Mια «βουτιά» στις ιδεολογικές ορίζουσες των νεοφιλελεύθερων εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων από τον καθηγητή Noah De Lissovoy*.
Μετάφραση και σχόλια: Ελένη Παπαποστόλου
Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα ενός μεγαλύτερου άρθρου του καθηγητή Noah De Lissovoy, με τίτλο «Η βία της ευσπλαχνίας: Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, φυλή και η συλλογιστική του νεοφιλελευθερισμού για τις ελίτ»[1] Η επιλογή να μεταφραστεί αυτό το απόσπασμα γίνεται τη στιγμή που η νεοφιλελεύθερη επίθεση στην εκπαίδευση στη χώρα μας είναι σε πλήρη ανάπτυξη. Το κείμενο αυτό αποκαλύπτει τις βαθιές ιδεολογικές ρίζες της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας στον ελιτισμό, ιδιαίτερα στην εκπαίδευση, καθώς και το πώς αυτές επιβιώνουν μέσα
στον σύγχρονο λόγο της εκπαιδευτικής πολιτικής που σφραγίζεται από τον νεοφιλελευθερισμό. Κάνει μια «βουτιά» στη σκέψη του Hayek, ενός πρωτοπόρου της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Έτσι, μπορούμε να κατανοήσουμε τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα περί ισότητας και ελευθερίας.
Η ισότητα, για τον νεοφιλελευθερισμό, αφορά όχι μόνο την ευκαιρία να επιτύχεις αλλά και την αποδοχή του κινδύνου και των συνεπειών του να αποτύχεις. Και αυτό χωρίς να να υπολογίζονται (ώστε να αντισταθμίζονται) οι διαφορετικές (άνισες) κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ανάμεσα στους ξεχωριστούς ανθρώπους/ομάδες/τάξεις στους οποίους απευθύνονται οι «ίσες ευκαιρίες».Τουναντίον, η ελευθερία δεν νοείται παρά μόνο ως η απουσία του αναγκαίου «εξαναγκασμού» στην αναδιανομή του πλούτου και στην αντιστάθμιση των ανισοτήτων. Το τελευταίο είναι που μεταφράζεται στην βασική πολιτική γραμμή του «λιγότερου κράτους». Οι ελίτ και τα προνόμιά τους όχι μόνο είναι αποδεκτά, αλλά θεωρούνται απαραίτητα για την κοινωνική πρόοδο. Η ίδια η κοινωνική ανισότητα θεωρείται εκ των ουκ άνευ για την ανάπτυξη της κοινωνίας. Εν ολίγοις, όχι μόνο δεν πρέπει να επιδιώκεται η ισότητα αλλά πρέπει να αποφεύγεται ως τροχοπέδη.
Η μεταρρύθμιση του «Νέου Σχολείου» είχε ως σημαία της το σύνθημα «Πρώτα ο μαθητής». Η σημαία αυτή, όμως, συγκάλυπτε ακριβώς την βία που θα ασκούσαν όλες οι επερχόμενες αντιμεταρρυθμίσεις, στοχεύοντας στην αλλαγή της φιλοσοφίας της εκπαίδευσης στην Ελλάδα από μια προοδευτική εξισωτική και αντισταθμιστική κατεύθυνση στη νεοφιλελεύθερη ζούγκλα της αριστείας: μέτρηση των επιδόσεων των μαθητών ως μέτρο της αξιοσύνης των εκπαιδευτικών ανεξάρτητα από το κοινωνικό και περιβαλλοντικό συγκείμενο της εκπαιδευτικής πράξης και διαρκής μείωση της χρηματοδότησης των δημόσιων σχολείων. Συνέπεια του αγοραίου ανταγωνισμού και της διαρκούς υποχρηματοδότησης είναι η υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου της γειτονιάς και όλων των υποστηρικτικών δομών του. Και αυτές οι πολιτικές υιοθετήθηκαν και προωθούνται στο όνομα της λεγόμενης αριστείας, και της αξιοκρατίας.
Στο απόσπασμα της έρευνας του καθηγητή De Lissovoy μπορούμε να βρούμε εξαιρετικές συνάφειες ανάμεσα στον νεοφιλελεύθερο λόγο όπως διατυπώνονταν στη γέννησή του με τον λόγο που αναπτύχθηκε και αναπτύσσεται για την υπεράσπιση της λεγόμενης αριστείας και της αξιοκρατίας. Η ίδρυση και λειτουργία των πρότυπων-πειραματικών σχολείων ως «νησίδων καινοτομίας» οι οποίες θα «διαχυθούν ως καλές πρακτικές στα υπόλοιπα σχολεία» ενώ θα είναι «απελευθερωμένα από τον εναγκαλισμό του κράτους»∙ η αριστεία μέσα από τον ανταγωνισμό των εξετάσεων– που προϋποθέτει βεβαίως την σχολική αποτυχία των πολλών για την ανάδειξη των αρίστων- που αντιπαραβάλλεται με τον εξισωτισμό∙ η παιδαγωγική ελευθερία των εκπαιδευτικών και η αντίστασή τους στις προσπάθειες επιβολής της αξιολόγησης που παρουσιάζεται ως ασυδοσία, όλη αυτή η ρητορεία φαίνεται ότι πηγάζει ατόφια από τη σκέψη του Hayek, η οποία και αναλύεται στο άρθρο αυτό.
