Παυλίνα Νικολοπούλου
Η κατάσταση της εκπαίδευσης
Για τη μεταπολεμική Ελλάδα, το 1945, είναι η εποχή που η πολιτική κατάσταση είναι ακόμα ρευστή, τα σημαντικότερα κοινωνικά διακυβεύματα είναι ακόμη ανοιχτά και η κρατική ανασυγκρότηση πρέπει να αρχίσει από την αρχή.
Ταυτόχρονα είναι η χρονιά, που θα συντελεστεί ριζική ανατροπή του πολιτικού σκηνικού που είχε δημιουργηθεί στη χώρα κατά τη διάρκεια της κατοχής και των πρώτων ημερών της απελευθέρωσης. Το Φεβρουάριο (12/2/1945) υπογράφτηκε η συμφωνία της Βάρκιζας, ανάμεσα στον ΕΑΜ και στην κυβέρνηση Πλαστήρα, η τελευταία πράξη των Δεκεμβριανών. Η συμφωνία όριζε την διάλυση του ΕΛΑΣ και την παράδοση του οπλισμού του, και έγινε η απαρχή για μία περίοδο συστηματικών μαζικών διώξεων, συλλήψεων και φυλακίσεων, των αγωνιστών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, της μεγαλύτερης αντιστασιακής οργάνωσης της χώρας, στους
μήνες που ακολούθησαν την υπογραφή της συμφωνίας και μέχρι τις εκλογές του Μαρτίου του 1946. Στόχος των διώξεων ήταν η αποδυνάμωση του ΕΑΜ, μέσα από την εξουδετέρωση των κοινωνικών του ερεισμάτων και τη διάλυση των οργανώσεών του και συνέπλεε με την Βρετανική εξωτερική πολιτική που δεν μπορούσε να αποδεχθεί μία πολιτική λύση, στην απελευθερωμένη Ελλάδα, η οποία θα συμπεριλάμβανε το ΕΑΜ, μία οργάνωση στην οποία συμμετείχαν και ηγούνταν κομμουνιστές και είχε σοσιαλιστικά οράματα. Η περίοδος αυτή που έμεινε γνωστή ως η περίοδος της «λευκής τρομοκρατίας», χαρακτηρίστηκε από την προσπάθεια απομάκρυνσης όλων των φιλο-εαμικών στοιχείων από τον κρατικό μηχανισμό, τη στελέχωσή του με αντικομουνιστές και την ανατροπή των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών, που ο μεγάλος αντιστασιακός αγώνας είχε δημιουργήσει στη χώρα, διά μέσου μίας ακραίας βίας και πόλωσης που προανήγγειλε ουσιαστικά τον εμφύλιο.
Αμέσως μετά τον πόλεμο, ένα από τα αιτήματα του διδασκαλικού κόσμου αποτελεί η τιμωρία των δοσίλογων, όλων εκείνων που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή. Η ανοικοδόμηση της Παιδείας δεν μπορεί να αρχίσει αν δεν προηγηθεί ο ηθικός καθαρμός όλων εκείνων των δοσιλόγων στοιχείων που μέχρι τα χθες είχαν μετατρέψει την ανωτάτη και κατωτάτη εκπαίδευση σε μέσο χιτλερικής και ιταλικής προπαγάνδας.[1]
Τη χρονιά αυτή συστάθηκαν τα Ειδικά Δικαστήρια Δοσιλόγων για να εκδικάσουν τα εγκλήματα όσων είχαν συνεργαστεί με τις αρχές Κατοχής.[2] Οι κατηγορίες των δοσίλογων ήταν τρεις: α) οι υπουργοί των κατοχικών κυβερνήσεων που είχαν συνεργαστεί με τον εχθρό β) μέλη της Αστυνομίας, της Χωροφυλακής και των Ταγμάτων Ασφαλείας γ) και οι κοινοί εγκληματίες, δηλ. μαυραγορίτες, κερδοσκόποι, πράκτορες της Gestapo, καταδότες και Έλληνες Ναζί.[3]
Τον Οκτώβρη του 1945, ολοκληρώθηκε η δίκη των πρωτεργατών της Ειδικής ασφάλειας.[4] Ο διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας υποστράτηγος Αλέξανδρος Λάμπου, ο υποδιοικητής συνταγματάρχης Αναστάσιος Πάτερης, ο Ευσέβιος Παρθενίου και άλλοι καταδικάστηκαν, ορισμένοι «εις θάνατον» και άλλοι σε ισόβια.
Ο διδασκαλικός κόσμος πλήρωσε με το αίμα του την αιμοβορική δίψα των τεράτων Λάμπου και Σία. Η θυσία των εκλεκτών του που άδικα ωδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα της Καισαριανής θα μένει σαν ένα αιώνιο και ακατάλυτο παράδειγμα της μεγάλης αυτής αδικίας που διαπράχθηκε σε βάρος του από τα ανθρωπόμορφα αυτά τέρατα. Τα ονόματα του Δημητράτου, Παρασκευόπουλου και άλλων […] θα συμβολίζουν το παράδειγμα της υπέρτατης για την πατρίδα θυσίας, θυσίας που την επέβαλε άσκοπα η προδοσία και η αιμοβορία της Ειδικής Ασφάλειας, που έγινε τυφλό όργανο του καταχτητή και πρόδωσε την Ελλάδα και τον αγώνα της λευτεριάς της . Ο δασκαλικός κόσμος ζητά από την Ελλάδα της 28ης του 8βρη ένα αίτημα μόνο. Το άδικο αίμα που έδωσε από το τίμιο σώμα του να μην πάει χαμένο. Το αίμα των αθώων θυμάτων του σκοπευτηρίου να ξεπλύνει από το ελληνικό λεξικό τις δύο απαίσιες λέξεις : Ειδική ασφάλεια.[5]
Ωστόσο το αίτημα της κάθαρσης δεν φαίνεται να ικανοποιείται. Ελάχιστα χρόνια μετά, συμπλέοντας με τους νικητές του εμφυλίου, οι πρωτεργάτες της Ειδικής Ασφάλειας αποφυλακίστηκαν και ορισμένοι συνέχισαν τη σταδιοδρομία τους στη Χωροφυλακή, με τον Πάτερη μάλιστα να γίνεται και αρχηγός του Σώματος την περίοδο 1954 – 1957.[6] Υπόδικοι, άνθρωποι του Μεταξά, συνεργάτες των κατοχικών κυβερνήσεων, καταγγέλλεται ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο υπουργείο Παιδείας, εργαζόμενοι παρασκηνιακά, πρόθυμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη νέα ηγεσία,… θεράποντες κακοί του ενός ή του άλλου «αφέντη», αδιάφορο αν ήταν ο αφέντης αυτός ξένος καταχτητής ή δοσίλογο κράτος.[7]
Το 1945 , όπως επισημαίνεται, δεν οδήγησε στην ανόρθωση της Παιδείας αντίθετα σημειώθηκε οπισθοδρόμηση σε βασικούς τομείς. Στο Διδασκαλικό Βήμα, την 1η Οκτωβρίου 1945, στο κύριο άρθρο με τίτλο « Πού βαδίζουμε;» τονίζεται ότι για την ανασυγκρότηση του εκπαιδευτικού συστήματος … για την οπωσδήποτε υποφερτή λειτουργία των σχολείων πρέπει να διατεθούν χρήματα ώστε να αποκατασταθούν τα εναπομείναντα σχολικά κτίρια και να ανοικοδομηθούν καινούρια, πρέπει να πάψει η επίταξη των υπαρχόντων , να εξασφαλιστούν συσσίτια και ρουχισμός στους μαθητές και να δημιουργηθούν συνθήκες ασφάλειας, ώστε οι δάσκαλοι να εκτελούν το λειτούργημα τους χωρίς να κινδυνεύουν.
Το πρόβλημα της σχολικής στέγης είναι ιδιαίτερα οξύ. Τον Σεπτέμβριο του 1945, η εθνοφυλακή, οι συμμαχικές δυνάμεις και διάφορες υπηρεσίες εμφανίζεται ότι έχουν επιτάξει εβδομήντα σχολικά κτίρια, με αποτέλεσμα τριάντα χιλιάδες περίπου, μαθητές να κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς στέγη το σχολικό έτος που άρχιζε[8]. Τον ίδιο μήνα η Ελεύθερη Ελλάδα ζητά από το Υπουργείο της Παιδείας να πάρει ριζικά μέτρα για να λειτουργήσουν τα σχολεία και πρώτα πρώτα να παύσει τον διωγμό που ασκεί κατά των δημοκρατικών δασκάλων […] να ακυρώσει όλες τις μεταθέσεις και να παρατείνει τις αποσπάσεις…[9]
Κατά τη διάρκεια της κατοχής, με βάση μετριοπαθείς υπολογισμούς, καταστράφηκαν πάνω από 4.000 σχολεία και 200.000 θρανία. Κάνοντας απολογισμό της διδακτηριακής πολιτικής του κράτους στην αρθρογραφία της εποχής έκριναν ότι η κτιριακή υποδομή στην εκπαίδευση….είτανε πάντοτε κολοβή και τον καλό καιρό που χιλιάδες υπάρξεις στοιβάζονταν σε ανήλιαγες και βρώμικες χαμοκέλλες που χρησιμεύαν για σχολεία ή μέσα σε εκκλησίες αλλά στις συνθήκες της μεταπολεμικής Ελλάδας, η κατάσταση ήταν τόσο τραγική ώστε θα χρειαζόταν τουλάχιστον μία πενταετία για να αντιμετωπιστούν στοιχειωδώς οι ανάγκες σε διδακτικές αίθουσες.[10]
Στο τέλος του 1945,υπολογίζεται ότι το 45% των σχολείων και το 60% των αιθουσών παράδοσης είχαν καταστραφεί, ενώ από το Υπουργείο Παιδείας ανακοινώνεται πως δεν θα πραγματοποιηθούν αποσπάσεις εκπαιδευτικών από την Μακεδονία και τη Θράκη, καθώς τα περισσότερα σχολεία, στις περιοχές αυτές ήταν κλειστά λόγω έλλειψης δασκάλων,[11] ενώ στην Ήπειρο υπολογίστηκε ότι από τα εκατόν ογδόντα (180) σχολεία που λειτουργούσαν προπολεμικά , παρέμειναν ανοιχτά μετά την κατοχή μόλις δεκατέσσερα (14) .[12]
Πολύ μεγάλη είναι στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και η μαθητική διαρροή. Το οξύ πρόβλημα επιβίωσης που αντιμετωπίζει μεγάλο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού, σε συνδυασμό με την έλλειψη συσσιτίων, που στα τέλη του 1945, δεν έχουν γενικευθεί και προσφέρονται σε λίγα σχολεία, κρατά μεγάλο μέρος των παιδιών μακριά από το σχολείο.
