομοιογένειας. Προς αυτό τον σκοπό,
χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα ο εκπαιδευτικός μηχανισμός, στοχεύοντας στην
αφομοίωση των «Άλλων», όπου αυτό ήταν εφικτό. Συγχρόνως, η παρουσία των
«Άλλων»- είτε ήταν οι σλαβόφωνοι της Δυτικής Μακεδονίας, λόγω της
διεκδίκησής τους από τη Βουλγαρία είτε οι κομμουνιστές, λόγω της
ιδεολογίας και της δράσης τους, αλλά και της θέσης του Κομμουνιστικού
Κόμματος για τη Μακεδονία, διέγειρε εθνικές φοβίες, με συνέπεια να
απαιτείται ολοένα και μεγαλύτερη επίδειξη εθνικοφροσύνης (βλ. από
Ιδιώνυμο και Διαλυτικό Νόμο μέχρι, στην μεταξική περίοδο, πιστοποιητικό
εθνικών φρονημάτων, απαγόρευση της σλαβομακεδονικής γλώσσας κτλ.).
Ασφαλώς, οι στρατιωτικές παρελάσεις διατηρήθηκαν. Όπως πολύ γλαφυρά επισημαίνει ένας αρθρογράφος στην εφημερίδα Έθνος το 1929: «Εκατό
τόμοι εθνικής προπαγάνδας δεν κάνουν ό,τι μια καλή στρατιωτική
παρέλασις. Το θέαμα της αρματωμένης λεβεντιάς, πειθαρχημένης, ρυθμικής, η
αστραπή των λογχών, η ζέστη των χρωμάτων και ο ήχος της σάλπιγγος
ξυπνούν στην ψυχή τις πιο αρχέγονες πατριωτικές συνειδήσεις».4
Επίσης, το μέτρο της παρέλασης προτεινόταν και από επιθεωρητές
εκπαίδευσης, προκειμένου να επιτευχθεί η εθνική αφομοίωση των
μειονοτικών πληθυσμών, όπως των σλαβόφωνων κατοίκων της Δυτικής
Μακεδονίας. Για παράδειγμα, στις οδηγίες που έδωσε ο επιθεωρητής
δημοτικών σχολείων της εκπαιδευτικής περιφέρειας Φλώρινας στους
δασκάλους και τις νηπιαγωγούς του χωριού Μπάνιτσα τόνιζε, μεταξύ
άλλων, και τα εξής: «[…] εις την εργασίαν αυτών (ενν. των διδασκόντων),
το Έθνος στηρίζει την Εθνικήν αφομοίωσιν των κατοίκων. […] Η Εθνική
αυτών δράσις να μη περιορίζεται εντός του σχολείου αλλά και επί των
κατοίκων, διά των Γυμναστικών επιδείξεων, των εθνικών ασμάτων, των παρελάσεων [η υπογράμμιση δική μας], των εθνικών χορών … ».5
Στη
συνέχεια, με την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού στην Ιταλία και τη
Γερμανία, ο κόσμος επρόκειτο να εθιστεί σε μεγαλόπρεπες εθνικιστικές
τελετές και σε στρατιωτικές παρελάσεις, στις οποίες υποχρεωτικά θα
συμμετείχε η φασιστική και ναζιστική νεολαία, με τη δική της
στρατιωτική στολή, στρατιωτική παράταξη, τα δικά της σύμβολα, ύμνους
κτλ. Με αυτό τον τρόπο, αποτυπώνονταν δύο βασικές επιδιώξεις των εν λόγω
καθεστώτων: η μαζική κινητοποίηση του πληθυσμού, ιδιαίτερα της
νεολαίας, και η στρατιωτικοποίηση της πολιτικής ζωής.6
Ακολουθώντας τα παραπάνω πρότυπα, ο Ι. Μεταξάς επιδίωξε την
στρατιωτικοποίηση της νεολαίας, μέσω της Ε.Ο.Ν. και της έμφασης που
δινόταν στις «γυμναστικές επιδείξεις», στις «παρελάσεις» και στη
στρατιωτική προγύμναση.7
Οι γιορτές έπρεπε να είναι μεγαλοπρεπείς, οι τελετές επιβλητικές,
έμπλεες εθνικού φρονήματος και, ασφαλώς, η συμμετοχή της μαθητιώσας
νεολαίας στις παρελάσεις υποχρεωτική. Μάλιστα, η απουσία των μαθητών από
αυτές θεωρούνταν αξιόποινη πράξη, ισοδύναμη με την παράβαση
στρατιωτικού καθήκοντος.8
«Ιδού, Μεγαλειότατε, ο στρατός σας, εις τον οποίον και μόνον πρέπει να στηρίζεσθε».9
Με αυτά τα λόγια ο Μεταξάς παρουσίασε στον βασιλιά Γεώργιο μια από τις
παρελάσεις της 4ης Αυγούστου, δείχνοντας τον θαυμασμό του για την
ελληνική νεολαία που, όπως έγραφε λίγο αργότερα, «λειτουργεί πλέον
οργανωμένα».