Επιτάξεις κτιρίων, απολύσεις εκπαιδευτικών, κλείσιμο σχολικών μονάδων, ταλαιπωρίες και μεταθέσεις ανά την χώρα χωρίς να έχει ληφθεί πρόνοια για την ασφάλεια της ζωής των δασκάλων, για την εξεύρεση στέγης, για την διατροφή και την εγκατάστασή τους, χορός μεταθέσεων, ρουσφέτια των ισχυρών της ημέρας, προσπάθεια για να εισαχθεί, εκ νέου, η καθαρεύουσα στο δημοτικό σχολείο χαρακτήριζαν την κατάσταση στην παιδεία τον πρώτο μεταπολεμικό χρόνο και εξύφαιναν μία πραγματικότητα που οδηγούσε σε ομαδικές παραιτήσεις. Επιπροσθέτως και σε ότι αφορούσε την πολιτική ηγεσία και τον υπηρεσιακό υπουργό Παιδείας[13]…Το ενδιαφέρον του για την Εθνική Παιδεία συνοψίζεται στις αξιοθρήνητες εκείνες δηλώσεις του στις εφημερίδες, που έφερε ταυτόσημα τη σπουδαιότητα της Παιδείας μας μ’ ένα γεφύρι και πού άφησε τη φροντίδα της διδακτηριακής πολιτικής στο ενδιαφέρον της Αγροτράπεζας της Ελλάδος.[14]
Από τα μέσα του 1945, ξεκίνησε η συγκρότηση ειδικών επιτροπών ή «εκκαθαριστικών συμβουλίων», με σκοπό να κριθούν ποιοι εκπαιδευτικοί των δύο πρώτων βαθμίδων είχαν συμμετοχή εις το στασιαστικόν κίνημα της 3ης Δεκεμβρίου 1944. Μέχρι το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, οι επιτροπές είχαν εισηγηθεί στο υπουργείο Παιδείας να τεθούν σε διαθεσιμότητα εκατόν δύο (102) λειτουργοί της μέσης και ενενήντα τρεις (93) της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Στην πρωτοβάθμια ωστόσο, ο ρυθμός των εκκαθαρίσεων υπήρξε αργός, ως αποτέλεσμα, εν μέρει τουλάχιστον, της έντασης των διαμαρτυριών, κυρίως από την εαμική αριστερά, για ατεκμηρίωτες ή μεροληπτικές εισηγήσεις των επιτροπών αλλά και της αύξησης των κενών που καθιστούσε προβληματική τη λειτουργία των σχολείων. […]Οι προβλέψεις των ειδικών και η πείρα του ΄20 και του ΄35 μας πείθουν πως ο σάλος που θα δημιουργηθή στην εκπαίδευση με την περίφημη «εξυγίανση» θα ξεπεράση τα όρια κάθε άλλης αναμπουμπούλας. […] Πώς θα συμπληρωθούν τα κενά που μας άφησε η αλβανική αιματοχυσία και ο αφανισμός της τετράχρονης δουλείας στα οποία θα προστεθή και ο υπέρογκος αριθμός των εκκαθαριστέων διδασκάλων: Δεν θα δημιουργηθή κοινωνικό ζήτημα με τις χιλιάδες των σχολείων που θα κλείσουν;[15]
Ωστόσο και παρά τις αντιστάσεις, οι ετήσιες υπηρεσιακές κρίσεις των εκπαιδευτικών, που αποτελούσαν δομικό στοιχείο της εκπαιδευτικής διοίκησης, μεταβλήθηκαν σε άτυπη παράλληλη εκκαθαριστική διαδικασία. Εξωσχολικές καταγγελίες και πιέσεις, είτε από θεσμικούς φορείς, είτε από οργανωμένες ομάδες της Δεξιάς οδηγούσαν σε δυσμενή μετάθεση ή απόσπαση και συχνά σε εξαναγκασμό σε παραίτηση εκπαιδευτικών. [16]
Στις αρχές της ακαδημαϊκής χρονιάς 1946-1947 , ο υπουργός Παιδείας των Λαϊκών Α. Παπαδήμος, με βάση το λεγόμενο Θ΄ Ψήφισμα «περί εξυγιάνσεως των Δημοσίων Υπηρεσιών», (28-8- 1946) το οποίο αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου νεόκοπου κατασταλτικού νομοθετικού πλαισίου, θα διευρύνει και θα εντείνει τις διώξεις αριστερών εκπαιδευτικών από την εκπαίδευση. Ξεκινώντας από δεκαεφτά καθηγητές ανωτάτων ιδρυμάτων , θα επεκτείνει τις διώξεις μέσα σε ένα χρόνο σε ολόκληρο το εκπαιδευτικό σώμα. Ο εμφύλιος είχε ήδη αρχίσει.[17]
Σε ότι αφορά ωστόσο την στοιχειώδη και τη μέση εκπαίδευση, οι εκκαθαρίσεις, παρ’ ότι στρέφονταν, όπως και για το σύνολο της εκπαίδευσης, ενάντια στους αριστερούς δασκάλους και καθηγητές, σχεδόν αποκλειστικά, δεν παρέμειναν μόνο στο πεδίο, της διοικητικής εξουσίας, αλλά συνυφάνθηκαν κατά τρόπο καθοριστικό με βίαιες καθημερινές συγκρούσεις μέσα και έξω από τα σχολεία. Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής, που ασκήθηκε με ιδιαίτερη οξύτητα ενάντια στους εκπαιδευτικούς της επαρχίας, γνωστοί αριστεροί δάσκαλοι και καθηγητές αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σχολείο τους και να καταφύγουν στα μεγάλα αστικά κέντρα. Θα απολυθούν έτσι οριστικά, το επόμενο διάστημα, δι’ εγκατάλειψιν θέσεως πλέον των δέκα ημερών.[18] […] Από τη μια μεριά η «εκκαθάριση» κι’ από την άλλη οι «αποσπάσεις» καταδίκασαν την ύπαιθρο να μείνει χωρίς εκπαίδευση αφού τα περισσότερα σχολεία έχουν κλείσει. Άλλοτε, στην κατοχή, λειτουργούσαν περισσότερα σχολειά κι οι δάσκαλοι που διωρίζονταν σε κενές θέσεις είχαν περισσότερη ασφάλεια όταν ξεκινούσαν για την πιο απόμερη μεριά του Κράτους.[19]
Ο συνολικός αριθμός των δασκάλων που απολύθηκαν την περίοδο αυτή δεν είναι γνωστός με ακρίβεια, υπολογίζεται ωστόσο στο 10% όσων υπηρετούσαν στην πρωτοβάθμια την εποχή αυτή, κατά προσέγγιση 1.628 δάσκαλοι την περίοδο 1946-1950, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την εκπαίδευση και από αυτούς το ένα τέταρτο ήταν δασκάλες.[20]
Με τον εμφύλιο να σκιάζει τη μεταπολεμική πολιτική σκηνή και υπό τον φόβο ενός κινήματος που αμφισβητεί τις προπολεμικές κοινωνικές δομές και την αστική κυριαρχία η εκπαίδευση, ως εσωτερικός μηχανισμός αναπαραγωγής του κοινωνικού συστήματος, παίρνει ισχυρές εθνικιστικές κατευθύνσεις. Προβάλλει την κλασική κληρονομιά και την ιστορική συνέχεια του έθνους ως στοιχεία εθνικής ενότητας και επιβίωσης, ωραιοποιεί την εθνική συνοχή και την ταυτίζει με τη διατήρηση του κοινωνικού συστήματος και αντιπροτείνει μία μάχιμη χριστιανοσύνη στις ιδεολογίες της κοινωνικής απελευθέρωσης, σμιλεύοντας ένα ιδεολογικό οικοδόμημα που υπογραμμίζει την εξιδανικευμένη εθνική υπεροχή.
Οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές
Τα παιδιά της κατοχής
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει το εκπαιδευτικό σύστημα και ο διδασκαλικός κόσμος αμέσως μετά την κατοχή, είναι η εκρηκτική αύξηση της φυματίωσης στη χώρα. Η πείνα, οι κακουχίες και οι στερήσεις είχαν ως αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός παιδιών και εκπαιδευτικών να είναι φυματικοί ή προφυματικοί.
Στην έκθεση του ο αντιπρόσωπος της Ελλάδας στο εκπαιδευτικό συνέδριο του Λονδίνου, υπολόγιζε στις τριακόσιες χιλιάδες τα παιδιά που φοιτούσαν στα ελληνικά σχολεία και είτε είχαν προσβληθεί από τη νόσο, είτε νοσούσαν. Αριθμός τεράστιος για μία χώρα της οποίας ο πληθυσμός, είχε μειωθεί στα πέντε εκατομμύρια κατοίκους.[21]
Η κατάσταση των παιδιών στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια είναι τραγική. Σύμφωνα με στοιχεία που διασώζει ο επιθεωρητής Γεώργιος Δάνος σε άρθρο του στην Νεοελληνική Παιδεία το καλοκαίρι του 1946, την πλειοψηφία των παιδιών μαστίζουν αρρώστιες. Σύμφωνα με στοιχεία του Ελβετικού Ερυθρού Σταυρού, από το σύνολο των 65.000 παιδιών που εξετάστηκαν, στην Αθήνα, το 65-80% νοσούσε. Πάνω από τα μισά παιδιά (ποσοστό 51%) ήταν φυματικά ή προφυματικά, ενώ το 31% έπασχε από αρρώστιες του υποσιτισμού. Στην περιοχή της Καλλιθέας από τα τριακόσια δέκα οκτώ (318) παιδιά που εξετάστηκαν τα διακόσια ενενήντα πέντε (295) έπασχαν από φυματίωση και αδενοπάθεια. Στον Πειραιά εξετάστηκαν 18.000 μαθητές και οι αδενοπαθείς άγγιξαν το 75%, ενώ στη Θεσσαλονίκη από 65.000 παιδιά μόλις 1.500 βρέθηκαν υγιή.
Τον Σεπτέμβριο του 1947, (6/9/1947) ο ραδιοφωνικός σταθμός του Λονδίνου μετέδωσε στα ελληνικά τις εντυπώσεις της Μαίρης Τριβελιάν, μέλους της Εκπολιτιστικής Επιτροπής του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών η οποία περιόδευσε στην Ελλάδα, το έτος αυτό, για να εξετάσει , μεταξύ άλλων, το ζήτημα του επισιτισμού των μαθητών. Η εικόνα που μεταφέρει για την κατάσταση των μικρών παιδιών είναι οικτρή. Σπάνια συναντούσα παιδιά υγιή εις τα σχολεία, θα πει. Πολλά παιδιά ήταν αδενοπαθή, στο πρώτο στάδιο της φυματίωσης, ωστόσο συνωστίζονταν στις σχολικές αίθουσες μαζί με τα υγιή παιδιά, μεταφέροντας τη νόσο, αφού ο διαχωρισμός τους ήταν αδύνατος. Στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας η ελονοσία έκανε θραύση, ενώ οι υγειονομικές υπηρεσίες δεν μπορούσαν πρακτικά να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, λόγω οικονομικής αδυναμίας και έλλειψης φαρμάκων. […]συχνά ο ιατρός δεν μπορεί να διαθέση παρά μόνον ένα δισκίο κινίνης διά κάθε ασθενή. Λόγω της κακής διατροφής πολλά παιδιά ήταν ραχιτικά ή υπέφεραν από δερματικά νοσήματα. Οι αρρώστιες και οι τραυματικές συνθήκες του πολέμου είχαν ως αποτέλεσμα πολλά παιδιά να είναι νευρικά, να κουράζονται εύκολα και να είναι παράξενα, σύμφωνα με την έκφραση του μέλους της Εκπολιτιστικής Επιτροπής του Ο.Η.Ε. Όπως επισημαίνει η σίτιση των παιδιών είναι πρωταρχικής σημασίας, όμως το έργο της UNRA τελειώνει, πολλά συσσίτια έχουν σταματήσει, με αποτέλεσμα παιδιά των οποίων η υγεία είχε βελτιωθεί να χειροτερεύουν και πάλι, ενώ οι κτηνοτροφικές μονάδες που έχουν απομείνει στην χώρα δεν αρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες σε γάλα και δεν διατίθενται κονδύλια για εισαγωγή.[22]
Παρ’ όλα αυτά το Υπουργείο Παιδείας απέστειλε προς την POST UNRA RELIEF το πρόγραμμα συμπληρωματικής διατροφής των παιδιών της μαθητικής ηλικίας, που κατάρτισε για το σχολικό έτος 1947-48, από το μήνα Οκτώβριο έως τον Ιούνιο.
Αυτό αποτελούνταν από ένα ποτήρι γάλα με ζάχαρη και κακάο (γάλα 10 δράμια, ζάχαρη 4 δρμ. και κακάο 2 δρμ.) και από ένα σταφιδόψωμο (αλεύρι 20δρμ., σταφίδα 5 δρμ., λάδι 2δρμ., γάλα σε σκόνη 5 δρμ., και αλάτι 1δρμ.) καθημερινά για κάθε παιδί. Έδινε 508 θερμίδες και 23 γραμμάρια λεύκωμα εκ των οποίων τα 17,3 ήταν ζωικό.
Το Υπουργείο παρουσίαζε τους εξής λόγους για τους οποίους κατέληξε στο συγκεκριμένο συσσίτιο: 1)είχε μεγάλη θρεπτική αξία σε μικρό όγκο τροφής, 2) προμήθευε ζωικό λεύκωμα, ασβέστιο και ρυποφλαβίνη θρεπτικά συστατικά που είχαν ανάγκη τα παιδιά στην Ελλάδα, 3) ήταν εύκολη η διανομή και η παρασκευή του συγκεκριμένου συσσιτίου, 4) απαιτούσε ελάχιστη καύσιμη ύλη για να παρασκευασθεί, 5) δεν απαιτούσε ειδικό μάγειρο και 6) δεν απαιτούσε ειδικά επιτραπέζια σκεύη ούτε τραπεζαρία.
Οι λόγοι που προβάλλει το υπουργείο για την επιλογή του συγκεκριμένου συσσιτίου είναι αποκαλυπτικοί της κατάστασης που επικρατούσε στη χώρα. Το συσσίτιο δινόταν στο σχολείο, από τους δασκάλους που είχαν αναλάβει, χωρίς πρόσθετη αμοιβή, ανάμεσα στα άλλα καθήκοντά τους και την διανομή των συσσιτίων, και ήταν προσαρμοσμένο στις συνθήκες λειτουργίας της σχολικής μονάδας, δηλαδή στην πλήρη απουσία κάθε υλικοτεχνικής υποδομής. Ο τελευταίος ωστόσο λόγος, που το υπουργείο, επισήμως, επικαλούνταν είναι περισσότερο και από αποκαλυπτικός για τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και τον έλεγχο της αγοράς. Διότι αποβαίνει πολύ δύσκολος η διοχεύτεσις εις το εμπόριον των περιλαμβανομένων εις το διαιτολόγιον τροφίμων.[23] Πρόκειται για έμμεση παραδοχή της αδυναμίας του κράτους να ελέγξει τη διαφθορά και τους μηχανισμούς της μαύρης αγοράς και να προστατέψει τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα. Το Διδασκαλικόν Βήμα που παρουσιάζει στις στήλες του το συγκεκριμένο (υπ’ αριθ. 84258) έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας, αναρωτιέται δημόσια: Σ.Δ.Β. Το τελευταίο ήτο απαραίτητον να γραφή; Ίσως να γράφτηκε, γιατί η κατάσταση στη χώρα δεν ξένιζε πλέον κανένα.
Οι αρρώστιες που συνδέονταν με τους όρους διαβίωσης και διατροφής έπλητταν ιδιαίτερα τα παιδιά των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων. Νόσος των απόρων τάξεων αι οποίαι διαβιούν εις αθλιότητα, ακαθαρσία και ρυπαρότητα[24] το τράχωμα, πρόσβαλλε τα παιδιά από την βρεφική κιόλας ηλικία, εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος και οδηγούσε σταδιακά στην τύφλωση . Η περίπτωση αυτής της νόσου έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί καταδεικνύει ότι εκεί όπου υπήρξε κρατική μέριμνα και αποτελεσματικές πολιτικές πρόνοιας οι αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία των μαθητών περιορίστηκαν, ακόμα και σε αντίξοες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες.
Σύμφωνα με τον διευθυντή της Υπηρεσίας Σχολικής Υγιεινής, Δ. Στεφάνου, από την αρχή του σχολικού έτους 1937-38, έρευνα που διεξήγαγε η σχολιατρική υπηρεσία κατέδειξε ότι χιλιάδες τραχωματικοί μαθητές διαβιούσαν στην Αθήνα και στις μεγάλες πόλεις της χώρας. Το Δεκέμβριο του 1937 το Ανώτατο Υγειονομικό Συμβούλιο ενέκρινε πρόγραμμα διεξαγωγής αντιτραχωματικού αγώνα που οδήγησε στην ίδρυση τραχωματικών σχολείων στις μεγάλες πόλεις . Μία δεκαετία μετά την ίδρυσή τους ,το 1947, και παρά τις δυσκολίες που παρουσιάστηκαν από τις πολεμικές επιχειρήσεις που παρεμπόδισαν την επέκταση του προγράμματος στην επαρχία και οδήγησαν τμήματα του λαού στην εξαθλίωση, ο αντιτραχωματικός αγώνας είχε ως αποτέλεσμα να μειωθούν οι τραχωματικοί μαθητές από 7.731 το 1937 σε 2.360 το 1947 . Τη χρονιά αυτή λειτουργούσαν στην Αττική 30 τραχωματικά σχολεία ενώ παρέμεναν σε λειτουργία τα τραχωματικά σχολεία στο Βόλο , την Καλαμάτα, τα Χανιά και την Πρέβεζα. Ο συγγραφέας ζητά άμα ως αι ανώμαλοι περιστάσεις το επιτρέψουν… να διενεργηθεί έρευνα για τον εντοπισμό της νόσου σε όλα τα σχολεία της χώρας με σκοπό την ίδρυση τραχωματικών σχολείων σε όλη την επικράτεια που θα οδηγούσαν σε εξάλειψη της νόσου.[25]
Όσον αφορά την ψυχική και πνευματική κατάσταση των παιδιών την περίοδο αυτή,
σύμφωνα με τα πορίσματα του παιδαγωγικού συνεδρίου των σχολείων Ζαγορίου- Μετσόβου, τα παιδιά της κατοχής παρουσιάζουν εικόνα πρόωρης ενηλικίωσης και ανάπτυξη των νοητικών ικανοτήτων μεγαλύτερη της ηλικίας τους, ταυτόχρονα όμως η ψυχική τους υγεία εμφανίζεται κλονισμένη. Το συνέδριο διαπιστώνει άμβλυνση ορισμένων ψυχικών ιδιοτήτων όπως η παρατηρητικότητα , η προσοχή και η μνήμη. Παρατηρείται αστάθεια θέλησης και πλήρης αστάθεια επί των λοιπών εκδηλώσεων του χαρακτήρος και της προσωπικότητος.[26] Τα αποτελέσματα της ακραίας βίας, στην οποία τα μικρά παιδιά εκτέθηκαν, παρουσιάζονται στην συμπεριφορά τους και καταγράφονται ως άρνηση των μαθητών να πειθαρχήσουν, ροπή προς την αναρχίαν , την συκοφαντίαν, το ψεύδος, την ίδια ώρα που οι βιοτικές συνθήκες των ελληνικών οικογενειών και η κατάσταση του σχολικού δικτύου εμποδίζαν σε μεγάλο βαθμό την ομαλή φοίτηση των παιδιών στο σχολείο. Ο ομαλοποίηση της σχολικής ζωής, θεωρείται ένα από τα πρώτα μέτρα που πρέπει να παρθούν ώστε να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις των συνεχόμενων πολέμων στη νέα γενιά, καθώς κρίνεται πως το σχολείο που λαμβάνει υπόψη του τα ψυχολογικά δεδομένα των παιδιών και τους προσφέρει όσα περισσότερα μπορεί πολιτιστικά ερεθίσματα και μια πλούσια σε εκδηλώσεις μαθητική ζωή, μπορεί να αμβλύνει τις συνέπειες των τραυματικών βιωμάτων τους.
Φυματίωση : Μία επαγγελματική νόσος
Την ίδια στιγμή, σε ότι αφορούσε τους δασκάλους, σύμφωνα με έκθεση του Δ. Στεφάνου, διευθυντή στην υπηρεσία Σχολικής Υγιεινής του Υπουργείου Παιδείας, η φυματίωση είχε μεταβληθεί σε επαγγελματική νόσο.[27]
Ο Στεφάνου σημείωνε ότι από την εποχή του μεσοπολέμου ήδη , η νοσηρότητα των εκπαιδευτικών από φυματίωση, σε σχέση με άλλα επαγγέλματα, ήταν μεγαλύτερη. Νόσος που σχετίζεται με τις κοινωνικές συνθήκες και τους όρους διαβίωσης, σημείωσε εκρηκτική αύξηση κρουσμάτων, στο σύνολο του πληθυσμού, κατά τη διάρκεια της κατοχής, ως απότοκο των στερήσεων και των δεινών του πολέμου.
Ιδιαίτερα σε ότι αφορούσε το διδασκαλικό επάγγελμα το οποίο, όπως σημείωνε ο Στεφάνου, ήταν σκληρό, επίπονο και ασκούνταν, ακόμα και σε ειρηνικές περιόδους, σε δυσμενείς συνθήκες υγιεινής, η κατάσταση άσκησης του επαγγέλματος στη μεταπολεμική Ελλάδα έγινε τραγική , ικανή να κλονίσει την υγεία μεγάλου αριθμού εκπαιδευτικών, ιδιαίτερα επειδή συνδυαζόταν με πενιχρούς μισθούς που δεν επέτρεπαν μίαν υποφερτήν διαβίωσιν του διδασκαλικού κόσμου.
Οι συνθήκες διαβίωσης του μεγαλύτερου τμήματος του ελληνικού λαού ήταν εξαιρετικά κακές έως και άθλιες και οι δάσκαλοι δεν αποτελούσαν εξαίρεση, αφού ήταν υποχρεωμένοι να ζουν με μισθό η αγοραστική αξία του οποίου μόλις που άγγιζε το 15% της αξίας των προπολεμικών αποδοχών τους .[28] Οι κερδοσκόποι , έκρυβαν βασικά είδη διατροφής και πρώτης ανάγκης με σκοπό να πετύχουν την ανατίμησή τους, βυθίζοντας τις λαϊκές τάξεις σε ακόμα μεγαλύτερη εξαθλίωση. Την ίδια στιγμή το κράτος της εθνικοφροσύνης, το οποίο αδυνατούσε να ελέγξει τις τιμές, απαγόρευε ουσιαστικά κάθε διαμαρτυρία, ταυτίζοντας τη με κομμουνιστική εξέγερση , προκειμένου να βρει πρόσχημα, εν μέσω εμφυλίου, να εμποδίσει κάθε διεκδίκηση, απειλώντας με σοβαρές κυρώσεις όποιον αντιστέκονταν.
Η αλαζονεία και η αδιαφορία των κυβερνόντων, για τις συνθήκες διαβίωσης των λαϊκών στρωμάτων, ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις εντυπωσιακή. Στα τέλη του 1947, ανακοινώθηκε στον τύπο ότι τρόφιμα και φαρμακευτικό υλικό, μεγάλης αξίας, που βρίσκονταν στις κρατικές αποθήκες, κρίθηκαν ακατάλληλα και καταστράφηκαν. Οι αντιδράσεις ήταν οργισμένες. […] Εις εποχήν καθ΄ην ο λαός λιμώττει, οι ασθενείς αποθνήσκουν δι’ έλλειψιν φαρμάκων, οι πρόσφυγες τρέμουν από το ψύχος και οι δημόσιοι υπάλληλοι πένονται, γίνονται πρωτόκολλα καταστροφής των ειδών πρώτης ανάγκης από τα όργανα του κράτους!!Η κυβέρνησις […] πρέπει χωρίς ενδοιασμόν να συλλάβη αμέσως και να κρεμάση εις την πλατείαν του Συντάγματος τους υπευθύνους της τοιαύτης εγκληματικής αδιαφορίας… [29] Η αντίδραση της κυβέρνησης υπήρξε διαφορετική. Ο υπουργός Συντονισμού Στέφανος Στεφανόπουλος θα δηλώσει ότι το Δημόσιο δεν ζημιώθηκε από την καταστροφή αυτή, γιατί οι ποσότητες των χαλασμένων τροφίμων πουλήθηκαν σε κτηνοτρόφους , ως ζωοτροφές, και το κράτος πέτυχε καλύτερη τιμή πώλησης, απ’ ότι αν τα διέθετε προς πώληση στην αγορά των ειδών πρώτης ανάγκης. Ας τα αφήσουν λοιπόν να σαπίσουν όλα ήταν η ειρωνική απάντηση του Διδασκαλικού Βήματος.[30]
Σε αυτές τις συνθήκες η ΔΟΕ προσπαθούσε να διεκδικήσει καλύτερους όρους διαβίωσης. Ο δάσκαλος […] γνωρίζει ότι οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου με την λύσσαν του απλήστου πλουτισμού των είναι οι εκμεταλλευταί της δυστυχίας του. Και ίσταται εν μέσω αυτών εις θέσιν αμύνης.[…] Γνωρίζη καλώς ότι οι αρνηταί των στοιχειωδών ανθρωπίνων του δικαιωμάτων θα του προτάξουν κακόν χαρακτηρισμόν […] Ας έχη υπ’ όψει της (η κυβέρνηση) ότι ούτε η άρσις της μονιμότητος , ούτε η αναστολή του δικαιώματος της απεργίας , ούτε η εξυγίανσις , ούτε τα μέτρα νομιμοφροσύνης , ημπορούν να αναγκάσουν τη φωνήν του δικαίου των δημοσίων υπαλλήλων να σιγήση…[31]
Κατά το έτος 1943-44, η Σχολιατρική Υπηρεσία προχώρησε σε εξέταση των δασκάλων των δημοτικών σχολείων της Αθήνας, για να διαπιστώσει την κατάσταση της υγείας του εκπαιδευτικού προσωπικού. Παρ’ ότι οι εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες διεξαγωγής της έρευνας δεν επέτρεψαν την ολοκλήρωση της εξέτασης του συνόλου των εκπαιδευτικών λειτουργών της πρωτεύουσας, τα αποτελέσματα στα οποία κατέληξε είναι διαφωτιστικά για την κατάσταση του διδασκαλικού κόσμου την εποχή αυτή. Εξετάστηκαν εννιακόσιοι ενενήντα έξι δάσκαλοι, αριθμός που αντιστοιχούσε, την εποχή αυτή στο ένα εικοστό τρίτο (1/23) του συνόλου των δασκάλων της χώρας. Λιγότερο από το ένα δεύτερο των δασκάλων που εξετάστηκαν βρέθηκαν υγιείς. Επί συνόλου εννιακοσίων ενενήντα έξι (996) , υγιείς κρίθηκαν μόνο οι τριακόσιοι ενενήντα οκτώ (398) ποσοστό 39,47% , ενώ νοσούντες με διάφορες παθήσεις που είχαν ανάγκη παρακολούθησης και- σε αρκετές περιπτώσεις- νοσηλείας , πεντακόσιοι σαράντα τέσσερις (544) δάσκαλοι, δηλαδή περισσότεροι από τους μισούς ( 54,61%) . Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν και πενήντα εννέα (59)δάσκαλοι, (5,92%) που βρέθηκαν ασθενείς με σοβαρές παθήσεις, κρίθηκε ότι δεν μπορούσαν να εργαστούν στο σχολείο και είχαν ανάγκη άμεσης νοσηλείας.