Στο
σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί η ιδιαίτερη σημασία που απέδιδε ο
δικτάτορας στη νεολαία και στην Ε.Ο.Ν., καθώς σε αυτές αναζητούσε,
αφενός, τη νομιμοποίηση και τα μελλοντικά στηρίγματα του καθεστώτος του
και, αφετέρου, την προώθηση του εθνικού οράματος του Νέου Κράτους,
που δεν ήταν άλλο από την ανάπτυξη του Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού και το
ιδεολογικό τρίπτυχο «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια». Επομένως, δεν
επιδιωκόταν πλέον η εδαφική επέκταση αλλά η πολιτισμική ανάδειξη.
Στα
ταραγμένα χρόνια του Εμφυλίου μέχρι και τη Δικτατορία των
Συνταγματαρχών, με την ενίσχυση της εθνικοφροσύνης, του ρόλου των
Σωμάτων Ασφαλείας και του «παρακράτους», θα ήταν αφελές να περιμένει
κανείς την κατάργηση των μαθητικών παρελάσεων. Το τρίπτυχο
«Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια» παρέμεινε βασική συνιστώσα της ιδεολογίας
του ελληνικού εθνικισμού, συνδυασμένη με την κομμουνιστοφοβία.
Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του τότε «αντιπροέδρου» Σπαντιδάκη για την
πρώτη παρέλαση της επταετίας: «Είμαι απολύτως ικανοποιημένος από την εν
γένει εμφάνισιν των παρελασάντων τμημάτων (sic) της μαθητιώσης νεολαίας
Θεσσαλονίκης. Κατεδείχθη, ότι οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί,
ενστερνισθέντες τας αρχάς της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου, δίδουν
ιδιαιτέραν προσοχήν εις την εκπαίδευσιν και μόρφωσιν της μαθητιώσης
νεολαίας, της οποίας το φρόνημα και το ήθος είναι λίαν υψηλά σήμερα».10
Άξια
απορίας είναι η υιοθέτηση και η διατήρηση της μαθητικής παρέλασης από
τις κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν την ανατροπή της
Χούντας. Οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης όχι μόνο δεν τόλμησαν να
καταργήσουν τον αναχρονιστικό και άκρως συντηρητικό αυτό θεσμό, αλλά,
καλά καλά, ούτε τον αμφισβήτησαν. Περιορίστηκαν σε «βελτιωτικά
μέτρα», στην προσπάθειά τους να επιτύχουν ένα «ιδιόμορφο» συνταίριασμα
του μιλιταριστικού θεσμού με ένα δημοκρατικό (θεωρητικά τουλάχιστον)
εκπαιδευτικό σύστημα∙ να συναρμόσουν τον καταναγκασμό και την
στρατιωτικού τύπου πειθαρχεία της παρέλασης με τα διακηρυγμένα ιδεώδη
μιας φιλελεύθερης και δημοκρατικής εκπαίδευσης. Στην ουσία, η μόνη
βελτίωση που επήλθε είναι η άρση της τιμωρίας των μαθητών
που αρνούνται να συμμετάσχουν στην παρέλαση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι
δεν υφίστανται πιέσεις από διευθυντές ή εκπαιδευτικούς των σχολείων
τους, καθώς και τα επικριτικά τους σχόλια.