Στα νοσήματα για τα οποία εξετάστηκαν οι δάσκαλοι δεν υπολογίσθηκαν, σε αυτήν την έρευνα, οι νευροψυχικές παθήσεις. Κατά την άποψη του Στεφάνου αν είχαν συνυπολογισθεί τα ποσοστά της νοσηρότητας θα αυξάνονταν και άλλο.
Ιδιαίτερη προσοχή δίνει στην φυματίωση. Το 6% των ασθενών δασκάλων νοσούσαν από φυματίωση διαφόρων σταδίων. Η αρρώστια υποστηρίζει, ήταν ιδιαίτερα συχνή στον διδασκαλικό κόσμο σε βαθμό που συγκαταλεγόταν «μεταξύ των λεγομένων “επαγγελματικών νόσων”» και κρινόταν ιδιαιτέρως επικίνδυνη, διότι ήταν μεταδοτική.
Ο Στεφάνου, υπολογίζει ότι στην Ελλάδα προπολεμικά, με βάση τις αναρρωτικές άδειες και τις απαλλαγές από την υπηρεσία που είχαν χορηγηθεί, το ποσοστό των φυματικών δασκάλων άγγιζε το 3-4% του συνόλου των διδασκόντων, τη στιγμή που , σύμφωνα με ξένες στατιστικές, το ποσοστό των φυματικών δασκάλων στην Ευρώπη κυμαίνονταν στο 1-4% του συνόλου των υπηρετούντων στα σχολεία. Παρ’ ότι, όπως επισημαίνει, τα μεταπολεμικά ποσοστά της νόσου στην ελληνική περίπτωση δεν προέρχονταν από συστηματική ιατρική εξέταση του συνόλου των εκπαιδευτικών, οι κακουχίες του πολέμου και ιδιαίτερα ο υποσιτισμός, που μάστιζε την ελληνική κοινωνία και κυρίως τους οικονομικά αδύναμους, όπως ήταν οι δάσκαλοι, ήταν τόσο γενικευμένος, ώστε […] η εκ φυματιώσεως νοσηρότης των διδασκάλων μας μεταπολεμικώς δεν πρέπει να υπολογισθή κατωτέρα του 4% ουδόλως μάλιστα απίθανον να είνε και μεγαλυτέρα.
Υπολογίζει ότι αν οι υπηρετούντες δάσκαλοι το 1945 άγγιζαν τις είκοσι τρεις χιλιάδες (23.000) πανελληνίως, τότε χίλιοι (1000) ανάμεσά τους ήταν φυματικοί.
Όμως αν η κατάσταση της υγείας του διδασκαλικού κόσμου το 1945 ήταν κακή, η κρατική πρόνοια για τους πάσχοντες ήταν απελπιστική. Όπως αναφέρει ο διευθυντής της υπηρεσίας Σχολικής Υγιεινής, η νομοθεσία μέχρι και λίγο πριν από τον Οκτώβρη του 1947, χορηγούσε στον φυματικό δάσκαλο λίγους μήνες άδειας μετ’ αποδοχών μετά το πέρας των οποίων απολυόταν από την υπηρεσία. Η φυματίωση όμως δεν ήταν μία αρρώστια που μπορούσε, ιδιαίτερα την εποχή εκείνη που δεν υπήρχαν οι σημερινές αποτελεσματικές φαρμακευτικές θεραπείες , να αντιμετωπιστεί εντός λίγων μηνών. Κατά συνέπεια ο ασθενής δάσκαλος, ιδιαίτερα εκείνος που δεν δικαιούνταν σύνταξης, αντιμετώπιζε το φάσμα του εκ πείνης θανάτου, και αγωνιζόταν να αποκρύψει την ασθένεια του και να παραμείνει εργαζόμενος όσο και όπως μπορούσε . Η συγκεκριμένη κρατική πολιτική πρόνοιας, σε συνδυασμό με την έλλειψη επαρκούς σχολιατρικού ελέγχου, είχε ως αποτέλεσμα να παραμένουν στα σχολεία εκατοντάδες φυματικών διδασκάλων θέτοντας σε κίνδυνο την ήδη εύθραυστη υγείας τους και συμβάλλοντας στην εξάπλωση της φυματίωσης στα σχολεία.
Τι θα απογίνη ο φυματικός διδάσκαλος, όταν λόγω της νόσου του θα απομακρυνθή του σχολείου; Καταρχήν πρέπει ούτως να εύρη επαρκή τα μέσα της θεραπείας του. Και η αρχή αυτή πρέπει να επικρατήσει όχι μόνον εξ ανθρωπιστικών λόγων , αλλά και προς το συμφέρον της εκπαιδεύσεως και των μαθητών. Εφ’ όσον ούτος έπαθεν εκ της φυματιώσεως εν υπηρεσία και ενδεχομένως και εκ της υπηρεσίας, το Κράτος υποχρεούται να παράσχη εις αυτόν τα μέσα της νοσηλείας και θεραπείας. Αφ’ ότου και όπου αι νομοθεσίαι ησφάλισαν εις τους πάσχοντας εκ της νόσου διδασκάλους την δυνατότητα της θεραπείας των διά της χορηγήσεως μακρών αναρρωτικών αδειών μετ’ αποδοχών , διηυκολύνθη τα μέγιστα η έγκαιρος ανίχνευσις της φυματιώσεως των εν υπηρεσία διδασκάλων , διότι οι πάσχοντες δεν έχουν πλέον λόγους να αποκρύπτουν την νόσον των…
Για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση ο Στεφάνου πρότεινε: α) Αυστηρή ιατρική εξέταση των υποψήφιων σπουδαστών των Παιδαγωγικών Ακαδημιών. β) Ιατρική εξέταση των υποψηφίων για διορισμό δασκάλων γ) Περιοδική ιατρική εξέταση όλων των εν ενεργεία εκπαιδευτικών για τον εντοπισμό των ασθενών και την απομάκρυνσή τους από την τάξη. δ) Αύξηση του χρόνου αναρρωτικής άδειας μετ’ αποδοχών για τον φυματικό δάσκαλο. ε) Χορήγηση πλήρους μισθού και κατά το δεύτερο έτος αναρρωτικής άδειας, στους ασθενείς, αν χρειαστεί. … και εξ’ άλλου είνε ακατανόητον αλλά και απάνθρωπον κατά το δεύτερον έτος της αδείας να περικόπτεται από τους φυματικούς διδασκάλους το ήμισυ των αποδοχών των προκειμένου μάλιστα περί νόσου , η οποία απαιτεί προπαντός θεραπείαν υπερσιτισμού. στ) Να υπάρξει μέριμνα για τις «εξωπνευμονικές» μορφές της φυματίωσης π.χ. της σπονδυλικής στήλης και των αρθρώσεων που απαιτούν για τη θεραπεία τους μεγάλα διαστήματα ακινησίας και για τις οποίες δεν προβλέπονταν απολύτως τίποτα από τη νομοθεσία. ζ) Να αντιμετωπιστεί γενικότερα το ζήτημα της δωρεάν ιατρικής περίθαλψης των εκπαιδευτικών και ειδικότερα όσων νοσούν από ψυχιατρικά προβλήματα και φυματίωση γιατί αυτές οι αρρώστιες απαιτούν μακροχρόνιες θεραπείες που κανείς εκπαιδευτικός δεν ημπορεί διά των αποδοχών του να αντιμετωπίση η) Να ιδρυθεί ταμείο Υγείας και Πρόνοιας διδασκάλων.
Από τα όσα αναφέρει ο Στεφάνου στο άρθρο του προκύπτει ότι οι υπηρεσίες υγιεινής ετοιμάζονταν να προχωρήσουν σε ιατρική εξέταση του συνόλου του εκπαιδευτικού προσωπικού και να δημιουργήσουν για κάθε εκπαιδευτικό δελτίο υγείας, ώστε να εξαχθούν έγκυρα συμπεράσματα για την κατάσταση της υγείας των διδασκόντων και να προταθούν αποτελεσματικές πολιτικές αντιμετώπισης της κατάστασης.
Οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, του εμφυλίου και της μετεμφυλιακής Ελλάδας, δεν θα επιτρέψουν σε αυτά τα σχέδια να ευοδωθούν. Θα χρειαστούν μακροχρόνιοι και σκληροί αγώνες του διδασκαλικού κόσμου για να κατακτηθούν καλύτεροι όροι άσκησης του επαγγέλματος και βελτίωσης της θέσης των δασκάλων στην ελληνική κοινωνία. Αυτών των ανώνυμων δασκάλων που, παρά τις τραγικές συνθήκες και την απώλεια των πλέον δραστήριων και δυναμικών στελεχών τους κατά τη διάρκεια της κατοχής, της αντίστασης και του εμφυλίου, κράτησαν στα χέρια τους την εκπαίδευση των λαϊκών στρωμάτων στη χώρα και έδωσαν συχνά, στο μέτρο των δυνάμεων τους, μία βουβή, άχαρη, καθημερινή μάχη με τις μικρές και μεγάλες αντιξοότητες για να την κρατήσουν ζωντανή. Αυτές οι λίγες γραμμές αφιερώνονται στη μνήμη τους.
Η κατάσταση της εκπαίδευσης
Για τη μεταπολεμική Ελλάδα, το 1945, είναι η εποχή που η πολιτική κατάσταση είναι ακόμα ρευστή, τα σημαντικότερα κοινωνικά διακυβεύματα είναι ακόμη ανοιχτά και η κρατική ανασυγκρότηση πρέπει να αρχίσει από την αρχή.
Ταυτόχρονα είναι η χρονιά, που θα συντελεστεί ριζική ανατροπή του πολιτικού σκηνικού που είχε δημιουργηθεί στη χώρα κατά τη διάρκεια της κατοχής και των πρώτων ημερών της απελευθέρωσης. Το Φεβρουάριο (12/2/1945) υπογράφτηκε η συμφωνία της Βάρκιζας, ανάμεσα στον ΕΑΜ και στην κυβέρνηση Πλαστήρα, η τελευταία πράξη των Δεκεμβριανών. Η συμφωνία όριζε την διάλυση του ΕΛΑΣ και την παράδοση του οπλισμού του, και έγινε η απαρχή για μία περίοδο συστηματικών μαζικών διώξεων, συλλήψεων και φυλακίσεων, των αγωνιστών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, της μεγαλύτερης αντιστασιακής οργάνωσης της χώρας, στους
μήνες που ακολούθησαν την υπογραφή της συμφωνίας και μέχρι τις εκλογές του Μαρτίου του 1946. Στόχος των διώξεων ήταν η αποδυνάμωση του ΕΑΜ, μέσα από την εξουδετέρωση των κοινωνικών του ερεισμάτων και τη διάλυση των οργανώσεών του και συνέπλεε με την Βρετανική εξωτερική πολιτική που δεν μπορούσε να αποδεχθεί μία πολιτική λύση, στην απελευθερωμένη Ελλάδα, η οποία θα συμπεριλάμβανε το ΕΑΜ, μία οργάνωση στην οποία συμμετείχαν και ηγούνταν κομμουνιστές και είχε σοσιαλιστικά οράματα. Η περίοδος αυτή που έμεινε γνωστή ως η περίοδος της «λευκής τρομοκρατίας», χαρακτηρίστηκε από την προσπάθεια απομάκρυνσης όλων των φιλο-εαμικών στοιχείων από τον κρατικό μηχανισμό, τη στελέχωσή του με αντικομουνιστές και την ανατροπή των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών, που ο μεγάλος αντιστασιακός αγώνας είχε δημιουργήσει στη χώρα, διά μέσου μίας ακραίας βίας και πόλωσης που προανήγγειλε ουσιαστικά τον εμφύλιο.
Αμέσως μετά τον πόλεμο, ένα από τα αιτήματα του διδασκαλικού κόσμου αποτελεί η τιμωρία των δοσίλογων, όλων εκείνων που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή. Η ανοικοδόμηση της Παιδείας δεν μπορεί να αρχίσει αν δεν προηγηθεί ο ηθικός καθαρμός όλων εκείνων των δοσιλόγων στοιχείων που μέχρι τα χθες είχαν μετατρέψει την ανωτάτη και κατωτάτη εκπαίδευση σε μέσο χιτλερικής και ιταλικής προπαγάνδας.[1]
Τη χρονιά αυτή συστάθηκαν τα Ειδικά Δικαστήρια Δοσιλόγων για να εκδικάσουν τα εγκλήματα όσων είχαν συνεργαστεί με τις αρχές Κατοχής.[2] Οι κατηγορίες των δοσίλογων ήταν τρεις: α) οι υπουργοί των κατοχικών κυβερνήσεων που είχαν συνεργαστεί με τον εχθρό β) μέλη της Αστυνομίας, της Χωροφυλακής και των Ταγμάτων Ασφαλείας γ) και οι κοινοί εγκληματίες, δηλ. μαυραγορίτες, κερδοσκόποι, πράκτορες της Gestapo, καταδότες και Έλληνες Ναζί.[3]
Τον Οκτώβρη του 1945, ολοκληρώθηκε η δίκη των πρωτεργατών της Ειδικής ασφάλειας.[4] Ο διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας υποστράτηγος Αλέξανδρος Λάμπου, ο υποδιοικητής συνταγματάρχης Αναστάσιος Πάτερης, ο Ευσέβιος Παρθενίου και άλλοι καταδικάστηκαν, ορισμένοι «εις θάνατον» και άλλοι σε ισόβια.