Και βέβαια αξίζει να επισημανθεί ότι στο
παρελθόν, ακόμα και κατά τη δεκαετία του 1990 και 2000, σημειώθηκαν
περιπτώσεις κυρώσεων προς μαθητές – όπως και προς καθηγητές– που αρνήθηκαν να πάρουν μέρος στην παρέλαση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η
μαθήτρια Βαλσαμή, η οποία είχε αποβληθεί από το σχολείο της, επειδή
αρνήθηκε, ως μάρτυρας του Ιεχωβά, να συμμετάσχει σε μαθητική παρέλαση
(«Affaire Valsamis contre Grece», Arret du 18.12.1996). Η οικογένειά της
τότε προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο ικανοποίησε εν μέρει
το αίτημα της οικογένειας, κρίνοντας ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 13
της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρώπινων Δικαιωμάτων. 11
Θεωρούμε, βέβαια, αυτονόητο το γεγονός ότι οι
συμμετέχοντες μαθητές, κατά την προετοιμασία της παρέλασης, χαίρονται,
επειδή χάνουν μάθημα, ενώ κατά τη διάρκειά της πολλοί είτε δυσανασχετούν
και βαρυγκομούν είτε την αντιμετωπίζουν με «χαλαρότητα».
Και
ενώ το εκπαιδευτικό μας σύστημα διατείνεται ότι υπερασπίζεται τα
ανθρώπινα δικαιώματα, τις αξίες της ελευθερίας, της ειρήνης, της
δημοκρατίας, της ισότητας, την ίδια στιγμή ανέχεται και συντηρεί έναν
θεσμό που εθίζει τους μαθητές: α) στην αποδοχή ποικίλλων διακρίσεων (τα
αγόρια μπροστά ενώ τα κορίτσια πίσω, οι ψηλοί μπροστά ενώ οι κοντοί
πίσω, οι άριστοι και, συνεπώς, άξιοι να κρατήσουν και να συνοδεύσουν τη
σημαία μπροστά, ενώ όλοι οι υπόλοιποι πίσω. Οι ανάπηροι, ενώ τυπικά
μπορούν να λάβουν μέρος, ωστόσο αποτρέπονται από τις απαιτήσεις της
παρέλασης (βηματισμός, στοίχιση, ρυθμός κτλ)∙
β) στην ομοιομορφία-τυποποίηση (ίδια στολή, ίδιος βηματισμός, ίδιος
ρυθμός, απόλυτη στοίχιση, εναρμόνιση στο άκουσμα της σφυρίχτρας του
γυμναστή)∙ γ) στο στρατιωτικό ιδεώδες∙
δ) στην υπακοή σε οποιαδήποτε εξουσία, κρατική, θρησκευτική,
στρατιωτική, αφού εκπρόσωποί τους κάθονται ή στέκονται αφ’ υψηλού,
επιθεωρώντας τους παρελαύνοντες, οι οποίοι μάλιστα τους αποδίδουν τη
δέουσα τιμή, στρέφοντας το κεφάλι προς τα δεξιά∙ δ) στη μισαλλοδοξία, τον εθνικισμό, μέσω των συνθημάτων και των εμβατηρίων που ακούγονται στη διάρκεια των παρελάσεων.12
Φαίνεται, ίσως, αντιφατικό να
επιδιώκεται στην εποχή μας η εθνική διαπαιδαγώγηση των νέων μέσα από
τέτοια «ξεπερασμένα» μέσα. Ορισμένοι, μάλιστα, κάνουν λόγο για έναν
παλαιομοδίτικο εθνικισμό, προσκολλημένο στο ρομαντικό ιδεώδες του 19ου
αι.13
Κάποιοι ενδεχομένως να πιστεύουν ειλικρινώς ότι η
ένταξη της χώρας στην Ε.Ε., αποτέλεσε προσπάθεια υπέρβασης των στενών
εθνικών ορίων και σμίλευσης μιας ανοιχτής, ειρηνικής, δημοκρατικής
κοινωνίας. Στην πράξη, όμως, η Ε.Ε. δεν είναι παρά ένας συνασπισμός
ισχυρών καπιταλιστικών συμφερόντων, με σοβαρές ανισότητες μεταξύ των
κρατών που τον απαρτίζουν. Η ελληνική αστική τάξη (τουλάχιστον αυτή που