Ο διδασκαλικός κόσμος πλήρωσε με το αίμα του την αιμοβορική δίψα των τεράτων Λάμπου και Σία. Η θυσία των εκλεκτών του που άδικα ωδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα της Καισαριανής θα μένει σαν ένα αιώνιο και ακατάλυτο παράδειγμα της μεγάλης αυτής αδικίας που διαπράχθηκε σε βάρος του από τα ανθρωπόμορφα αυτά τέρατα. Τα ονόματα του Δημητράτου, Παρασκευόπουλου και άλλων […] θα συμβολίζουν το παράδειγμα της υπέρτατης για την πατρίδα θυσίας, θυσίας που την επέβαλε άσκοπα η προδοσία και η αιμοβορία της Ειδικής Ασφάλειας, που έγινε τυφλό όργανο του καταχτητή και πρόδωσε την Ελλάδα και τον αγώνα της λευτεριάς της . Ο δασκαλικός κόσμος ζητά από την Ελλάδα της 28ης του 8βρη ένα αίτημα μόνο. Το άδικο αίμα που έδωσε από το τίμιο σώμα του να μην πάει χαμένο. Το αίμα των αθώων θυμάτων του σκοπευτηρίου να ξεπλύνει από το ελληνικό λεξικό τις δύο απαίσιες λέξεις : Ειδική ασφάλεια.[5]
Ωστόσο το αίτημα της κάθαρσης δεν φαίνεται να ικανοποιείται. Ελάχιστα χρόνια μετά, συμπλέοντας με τους νικητές του εμφυλίου, οι πρωτεργάτες της Ειδικής Ασφάλειας αποφυλακίστηκαν και ορισμένοι συνέχισαν τη σταδιοδρομία τους στη Χωροφυλακή, με τον Πάτερη μάλιστα να γίνεται και αρχηγός του Σώματος την περίοδο 1954 – 1957.[6] Υπόδικοι, άνθρωποι του Μεταξά, συνεργάτες των κατοχικών κυβερνήσεων, καταγγέλλεται ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο υπουργείο Παιδείας, εργαζόμενοι παρασκηνιακά, πρόθυμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη νέα ηγεσία,… θεράποντες κακοί του ενός ή του άλλου «αφέντη», αδιάφορο αν ήταν ο αφέντης αυτός ξένος καταχτητής ή δοσίλογο κράτος.[7]
Το 1945 , όπως επισημαίνεται, δεν οδήγησε στην ανόρθωση της Παιδείας αντίθετα σημειώθηκε οπισθοδρόμηση σε βασικούς τομείς. Στο Διδασκαλικό Βήμα, την 1η Οκτωβρίου 1945, στο κύριο άρθρο με τίτλο « Πού βαδίζουμε;» τονίζεται ότι για την ανασυγκρότηση του εκπαιδευτικού συστήματος … για την οπωσδήποτε υποφερτή λειτουργία των σχολείων πρέπει να διατεθούν χρήματα ώστε να αποκατασταθούν τα εναπομείναντα σχολικά κτίρια και να ανοικοδομηθούν καινούρια, πρέπει να πάψει η επίταξη των υπαρχόντων , να εξασφαλιστούν συσσίτια και ρουχισμός στους μαθητές και να δημιουργηθούν συνθήκες ασφάλειας, ώστε οι δάσκαλοι να εκτελούν το λειτούργημα τους χωρίς να κινδυνεύουν.
Το πρόβλημα της σχολικής στέγης είναι ιδιαίτερα οξύ. Τον Σεπτέμβριο του 1945, η εθνοφυλακή, οι συμμαχικές δυνάμεις και διάφορες υπηρεσίες εμφανίζεται ότι έχουν επιτάξει εβδομήντα σχολικά κτίρια, με αποτέλεσμα τριάντα χιλιάδες περίπου, μαθητές να κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς στέγη το σχολικό έτος που άρχιζε[8]. Τον ίδιο μήνα η Ελεύθερη Ελλάδα ζητά από το Υπουργείο της Παιδείας να πάρει ριζικά μέτρα για να λειτουργήσουν τα σχολεία και πρώτα πρώτα να παύσει τον διωγμό που ασκεί κατά των δημοκρατικών δασκάλων […] να ακυρώσει όλες τις μεταθέσεις και να παρατείνει τις αποσπάσεις…[9]
Κατά τη διάρκεια της κατοχής, με βάση μετριοπαθείς υπολογισμούς, καταστράφηκαν πάνω από 4.000 σχολεία και 200.000 θρανία. Κάνοντας απολογισμό της διδακτηριακής πολιτικής του κράτους στην αρθρογραφία της εποχής έκριναν ότι η κτιριακή υποδομή στην εκπαίδευση….είτανε πάντοτε κολοβή και τον καλό καιρό που χιλιάδες υπάρξεις στοιβάζονταν σε ανήλιαγες και βρώμικες χαμοκέλλες που χρησιμεύαν για σχολεία ή μέσα σε εκκλησίες αλλά στις συνθήκες της μεταπολεμικής Ελλάδας, η κατάσταση ήταν τόσο τραγική ώστε θα χρειαζόταν τουλάχιστον μία πενταετία για να αντιμετωπιστούν στοιχειωδώς οι ανάγκες σε διδακτικές αίθουσες.[10]
Στο τέλος του 1945,υπολογίζεται ότι το 45% των σχολείων και το 60% των αιθουσών παράδοσης είχαν καταστραφεί, ενώ από το Υπουργείο Παιδείας ανακοινώνεται πως δεν θα πραγματοποιηθούν αποσπάσεις εκπαιδευτικών από την Μακεδονία και τη Θράκη, καθώς τα περισσότερα σχολεία, στις περιοχές αυτές ήταν κλειστά λόγω έλλειψης δασκάλων,[11] ενώ στην Ήπειρο υπολογίστηκε ότι από τα εκατόν ογδόντα (180) σχολεία που λειτουργούσαν προπολεμικά , παρέμειναν ανοιχτά μετά την κατοχή μόλις δεκατέσσερα (14) .[12]
Πολύ μεγάλη είναι στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και η μαθητική διαρροή. Το οξύ πρόβλημα επιβίωσης που αντιμετωπίζει μεγάλο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού, σε συνδυασμό με την έλλειψη συσσιτίων, που στα τέλη του 1945, δεν έχουν γενικευθεί και προσφέρονται σε λίγα σχολεία, κρατά μεγάλο μέρος των παιδιών μακριά από το σχολείο.
Επιτάξεις κτιρίων, απολύσεις εκπαιδευτικών, κλείσιμο σχολικών μονάδων, ταλαιπωρίες και μεταθέσεις ανά την χώρα χωρίς να έχει ληφθεί πρόνοια για την ασφάλεια της ζωής των δασκάλων, για την εξεύρεση στέγης, για την διατροφή και την εγκατάστασή τους, χορός μεταθέσεων, ρουσφέτια των ισχυρών της ημέρας, προσπάθεια για να εισαχθεί, εκ νέου, η καθαρεύουσα στο δημοτικό σχολείο χαρακτήριζαν την κατάσταση στην παιδεία τον πρώτο μεταπολεμικό χρόνο και εξύφαιναν μία πραγματικότητα που οδηγούσε σε ομαδικές παραιτήσεις. Επιπροσθέτως και σε ότι αφορούσε την πολιτική ηγεσία και τον υπηρεσιακό υπουργό Παιδείας[13]…Το ενδιαφέρον του για την Εθνική Παιδεία συνοψίζεται στις αξιοθρήνητες εκείνες δηλώσεις του στις εφημερίδες, που έφερε ταυτόσημα τη σπουδαιότητα της Παιδείας μας μ’ ένα γεφύρι και πού άφησε τη φροντίδα της διδακτηριακής πολιτικής στο ενδιαφέρον της Αγροτράπεζας της Ελλάδος.[14]
Από τα μέσα του 1945, ξεκίνησε η συγκρότηση ειδικών επιτροπών ή «εκκαθαριστικών συμβουλίων», με σκοπό να κριθούν ποιοι εκπαιδευτικοί των δύο πρώτων βαθμίδων είχαν συμμετοχή εις το στασιαστικόν κίνημα της 3ης Δεκεμβρίου 1944. Μέχρι το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, οι επιτροπές είχαν εισηγηθεί στο υπουργείο Παιδείας να τεθούν σε διαθεσιμότητα εκατόν δύο (102) λειτουργοί της μέσης και ενενήντα τρεις (93) της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Στην πρωτοβάθμια ωστόσο, ο ρυθμός των εκκαθαρίσεων υπήρξε αργός, ως αποτέλεσμα, εν μέρει τουλάχιστον, της έντασης των διαμαρτυριών, κυρίως από την εαμική αριστερά, για ατεκμηρίωτες ή μεροληπτικές εισηγήσεις των επιτροπών αλλά και της αύξησης των κενών που καθιστούσε προβληματική τη λειτουργία των σχολείων. […]Οι προβλέψεις των ειδικών και η πείρα του ΄20 και του ΄35 μας πείθουν πως ο σάλος που θα δημιουργηθή στην εκπαίδευση με την περίφημη «εξυγίανση» θα ξεπεράση τα όρια κάθε άλλης αναμπουμπούλας. […] Πώς θα συμπληρωθούν τα κενά που μας άφησε η αλβανική αιματοχυσία και ο αφανισμός της τετράχρονης δουλείας στα οποία θα προστεθή και ο υπέρογκος αριθμός των εκκαθαριστέων διδασκάλων: Δεν θα δημιουργηθή κοινωνικό ζήτημα με τις χιλιάδες των σχολείων που θα κλείσουν;[15]
Ωστόσο και παρά τις αντιστάσεις, οι ετήσιες υπηρεσιακές κρίσεις των εκπαιδευτικών, που αποτελούσαν δομικό στοιχείο της εκπαιδευτικής διοίκησης, μεταβλήθηκαν σε άτυπη παράλληλη εκκαθαριστική διαδικασία. Εξωσχολικές καταγγελίες και πιέσεις, είτε από θεσμικούς φορείς, είτε από οργανωμένες ομάδες της Δεξιάς οδηγούσαν σε δυσμενή μετάθεση ή απόσπαση και συχνά σε εξαναγκασμό σε παραίτηση εκπαιδευτικών. [16]
Στις αρχές της ακαδημαϊκής χρονιάς 1946-1947 , ο υπουργός Παιδείας των Λαϊκών Α. Παπαδήμος, με βάση το λεγόμενο Θ΄ Ψήφισμα «περί εξυγιάνσεως των Δημοσίων Υπηρεσιών», (28-8- 1946) το οποίο αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου νεόκοπου κατασταλτικού νομοθετικού πλαισίου, θα διευρύνει και θα εντείνει τις διώξεις αριστερών εκπαιδευτικών από την εκπαίδευση. Ξεκινώντας από δεκαεφτά καθηγητές ανωτάτων ιδρυμάτων , θα επεκτείνει τις διώξεις μέσα σε ένα χρόνο σε ολόκληρο το εκπαιδευτικό σώμα. Ο εμφύλιος είχε ήδη αρχίσει.[17]
Σε ότι αφορά ωστόσο την στοιχειώδη και τη μέση εκπαίδευση, οι εκκαθαρίσεις, παρ’ ότι στρέφονταν, όπως και για το σύνολο της εκπαίδευσης, ενάντια στους αριστερούς δασκάλους και καθηγητές, σχεδόν αποκλειστικά, δεν παρέμειναν μόνο στο πεδίο, της διοικητικής εξουσίας, αλλά συνυφάνθηκαν κατά τρόπο καθοριστικό με βίαιες καθημερινές συγκρούσεις μέσα και έξω από τα σχολεία. Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής, που ασκήθηκε με ιδιαίτερη οξύτητα ενάντια στους εκπαιδευτικούς της επαρχίας, γνωστοί αριστεροί δάσκαλοι και καθηγητές αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σχολείο τους και να καταφύγουν στα μεγάλα αστικά κέντρα. Θα απολυθούν έτσι οριστικά, το επόμενο διάστημα, δι’ εγκατάλειψιν θέσεως πλέον των δέκα ημερών.[18] […] Από τη μια μεριά η «εκκαθάριση» κι’ από την άλλη οι «αποσπάσεις» καταδίκασαν την ύπαιθρο να μείνει χωρίς εκπαίδευση αφού τα περισσότερα σχολεία έχουν κλείσει. Άλλοτε, στην κατοχή, λειτουργούσαν περισσότερα σχολειά κι οι δάσκαλοι που διωρίζονταν σε κενές θέσεις είχαν περισσότερη ασφάλεια όταν ξεκινούσαν για την πιο απόμερη μεριά του Κράτους.[19]
Ο συνολικός αριθμός των δασκάλων που απολύθηκαν την περίοδο αυτή δεν είναι γνωστός με ακρίβεια, υπολογίζεται ωστόσο στο 10% όσων υπηρετούσαν στην πρωτοβάθμια την εποχή αυτή, κατά προσέγγιση 1.628 δάσκαλοι την περίοδο 1946-1950, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την εκπαίδευση και από αυτούς το ένα τέταρτο ήταν δασκάλες.[20]
Με τον εμφύλιο να σκιάζει τη μεταπολεμική πολιτική σκηνή και υπό τον φόβο ενός κινήματος που αμφισβητεί τις προπολεμικές κοινωνικές δομές και την αστική κυριαρχία η εκπαίδευση, ως εσωτερικός μηχανισμός αναπαραγωγής του κοινωνικού συστήματος, παίρνει ισχυρές εθνικιστικές κατευθύνσεις. Προβάλλει την κλασική κληρονομιά και την ιστορική συνέχεια του έθνους ως στοιχεία εθνικής ενότητας και επιβίωσης, ωραιοποιεί την εθνική συνοχή και την ταυτίζει με τη διατήρηση του κοινωνικού συστήματος και αντιπροτείνει μία μάχιμη χριστιανοσύνη στις ιδεολογίες της κοινωνικής απελευθέρωσης, σμιλεύοντας ένα ιδεολογικό οικοδόμημα που υπογραμμίζει την εξιδανικευμένη εθνική υπεροχή.
Οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές
Τα παιδιά της κατοχής
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει το εκπαιδευτικό σύστημα και ο διδασκαλικός κόσμος αμέσως μετά την κατοχή, είναι η εκρηκτική αύξηση της φυματίωσης στη χώρα. Η πείνα, οι κακουχίες και οι στερήσεις είχαν ως αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός παιδιών και εκπαιδευτικών να είναι φυματικοί ή προφυματικοί.
Στην έκθεση του ο αντιπρόσωπος της Ελλάδας στο εκπαιδευτικό συνέδριο του Λονδίνου, υπολόγιζε στις τριακόσιες χιλιάδες τα παιδιά που φοιτούσαν στα ελληνικά σχολεία και είτε είχαν προσβληθεί από τη νόσο, είτε νοσούσαν. Αριθμός τεράστιος για μία χώρα της οποίας ο πληθυσμός, είχε μειωθεί στα πέντε εκατομμύρια κατοίκους.[21]
Η κατάσταση των παιδιών στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια είναι τραγική. Σύμφωνα με στοιχεία που διασώζει ο επιθεωρητής Γεώργιος Δάνος σε άρθρο του στην Νεοελληνική Παιδεία το καλοκαίρι του 1946, την πλειοψηφία των παιδιών μαστίζουν αρρώστιες. Σύμφωνα με στοιχεία του Ελβετικού Ερυθρού Σταυρού, από το σύνολο των 65.000 παιδιών που εξετάστηκαν, στην Αθήνα, το 65-80% νοσούσε. Πάνω από τα μισά παιδιά (ποσοστό 51%) ήταν φυματικά ή προφυματικά, ενώ το 31% έπασχε από αρρώστιες του υποσιτισμού. Στην περιοχή της Καλλιθέας από τα τριακόσια δέκα οκτώ (318) παιδιά που εξετάστηκαν τα διακόσια ενενήντα πέντε (295) έπασχαν από φυματίωση και αδενοπάθεια. Στον Πειραιά εξετάστηκαν 18.000 μαθητές και οι αδενοπαθείς άγγιξαν το 75%, ενώ στη Θεσσαλονίκη από 65.000 παιδιά μόλις 1.500 βρέθηκαν υγιή.
Τον Σεπτέμβριο του 1947, (6/9/1947) ο ραδιοφωνικός σταθμός του Λονδίνου μετέδωσε στα ελληνικά τις εντυπώσεις της Μαίρης Τριβελιάν, μέλους της Εκπολιτιστικής Επιτροπής του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών η οποία περιόδευσε στην Ελλάδα, το έτος αυτό, για να εξετάσει , μεταξύ άλλων, το ζήτημα του επισιτισμού των μαθητών. Η εικόνα που μεταφέρει για την κατάσταση των μικρών παιδιών είναι οικτρή. Σπάνια συναντούσα παιδιά υγιή εις τα σχολεία, θα πει. Πολλά παιδιά ήταν αδενοπαθή, στο πρώτο στάδιο της φυματίωσης, ωστόσο συνωστίζονταν στις σχολικές αίθουσες μαζί με τα υγιή παιδιά, μεταφέροντας τη νόσο, αφού ο διαχωρισμός τους ήταν αδύνατος. Στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας η ελονοσία έκανε θραύση, ενώ οι υγειονομικές υπηρεσίες δεν μπορούσαν πρακτικά να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, λόγω οικονομικής αδυναμίας και έλλειψης φαρμάκων. […]συχνά ο ιατρός δεν μπορεί να διαθέση παρά μόνον ένα δισκίο κινίνης διά κάθε ασθενή. Λόγω της κακής διατροφής πολλά παιδιά ήταν ραχιτικά ή υπέφεραν από δερματικά νοσήματα. Οι αρρώστιες και οι τραυματικές συνθήκες του πολέμου είχαν ως αποτέλεσμα πολλά παιδιά να είναι νευρικά, να κουράζονται εύκολα και να είναι παράξενα, σύμφωνα με την έκφραση του μέλους της Εκπολιτιστικής Επιτροπής του Ο.Η.Ε. Όπως επισημαίνει η σίτιση των παιδιών είναι πρωταρχικής σημασίας, όμως το έργο της UNRA τελειώνει, πολλά συσσίτια έχουν σταματήσει, με αποτέλεσμα παιδιά των οποίων η υγεία είχε βελτιωθεί να χειροτερεύουν και πάλι, ενώ οι κτηνοτροφικές μονάδες που έχουν απομείνει στην χώρα δεν αρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες σε γάλα και δεν διατίθενται κονδύλια για εισαγωγή.[22]
Παρ’ όλα αυτά το Υπουργείο Παιδείας απέστειλε προς την POST UNRA RELIEF το πρόγραμμα συμπληρωματικής διατροφής των παιδιών της μαθητικής ηλικίας, που κατάρτισε για το σχολικό έτος 1947-48, από το μήνα Οκτώβριο έως τον Ιούνιο.
Αυτό αποτελούνταν από ένα ποτήρι γάλα με ζάχαρη και κακάο (γάλα 10 δράμια, ζάχαρη 4 δρμ. και κακάο 2 δρμ.) και από ένα σταφιδόψωμο (αλεύρι 20δρμ., σταφίδα 5 δρμ., λάδι 2δρμ., γάλα σε σκόνη 5 δρμ., και αλάτι 1δρμ.) καθημερινά για κάθε παιδί. Έδινε 508 θερμίδες και 23 γραμμάρια λεύκωμα εκ των οποίων τα 17,3 ήταν ζωικό.
Το Υπουργείο παρουσίαζε τους εξής λόγους για τους οποίους κατέληξε στο συγκεκριμένο συσσίτιο: 1)είχε μεγάλη θρεπτική αξία σε μικρό όγκο τροφής, 2) προμήθευε ζωικό λεύκωμα, ασβέστιο και ρυποφλαβίνη θρεπτικά συστατικά που είχαν ανάγκη τα παιδιά στην Ελλάδα, 3) ήταν εύκολη η διανομή και η παρασκευή του συγκεκριμένου συσσιτίου, 4) απαιτούσε ελάχιστη καύσιμη ύλη για να παρασκευασθεί, 5) δεν απαιτούσε ειδικό μάγειρο και 6) δεν απαιτούσε ειδικά επιτραπέζια σκεύη ούτε τραπεζαρία.
Οι λόγοι που προβάλλει το υπουργείο για την επιλογή του συγκεκριμένου συσσιτίου είναι αποκαλυπτικοί της κατάστασης που επικρατούσε στη χώρα. Το συσσίτιο δινόταν στο σχολείο, από τους δασκάλους που είχαν αναλάβει, χωρίς πρόσθετη αμοιβή, ανάμεσα στα άλλα καθήκοντά τους και την διανομή των συσσιτίων, και ήταν προσαρμοσμένο στις συνθήκες λειτουργίας της σχολικής μονάδας, δηλαδή στην πλήρη απουσία κάθε υλικοτεχνικής υποδομής. Ο τελευταίος ωστόσο λόγος, που το υπουργείο, επισήμως, επικαλούνταν είναι περισσότερο και από αποκαλυπτικός για τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και τον έλεγχο της αγοράς. Διότι αποβαίνει πολύ δύσκολος η διοχεύτεσις εις το εμπόριον των περιλαμβανομένων εις το διαιτολόγιον τροφίμων.[23] Πρόκειται για έμμεση παραδοχή της αδυναμίας του κράτους να ελέγξει τη διαφθορά και τους μηχανισμούς της μαύρης αγοράς και να προστατέψει τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα. Το Διδασκαλικόν Βήμα που παρουσιάζει στις στήλες του το συγκεκριμένο (υπ’ αριθ. 84258) έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας, αναρωτιέται δημόσια: Σ.Δ.Β. Το τελευταίο ήτο απαραίτητον να γραφή; Ίσως να γράφτηκε, γιατί η κατάσταση στη χώρα δεν ξένιζε πλέον κανένα.
Οι αρρώστιες που συνδέονταν με τους όρους διαβίωσης και διατροφής έπλητταν ιδιαίτερα τα παιδιά των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων. Νόσος των απόρων τάξεων αι οποίαι διαβιούν εις αθλιότητα, ακαθαρσία και ρυπαρότητα[24] το τράχωμα, πρόσβαλλε τα παιδιά από την βρεφική κιόλας ηλικία, εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος και οδηγούσε σταδιακά στην τύφλωση . Η περίπτωση αυτής της νόσου έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί καταδεικνύει ότι εκεί όπου υπήρξε κρατική μέριμνα και αποτελεσματικές πολιτικές πρόνοιας οι αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία των μαθητών περιορίστηκαν, ακόμα και σε αντίξοες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες.
Σύμφωνα με τον διευθυντή της Υπηρεσίας Σχολικής Υγιεινής, Δ. Στεφάνου, από την αρχή του σχολικού έτους 1937-38, έρευνα που διεξήγαγε η σχολιατρική υπηρεσία κατέδειξε ότι χιλιάδες τραχωματικοί μαθητές διαβιούσαν στην Αθήνα και στις μεγάλες πόλεις της χώρας. Το Δεκέμβριο του 1937 το Ανώτατο Υγειονομικό Συμβούλιο ενέκρινε πρόγραμμα διεξαγωγής αντιτραχωματικού αγώνα που οδήγησε στην ίδρυση τραχωματικών σχολείων στις μεγάλες πόλεις . Μία δεκαετία μετά την ίδρυσή τους ,το 1947, και παρά τις δυσκολίες που παρουσιάστηκαν από τις πολεμικές επιχειρήσεις που παρεμπόδισαν την επέκταση του προγράμματος στην επαρχία και οδήγησαν τμήματα του λαού στην εξαθλίωση, ο αντιτραχωματικός αγώνας είχε ως αποτέλεσμα να μειωθούν οι τραχωματικοί μαθητές από 7.731 το 1937 σε 2.360 το 1947 . Τη χρονιά αυτή λειτουργούσαν στην Αττική 30 τραχωματικά σχολεία ενώ παρέμεναν σε λειτουργία τα τραχωματικά σχολεία στο Βόλο , την Καλαμάτα, τα Χανιά και την Πρέβεζα. Ο συγγραφέας ζητά άμα ως αι ανώμαλοι περιστάσεις το επιτρέψουν… να διενεργηθεί έρευνα για τον εντοπισμό της νόσου σε όλα τα σχολεία της χώρας με σκοπό την ίδρυση τραχωματικών σχολείων σε όλη την επικράτεια που θα οδηγούσαν σε εξάλειψη της νόσου.[25]
Όσον αφορά την ψυχική και πνευματική κατάσταση των παιδιών την περίοδο αυτή,
σύμφωνα με τα πορίσματα του παιδαγωγικού συνεδρίου των σχολείων Ζαγορίου- Μετσόβου, τα παιδιά της κατοχής παρουσιάζουν εικόνα πρόωρης ενηλικίωσης και ανάπτυξη των νοητικών ικανοτήτων μεγαλύτερη της ηλικίας τους, ταυτόχρονα όμως η ψυχική τους υγεία εμφανίζεται κλονισμένη. Το συνέδριο διαπιστώνει άμβλυνση ορισμένων ψυχικών ιδιοτήτων όπως η παρατηρητικότητα , η προσοχή και η μνήμη. Παρατηρείται αστάθεια θέλησης και πλήρης αστάθεια επί των λοιπών εκδηλώσεων του χαρακτήρος και της προσωπικότητος.[26] Τα αποτελέσματα της ακραίας βίας, στην οποία τα μικρά παιδιά εκτέθηκαν, παρουσιάζονται στην συμπεριφορά τους και καταγράφονται ως άρνηση των μαθητών να πειθαρχήσουν, ροπή προς την αναρχίαν , την συκοφαντίαν, το ψεύδος, την ίδια ώρα που οι βιοτικές συνθήκες των ελληνικών οικογενειών και η κατάσταση του σχολικού δικτύου εμποδίζαν σε μεγάλο βαθμό την ομαλή φοίτηση των παιδιών στο σχολείο. Ο ομαλοποίηση της σχολικής ζωής, θεωρείται ένα από τα πρώτα μέτρα που πρέπει να παρθούν ώστε να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις των συνεχόμενων πολέμων στη νέα γενιά, καθώς κρίνεται πως το σχολείο που λαμβάνει υπόψη του τα ψυχολογικά δεδομένα των παιδιών και τους προσφέρει όσα περισσότερα μπορεί πολιτιστικά ερεθίσματα και μια πλούσια σε εκδηλώσεις μαθητική ζωή, μπορεί να αμβλύνει τις συνέπειες των τραυματικών βιωμάτων τους.
Φυματίωση : Μία επαγγελματική νόσος
Την ίδια στιγμή, σε ότι αφορούσε τους δασκάλους, σύμφωνα με έκθεση του Δ. Στεφάνου, διευθυντή στην υπηρεσία Σχολικής Υγιεινής του Υπουργείου Παιδείας, η φυματίωση είχε μεταβληθεί σε επαγγελματική νόσο.[27]
Ο Στεφάνου σημείωνε ότι από την εποχή του μεσοπολέμου ήδη , η νοσηρότητα των εκπαιδευτικών από φυματίωση, σε σχέση με άλλα επαγγέλματα, ήταν μεγαλύτερη. Νόσος που σχετίζεται με τις κοινωνικές συνθήκες και τους όρους διαβίωσης, σημείωσε εκρηκτική αύξηση κρουσμάτων, στο σύνολο του πληθυσμού, κατά τη διάρκεια της κατοχής, ως απότοκο των στερήσεων και των δεινών του πολέμου.
Ιδιαίτερα σε ότι αφορούσε το διδασκαλικό επάγγελμα το οποίο, όπως σημείωνε ο Στεφάνου, ήταν σκληρό, επίπονο και ασκούνταν, ακόμα και σε ειρηνικές περιόδους, σε δυσμενείς συνθήκες υγιεινής, η κατάσταση άσκησης του επαγγέλματος στη μεταπολεμική Ελλάδα έγινε τραγική , ικανή να κλονίσει την υγεία μεγάλου αριθμού εκπαιδευτικών, ιδιαίτερα επειδή συνδυαζόταν με πενιχρούς μισθούς που δεν επέτρεπαν μίαν υποφερτήν διαβίωσιν του διδασκαλικού κόσμου.
Οι συνθήκες διαβίωσης του μεγαλύτερου τμήματος του ελληνικού λαού ήταν εξαιρετικά κακές έως και άθλιες και οι δάσκαλοι δεν αποτελούσαν εξαίρεση, αφού ήταν υποχρεωμένοι να ζουν με μισθό η αγοραστική αξία του οποίου μόλις που άγγιζε το 15% της αξίας των προπολεμικών αποδοχών τους .[28] Οι κερδοσκόποι , έκρυβαν βασικά είδη διατροφής και πρώτης ανάγκης με σκοπό να πετύχουν την ανατίμησή τους, βυθίζοντας τις λαϊκές τάξεις σε ακόμα μεγαλύτερη εξαθλίωση. Την ίδια στιγμή το κράτος της εθνικοφροσύνης, το οποίο αδυνατούσε να ελέγξει τις τιμές, απαγόρευε ουσιαστικά κάθε διαμαρτυρία, ταυτίζοντας τη με κομμουνιστική εξέγερση , προκειμένου να βρει πρόσχημα, εν μέσω εμφυλίου, να εμποδίσει κάθε διεκδίκηση, απειλώντας με σοβαρές κυρώσεις όποιον αντιστέκονταν.
Η αλαζονεία και η αδιαφορία των κυβερνόντων, για τις συνθήκες διαβίωσης των λαϊκών στρωμάτων, ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις εντυπωσιακή. Στα τέλη του 1947, ανακοινώθηκε στον τύπο ότι τρόφιμα και φαρμακευτικό υλικό, μεγάλης αξίας, που βρίσκονταν στις κρατικές αποθήκες, κρίθηκαν ακατάλληλα και καταστράφηκαν. Οι αντιδράσεις ήταν οργισμένες. […] Εις εποχήν καθ΄ην ο λαός λιμώττει, οι ασθενείς αποθνήσκουν δι’ έλλειψιν φαρμάκων, οι πρόσφυγες τρέμουν από το ψύχος και οι δημόσιοι υπάλληλοι πένονται, γίνονται πρωτόκολλα καταστροφής των ειδών πρώτης ανάγκης από τα όργανα του κράτους!!Η κυβέρνησις […] πρέπει χωρίς ενδοιασμόν να συλλάβη αμέσως και να κρεμάση εις την πλατείαν του Συντάγματος τους υπευθύνους της τοιαύτης εγκληματικής αδιαφορίας… [29] Η αντίδραση της κυβέρνησης υπήρξε διαφορετική. Ο υπουργός Συντονισμού Στέφανος Στεφανόπουλος θα δηλώσει ότι το Δημόσιο δεν ζημιώθηκε από την καταστροφή αυτή, γιατί οι ποσότητες των χαλασμένων τροφίμων πουλήθηκαν σε κτηνοτρόφους , ως ζωοτροφές, και το κράτος πέτυχε καλύτερη τιμή πώλησης, απ’ ότι αν τα διέθετε προς πώληση στην αγορά των ειδών πρώτης ανάγκης. Ας τα αφήσουν λοιπόν να σαπίσουν όλα ήταν η ειρωνική απάντηση του Διδασκαλικού Βήματος.[30]
Σε αυτές τις συνθήκες η ΔΟΕ προσπαθούσε να διεκδικήσει καλύτερους όρους διαβίωσης. Ο δάσκαλος […] γνωρίζει ότι οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου με την λύσσαν του απλήστου πλουτισμού των είναι οι εκμεταλλευταί της δυστυχίας του. Και ίσταται εν μέσω αυτών εις θέσιν αμύνης.[…] Γνωρίζη καλώς ότι οι αρνηταί των στοιχειωδών ανθρωπίνων του δικαιωμάτων θα του προτάξουν κακόν χαρακτηρισμόν […] Ας έχη υπ’ όψει της (η κυβέρνηση) ότι ούτε η άρσις της μονιμότητος , ούτε η αναστολή του δικαιώματος της απεργίας , ούτε η εξυγίανσις , ούτε τα μέτρα νομιμοφροσύνης , ημπορούν να αναγκάσουν τη φωνήν του δικαίου των δημοσίων υπαλλήλων να σιγήση…[31]
Κατά το έτος 1943-44, η Σχολιατρική Υπηρεσία προχώρησε σε εξέταση των δασκάλων των δημοτικών σχολείων της Αθήνας, για να διαπιστώσει την κατάσταση της υγείας του εκπαιδευτικού προσωπικού. Παρ’ ότι οι εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες διεξαγωγής της έρευνας δεν επέτρεψαν την ολοκλήρωση της εξέτασης του συνόλου των εκπαιδευτικών λειτουργών της πρωτεύουσας, τα αποτελέσματα στα οποία κατέληξε είναι διαφωτιστικά για την κατάσταση του διδασκαλικού κόσμου την εποχή αυτή. Εξετάστηκαν εννιακόσιοι ενενήντα έξι δάσκαλοι, αριθμός που αντιστοιχούσε, την εποχή αυτή στο ένα εικοστό τρίτο (1/23) του συνόλου των δασκάλων της χώρας. Λιγότερο από το ένα δεύτερο των δασκάλων που εξετάστηκαν βρέθηκαν υγιείς. Επί συνόλου εννιακοσίων ενενήντα έξι (996) , υγιείς κρίθηκαν μόνο οι τριακόσιοι ενενήντα οκτώ (398) ποσοστό 39,47% , ενώ νοσούντες με διάφορες παθήσεις που είχαν ανάγκη παρακολούθησης και- σε αρκετές περιπτώσεις- νοσηλείας , πεντακόσιοι σαράντα τέσσερις (544) δάσκαλοι, δηλαδή περισσότεροι από τους μισούς ( 54,61%) . Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν και πενήντα εννέα (59)δάσκαλοι, (5,92%) που βρέθηκαν ασθενείς με σοβαρές παθήσεις, κρίθηκε ότι δεν μπορούσαν να εργαστούν στο σχολείο και είχαν ανάγκη άμεσης νοσηλείας.
Στα νοσήματα για τα οποία εξετάστηκαν οι δάσκαλοι δεν υπολογίσθηκαν, σε αυτήν την έρευνα, οι νευροψυχικές παθήσεις. Κατά την άποψη του Στεφάνου αν είχαν συνυπολογισθεί τα ποσοστά της νοσηρότητας θα αυξάνονταν και άλλο.
Ιδιαίτερη προσοχή δίνει στην φυματίωση. Το 6% των ασθενών δασκάλων νοσούσαν από φυματίωση διαφόρων σταδίων. Η αρρώστια υποστηρίζει, ήταν ιδιαίτερα συχνή στον διδασκαλικό κόσμο σε βαθμό που συγκαταλεγόταν «μεταξύ των λεγομένων “επαγγελματικών νόσων”» και κρινόταν ιδιαιτέρως επικίνδυνη, διότι ήταν μεταδοτική.
Ο Στεφάνου, υπολογίζει ότι στην Ελλάδα προπολεμικά, με βάση τις αναρρωτικές άδειες και τις απαλλαγές από την υπηρεσία που είχαν χορηγηθεί, το ποσοστό των φυματικών δασκάλων άγγιζε το 3-4% του συνόλου των διδασκόντων, τη στιγμή που , σύμφωνα με ξένες στατιστικές, το ποσοστό των φυματικών δασκάλων στην Ευρώπη κυμαίνονταν στο 1-4% του συνόλου των υπηρετούντων στα σχολεία. Παρ’ ότι, όπως επισημαίνει, τα μεταπολεμικά ποσοστά της νόσου στην ελληνική περίπτωση δεν προέρχονταν από συστηματική ιατρική εξέταση του συνόλου των εκπαιδευτικών, οι κακουχίες του πολέμου και ιδιαίτερα ο υποσιτισμός, που μάστιζε την ελληνική κοινωνία και κυρίως τους οικονομικά αδύναμους, όπως ήταν οι δάσκαλοι, ήταν τόσο γενικευμένος, ώστε […] η εκ φυματιώσεως νοσηρότης των διδασκάλων μας μεταπολεμικώς δεν πρέπει να υπολογισθή κατωτέρα του 4% ουδόλως μάλιστα απίθανον να είνε και μεγαλυτέρα.
Υπολογίζει ότι αν οι υπηρετούντες δάσκαλοι το 1945 άγγιζαν τις είκοσι τρεις χιλιάδες (23.000) πανελληνίως, τότε χίλιοι (1000) ανάμεσά τους ήταν φυματικοί.
Όμως αν η κατάσταση της υγείας του διδασκαλικού κόσμου το 1945 ήταν κακή, η κρατική πρόνοια για τους πάσχοντες ήταν απελπιστική. Όπως αναφέρει ο διευθυντής της υπηρεσίας Σχολικής Υγιεινής, η νομοθεσία μέχρι και λίγο πριν από τον Οκτώβρη του 1947, χορηγούσε στον φυματικό δάσκαλο λίγους μήνες άδειας μετ’ αποδοχών μετά το πέρας των οποίων απολυόταν από την υπηρεσία. Η φυματίωση όμως δεν ήταν μία αρρώστια που μπορούσε, ιδιαίτερα την εποχή εκείνη που δεν υπήρχαν οι σημερινές αποτελεσματικές φαρμακευτικές θεραπείες , να αντιμετωπιστεί εντός λίγων μηνών. Κατά συνέπεια ο ασθενής δάσκαλος, ιδιαίτερα εκείνος που δεν δικαιούνταν σύνταξης, αντιμετώπιζε το φάσμα του εκ πείνης θανάτου, και αγωνιζόταν να αποκρύψει την ασθένεια του και να παραμείνει εργαζόμενος όσο και όπως μπορούσε . Η συγκεκριμένη κρατική πολιτική πρόνοιας, σε συνδυασμό με την έλλειψη επαρκούς σχολιατρικού ελέγχου, είχε ως αποτέλεσμα να παραμένουν στα σχολεία εκατοντάδες φυματικών διδασκάλων θέτοντας σε κίνδυνο την ήδη εύθραυστη υγείας τους και συμβάλλοντας στην εξάπλωση της φυματίωσης στα σχολεία.