αποτελεί το μεγάλο κεφάλαιο) είναι άμεσα συνδεδεμένη με την Ε.Ε.,
δεδομένου ότι, αφενός, αξιοποιεί τη δυνατότητα που της δίνεται για
διεθνή παρουσία και δυναμική επενδυτική εξάπλωση, ιδιαίτερα στο χώρο των
Βαλκανίων (βλ. το Ελληνικό Σχέδιο για την Οικονομική Ανασυγκρότηση των Βαλκανίων, την παρουσία ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια κτλ.)14 και, αφετέρου, διασφαλίζει έτσι την ηγεμονική ταξική της θέση στο εσωτερικό της χώρας. Σημειωτέον ότι η παρουσία του ελληνικού κεφαλαίου παραμένει δυναμική στα Βαλκάνια ακόμα και στην περίοδο της κρίσης.15
Συνακόλουθα,
ο ελληνικός εθνικισμός προώθησε με σχετική ευκολία την αίσθηση της
υπεροχής του ελληνικού έθνους έναντι των γειτονικών και των όποιων άλλων
λαών. Συνάμα, στρεφόμενος
επιθετικά εναντίον μεταναστών εργαζομένων στο εσωτερικό της χώρας,
προσπάθησε, με κραυγαλέα συκοφαντικό τρόπο, να τους ενοχοποιήσει για τα
όποια κοινωνικά προβλήματα αντιμετώπιζαν οι ημεδαποί εργαζόμενοι.
Σε αυτό το πνεύμα, καλλιέργησε και ενίσχυσε ξενοφοβικές, ρατσιστικές
συμπεριφορές σε βάρος αλλοδαπών εργαζομένων, επιδιώκοντας την
εθνικιστική επιστράτευση πλατιών λαϊκών στρωμάτων για την υπεράσπιση
κάποιων, δήθεν κοινών, εθνικών συμφερόντων, τα οποία στην πράξη δεν ήταν
άλλα από τα ηγεμονικά συμφέροντα της αστικής τάξης. Σαφώς στην
προσπάθειά του αυτή ο εθνικισμός εκμεταλλεύτηκε μαζικά συναισθήματα
φόβου και ανασφάλειας που γέννησε στα λαϊκά στρώματα η σφοδρή οικονομική
κρίση.
Στοχοποιώντας τους αλλοδαπούς εργαζομένους –τους μετανάστες και πρόσφυγες–
για όλα τα δεινά που ταλάνιζαν τη χώρα (και έτσι αποστρέφοντας την
προσοχή από τις ευθύνες της άρχουσας τάξης), δημιούργησε νέες
διαχωριστικές γραμμές μεταξύ του εθνικού «Εμείς» και του αλλοεθνικού
«Άλλοι».
Θα
πρέπει σε κάθε περίπτωση να έχουμε υπόψη ότι η εθνικιστική αφήγηση, στο
πλαίσιο της οποίας συγκροτείται η κυρίαρχη εθνική ταυτότητα και
απαιτείται νομιμοφροσύνη προς το έθνος και τα συμφέροντά του, δεν
συμβιβάζεται με τις αρχές και τα ιδεώδη της αλληλεγγύης μεταξύ των
εργαζομένων, με την αναγνώριση και υπεράσπιση κοινών αναγκών και
δικαιωμάτων για όλους τους λαούς.
Αξίζει
να τονισθεί ότι σε συνθήκες οξύτατης κρίσης η επιδιωκόμενη συσπείρωση
γύρω από την προάσπιση του έθνους που «κινδυνεύει», στοχεύει πρωτίστως
στη συσπείρωση δυνάμεων εναντίον ιδεών και αγώνων που προτάσσουν τα
ταξικά συμφέροντα των εργαζομένων σε σφοδρή αντιπαράθεση με το
εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα.
Στο
σύγχρονο ασταθές και επικίνδυνο γεωπολιτικό περιβάλλον η εθνικιστική
επιδίωξη συσπείρωσης του λαού γύρω από τα συμφέροντα του έθνους
συνδέεται οργανικά και με την καλλιέργεια μιας αναγκαίας πολεμικής
ετοιμότητας για την περίπτωση που η όξυνση των περιφερειακών
ανταγωνισμών (βλ. την εντονότατη αντιπαράθεση με την Τουρκία) οδηγήσει
σε εμπόλεμη σύρραξη.