Τι θα απογίνη ο φυματικός διδάσκαλος, όταν λόγω της νόσου του θα απομακρυνθή του σχολείου; Καταρχήν πρέπει ούτως να εύρη επαρκή τα μέσα της θεραπείας του. Και η αρχή αυτή πρέπει να επικρατήσει όχι μόνον εξ ανθρωπιστικών λόγων , αλλά και προς το συμφέρον της εκπαιδεύσεως και των μαθητών. Εφ’ όσον ούτος έπαθεν εκ της φυματιώσεως εν υπηρεσία και ενδεχομένως και εκ της υπηρεσίας, το Κράτος υποχρεούται να παράσχη εις αυτόν τα μέσα της νοσηλείας και θεραπείας. Αφ’ ότου και όπου αι νομοθεσίαι ησφάλισαν εις τους πάσχοντας εκ της νόσου διδασκάλους την δυνατότητα της θεραπείας των διά της χορηγήσεως μακρών αναρρωτικών αδειών μετ’ αποδοχών , διηυκολύνθη τα μέγιστα η έγκαιρος ανίχνευσις της φυματιώσεως των εν υπηρεσία διδασκάλων , διότι οι πάσχοντες δεν έχουν πλέον λόγους να αποκρύπτουν την νόσον των…
Για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση ο Στεφάνου πρότεινε: α) Αυστηρή ιατρική εξέταση των υποψήφιων σπουδαστών των Παιδαγωγικών Ακαδημιών. β) Ιατρική εξέταση των υποψηφίων για διορισμό δασκάλων γ) Περιοδική ιατρική εξέταση όλων των εν ενεργεία εκπαιδευτικών για τον εντοπισμό των ασθενών και την απομάκρυνσή τους από την τάξη. δ) Αύξηση του χρόνου αναρρωτικής άδειας μετ’ αποδοχών για τον φυματικό δάσκαλο. ε) Χορήγηση πλήρους μισθού και κατά το δεύτερο έτος αναρρωτικής άδειας, στους ασθενείς, αν χρειαστεί. … και εξ’ άλλου είνε ακατανόητον αλλά και απάνθρωπον κατά το δεύτερον έτος της αδείας να περικόπτεται από τους φυματικούς διδασκάλους το ήμισυ των αποδοχών των προκειμένου μάλιστα περί νόσου , η οποία απαιτεί προπαντός θεραπείαν υπερσιτισμού. στ) Να υπάρξει μέριμνα για τις «εξωπνευμονικές» μορφές της φυματίωσης π.χ. της σπονδυλικής στήλης και των αρθρώσεων που απαιτούν για τη θεραπεία τους μεγάλα διαστήματα ακινησίας και για τις οποίες δεν προβλέπονταν απολύτως τίποτα από τη νομοθεσία. ζ) Να αντιμετωπιστεί γενικότερα το ζήτημα της δωρεάν ιατρικής περίθαλψης των εκπαιδευτικών και ειδικότερα όσων νοσούν από ψυχιατρικά προβλήματα και φυματίωση γιατί αυτές οι αρρώστιες απαιτούν μακροχρόνιες θεραπείες που κανείς εκπαιδευτικός δεν ημπορεί διά των αποδοχών του να αντιμετωπίση η) Να ιδρυθεί ταμείο Υγείας και Πρόνοιας διδασκάλων.
Από τα όσα αναφέρει ο Στεφάνου στο άρθρο του προκύπτει ότι οι υπηρεσίες υγιεινής ετοιμάζονταν να προχωρήσουν σε ιατρική εξέταση του συνόλου του εκπαιδευτικού προσωπικού και να δημιουργήσουν για κάθε εκπαιδευτικό δελτίο υγείας, ώστε να εξαχθούν έγκυρα συμπεράσματα για την κατάσταση της υγείας των διδασκόντων και να προταθούν αποτελεσματικές πολιτικές αντιμετώπισης της κατάστασης.
Οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, του εμφυλίου και της μετεμφυλιακής Ελλάδας, δεν θα επιτρέψουν σε αυτά τα σχέδια να ευοδωθούν. Θα χρειαστούν μακροχρόνιοι και σκληροί αγώνες του διδασκαλικού κόσμου για να κατακτηθούν καλύτεροι όροι άσκησης του επαγγέλματος και βελτίωσης της θέσης των δασκάλων στην ελληνική κοινωνία. Αυτών των ανώνυμων δασκάλων που, παρά τις τραγικές συνθήκες και την απώλεια των πλέον δραστήριων και δυναμικών στελεχών τους κατά τη διάρκεια της κατοχής, της αντίστασης και του εμφυλίου, κράτησαν στα χέρια τους την εκπαίδευση των λαϊκών στρωμάτων στη χώρα και έδωσαν συχνά, στο μέτρο των δυνάμεων τους, μία βουβή, άχαρη, καθημερινή μάχη με τις μικρές και μεγάλες αντιξοότητες για να την κρατήσουν ζωντανή. Αυτές οι λίγες γραμμές αφιερώνονται στη μνήμη τους.
- Νεοελληνική Παιδεία, «Ανάγκη Καθαρμού», Χρόνος Α΄, Δεκέμβρης 1945, τχ.3, σ. 3. ↑
- Συντακτική Πράξη 6, «Περί επιβολής κυρώσεων κατά των συνεργασθέντων μετά του εχθρού», ΦΕΚ 12, 20/1/ 1945. ↑
- Α.Ν. 533/1945 ↑
- Η κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη, με σκοπό να χτυπήσει την Εθνική Αντίσταση και ιδιαίτερα το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ δημιούργησε τα Τάγματα Ασφαλείας που οπλίστηκαν από τη Βέρμαχτ και επάνδρωσε την Ειδική Ασφάλεια με χωροφύλακες «άνευ θητείας». Η δύναμη των «άνευ θητείας» χωροφυλάκων αποτελείτο από κακοποιούς και γενικά ανθρώπους του υποκόσμου, πολλοί από τους οποίους βαρύνονταν με εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου, οι οποίοι έπρεπε να είναι βεβαιωμένα αντικομμουνιστές. Σε δύναμη 300 χωροφυλάκων της Ειδικής, οι 194 ήταν «άνευ θητείας». Την διεύθυνση της Ειδικής Ασφάλειας ανέλαβε ένας αποστρατευμένος, το 1929, αξιωματικός της Χωροφυλακής που επανήλθε στην ενεργό δράση το 1943, ο Αλέξανδρος Λάμπου. Στη διάρκεια της κατοχής η Ειδική Ασφάλεια συνεργάστηκε άμεσα με τις κατοχικές δυνάμεις και συμμετείχε σε μπλόκα που έγιναν σε διάφορες περιοχές της Αθήνας με εκατοντάδες θύματα καθώς και σε συλλήψεις, βασανιστήρια και εκτελέσεις μελών αντιστασιακών οργανώσεων ↑
- Νεοελληνική Παιδεία, «Ειδική ασφάλεια», Χρόνος Α΄, Νοέμβρης 1945, τχ. 2, σ.7. ↑
- Ιάσονας Χανδρινός, Το τιμωρό χέρι του λαού-Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942-1944, Θεμέλιο, Αθήνα, 2012, σ.143-144. ↑
- Νεοελληνική Παιδεία, «Ανάγκη Καθαρμού», Χρόνος Α΄, Δεκέμβρης 1945, τχ.3, σ. 3. ↑
- Ελευθερία 12/9/1945, : Νεοελληνική Παιδεία ,Χρόνος Α΄ , Αθήνα , Οκτώβρης 1945, τχ.1. σ.2 ↑
- Ελεύθερη Ελλάδα, 8/9/1945. : Νεοελληνική Παιδεία, Χρόνος Α΄ , Αθήνα , Οκτώβρης 1945, τχ.1. σ.2 ↑
- Νεοελληνική Παιδεία, «Διδαχτήρια», Χρόνος Α΄, Οκτώβρης 1945, τχ. 1, σ.6. ↑
- Νεοελληνική Παιδεία, «Εκπαιδευτικές Ειδήσεις», Χρόνος Α΄, Δεκέμβρης 1945, τχ.3, σ.16. ↑
- Νεοελληνική Παιδεία, «Εκπαιδευτικές Ειδήσεις», Χρόνος Α΄, Νοέμβρης1945, τχ.2, σ.16. ↑
- Πρόκειται πιθανόν, για τον Γεώργιο Οικονόμου ο οποίος είχε διατελέσει Υπουργός Παιδείας στην Κυβέρνηση Πέτρου Βούλγαρη (Αύγουστος 1945- Αρχές Οκτωβρίου 1945) και στην κυβέρνηση Δαμασκηνού (17 Οκτωβρίου 1945 – 1 Νοεμβρίου 1945). Ήταν Αρχαιολόγος και διετέλεσε καθηγητής και Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών. ↑
- Νεοελληνική Παιδεία, «Μηδέν», Χρόνος Α΄, Οκτώβρης 1945, τχ. 1, σ.6. ↑
- Νεοελληνική Παιδεία, «Κοινωνικό ζήτημα», Χρόνος Α΄, Ιούλιος-Αύγουστος 1946, τχ.10-11, σ.8. ↑
- Χαράλαμπος Νούτσος, «Το σχολείο της εθνικοφροσύνης,(1945-1952)» : Ιστορία της Ελλάδας του 20ου (επιμ. Χρήστος Χατζηιωσήφ), Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2009, σ.117. ↑
- Στο ίδιο. σ.113. ↑
- Στο ίδιο. σ.116. ↑
- Νεοελληνική Παιδεία, «Ποιος φταίει;», Χρόνος Α΄, Σεπτέμβρης 1946, τχ.12, σ.8. ↑
- Χαράλαμπος Νούτσος, «Το σχολείο της εθνικοφροσύνης,(1945-1952)», ό.π., σ.117. ↑
- Νεοελληνική Παιδεία, «Ερώτημα», Χρόνος Α΄, Νοέμβρης 1945, Αθήνα, αριθ.2, σ.7 ↑
- Διδασκαλικόν Βήμα, «Αι συνέπειαι του πολέμου. Το δράμα των παιδιών μας και των ελλήνων διδασκάλων», Περίοδος Γ΄, αριθμός φύλλου 54 , Αθήνα, 10 Οκτωβρίου 1947,σ.8. ↑
- Διδασκαλικόν Βήμα, «Διά την λειτουργίαν των μαθητικών συσσιτίων», Περίοδος Γ΄ αριθμός φύλλου 54 , Αθήναι 10 Οκτωβρίου 1947, σ.8. ↑
- Δ. Στεφάνου, «Ο αντιτραχωματικός αγών. Τα επιτευχθέντα αποτελέσματα», Διδασκαλικόν Βήμα, Περίοδος Γ΄, αριθμός φύλλου 64, Αθήνα 20 Ιανουαρίου 1948, σ.4 ↑
- Δ. Στεφάνου, «Ο αντιτραχωματικός αγών. Τα επιτευχθέντα αποτελέσματα», Διδασκαλικόν Βήμα, Περίοδος Γ΄,αριθμός φύλλου 65, Αθήνα 30 Ιανουαρίου 1948,σ.4. ↑
- Π. Σφήκας, «Προβλήματα του λαϊκού σχολείου», Νέο Σχολείο, Μάρτιος 1952, χρόνος Β΄, τχ.18,Αθήνα, σ.393. ↑
- Δ. Στεφάνου, (Διευθυντή σχολικής υγιεινής) « Το πρόβλημα της υγείας του διδασκάλου», Διδασκαλικόν Βήμα, Περίοδος Γ΄, αριθμός φύλλου 54 , Αθήναι 10 Οκτωβρίου 1947,σ.6. ↑
- Διδασκαλικόν Βήμα, «Αι συνέπειαι του πολέμου. Το δράμα των παιδιών μας και των ελλήνων διδασκάλων», Περίοδος Γ΄, αριθμός φύλλου 54 , Αθήνα, 10 Οκτωβρίου 1947,σ.8. ↑
- Διδασκαλικόν Βήμα, «Τα κρατικά είδη καταστρέφονται», Περίοδος Γ’ αριθμός φύλλου 62 , Αθήναι 30 Δεκεμβρίου 1947, σ.5. ↑
- Διδασκαλικόν Βήμα, «Ας σαπίσουν όλα», Περίοδος Γ’ αριθμός φύλλου 63 , Αθήνα 10 Ιανουαρίου 1948 ,σ.5 ↑
- Διδασκαλικόν Βήμα, «Προς νέους αγώνας», Περίοδος Γ΄ αριθμός φύλλου 64, Αθήνα, 20 Ιανουαρίου 1948, σ.1. ↑
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.