Εξάλλου,
όχι τυχαία, το έθνος προβαλλόταν ανέκαθεν από τον εθνικισμό ως κάτι
ιερό για το οποίο αξίζει κανείς να χύσει το αίμα των εχθρών αλλά και το
δικό του.
Δεδομένων
των παραπάνω αντιλαμβανόμαστε πολύ καλά γιατί τα σύγχρονα εθνικιστικά
αντανακλαστικά του συστήματος είναι αντίστοιχης έντασης με εκείνα του
παρελθόντος.
Συνεπώς,
δεν μπορούμε να μην περιμένουμε ότι ο εκπαιδευτικός θεσμός θα
εξακολουθεί να αποτελεί βασικό μηχανισμό καλλιέργειας εθνικής ταυτότητας
με όλες τις απαραίτητες ιδεοληψίες που τη συνοδεύουν, διαμορφώνοντας
ευνοϊκές προϋποθέσεις για την πρόσληψη από τον πληθυσμό ακραιφνώς
εθνικιστικών ιδεών.
Εύγλωττο
και πρόσφατο παράδειγμα συνιστά η δήλωση της Υπουργού Παιδείας Κεραμέως
ότι στόχος της διδασκαλίας της ιστορίας στο σχολείο δεν είναι άλλος από
την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των μαθητών.
Οι
μαθητικές, λοιπόν, παρελάσεις ως έντονα συγκινησιακά φορτισμένη,
βιωματική εμπέδωση της εθνικής ιδεολογίας προσφέρουν πολύτιμη υπηρεσία
στον παραπάνω σκοπό. Όσο το έθνος θα διεξάγει πολέμους (ή θα
προετοιμάζεται για την διεξαγωγή τους), στο εσωτερικό και στο εξωτερικό,
εναντίον του εσωτερικού ταξικού εχθρού αλλά και άλλων λαών, τόσο θα
έχει ανάγκη και από όλα τα «παιδαγωγικά» μέσα που προετοιμάζουν τους
στρατιώτες του.
*Η Έφη Παυλίδου είναι διδάκτωρ Ιστορίας.
Η εικόνα εξωφύλλου είναι ο πίνακας του Γιάννη Γαΐτη με τίτλο «Παρέλαση» (1974).
Υποσημειώσεις:
1 Χριστίνα Κουλούρη, Γιορτάζοντας το έθνος: Εθνικές επέτειοι στην Ελλάδα τον 19ο αι., σ. 208, στο
https://www.academia.edu
https://www.academia.edu
2 Ό.π., σ. 206.
3 Ό.π., σ. 206.
4 «Η παρέλασις», Έθνος, αρ. φύλλ. 5313, 25-03-1929.
5
ΓΑΚ Φλώρινας, Αρχείο Δ/νσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, φ. 31, Έκθεση
Επιθεωρητή δημοτικών σχολείων της εκπαιδευτικής περιφέρειας Φλώρινας,
Ηλ. Πετρόπουλου, για το σχολικό έτος 1925-1926.
6 Νατάσα Κεφαλληνού, « “Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά πατέρα;”-η δικτατορία Μεταξά & οι παρελάσεις», στο
https://www.historical-quest.com
7 Ελένη Μαχαίρα, Η νεολαία της 4ης Αυγούστου: φωτογραφίες, Αθήνα 1987, σσ. 87-92
8 Νατάσα Κεφαλληνού, ό.π.
9 Ό.π.
10 «Καμαρωτά περνάνε τα σχολεία μας», στο http://www.iospress.gr/ios1995/ios19951029a.htm
11 Ό.π.
12 Παρασκευή Γκόλια, Εθνική και πολιτική διαπαιδαγώγηση στο ελληνικό δημοτικό σχολείο. Ο ρόλος των σχολικών γιορτών, Διδακτορική διατριβή, Φλώρινα 2006, σ. 221-224.
13 Αννα Φραγκουδάκη, «Ιερά ηρωικά σύμβολα και μεγάλες πολιτικές αποφάσεις», ΤΑ ΝΕΑ, 17-11-2001.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.