Είναι λοιπόν ιδιαίτερα σημαντικό να κατανοήσουμε πώς τα ιδεολογήματα της αριστείας και της αξιοκρατίας και της αξιολόγησης δεν αφορούν παρά στην υπεράσπιση των προνομίων των ελίτ και εκφράζουν την νεοφιλελεύθερη βία ενάντια στους πολλούς, περιφράσσοντας διαρκώς όλο και περισσότερα από όσα θεωρούνται δημόσια αγαθά[2]. Και αυτό παρά τις ρητορείες περί ισότητας και ελευθερίας που διατυπώνονται από όσους μεσιτεύουν και υπερασπίζονται τις νεοφιλελεύθερες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα και στον κόσμο γενικά. Η επιστημονική εργασία του καθηγητή De Lissovoy μας βοηθά εξαιρετικά στην κατεύθυνση αυτή.
Για το Hayek ([1960] 2011), η ανισότητα είναι τόσο το αποτέλεσμα (αλλά και απόδειξη) μιας ελεύθερης κοινωνίας όσο και προϋπόθεση της πολιτιστικής και υλικής της προόδου. Λαμβάνοντας υπόψη τις βασικές διαφορές που έχουν τα άτομα σε ότι αφορά τις ικανότητές τους, μια κοινωνία που δίνει σε όλους την ελευθερία να αναπτυχθούν και να ανταμειφθούν για τις δεξιότητές τους θα είναι αναπόφευκτα άνιση σε ότι αφορά τα αποτελέσματα. Πράγματι, η ισότητα των αποτελεσμάτων που μετριούνται σε πλούτο και κοινωνικό στάτους, από την άποψη αυτή, δεν μπορεί παρά να υποδηλώνει την ολέθρια παρέμβαση του κράτους. Το σημαντικότερο είναι ότι η ανισότητα λειτουργεί ως η ουσιώδης προϋπόθεση της προόδου (τόσο για τα άτομα όσο και για την συλλογικότητα), καθώς τα προνόμια του πλούτου και της εκπαίδευσης επιτρέπουν στις ελίτ να πειραματιστούν και να καινοτομήσουν (όσον αφορά την τεχνολογία και τον τρόπο ζωής) οι οποίες μπορούν να διαχέουν αυτές τις καινοτομίες στη συνέχεια και στην υπόλοιπη κοινωνία, μόλις τελειοποιηθούν και γίνουν οικονομικά προσιτές.
Ως εκ τούτου, η θέση αυτή διευρύνει τα trickle-down economics[3] σε μια ευρύτερη αρχή θεωρώντας την ως μηχανισμό επίσπευσης της τεχνολογικής και πολιτιστικής προόδου. Ο Hayek ισχυρίζεται ότι αυτή η πρόοδος «φαίνεται να είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα αυτής της ανισότητας και να είναι αδύνατη χωρίς αυτήν. Η πρόοδος με τέτοια μεγάλη ταχύτητα δεν είναι εφικτή σε ένα ομοιόμορφο μέτωπο αλλά πρέπει να συμβαίνει κλιμακωτά, ενώ κάποιοι θα βρίσκονται πολύ πιο μπροστά από τους άλλους» (σελ. 96). Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Hayek, δεν υπάρχει βαθμός ανισότητας που μπορεί να θεωρηθεί απαράδεκτος, αφού το κέρδος για μερικούς πρέπει να θεωρείται κέρδος για όλους Η υπεράσπιση του προνομίου από τον Hayek είναι επιθετική, μέχρι του σημείου να αντιτάσσεται στο επιχείρημα ότι οι κοινωνικές ανταμοιβές θα πρέπει να είναι αντίστοιχες της ατομικής αξίας (νοούμενη ως μέτρηση της προσπάθειας). Αντίθετα, αυτό που έχει σημασία είναι το προϊόν ή η απόδοση: «αυτό που καθορίζει την ευθύνη μας είναι το πλεονέκτημα που αποκομίζουμε από αυτό που μας προσφέρουν οι άλλοι, όχι η αξία τους να το παρέχουν» (σελ. 161). Για το λόγο αυτό, όχι μόνο δεν πρέπει να αλλοιωθεί το έδαφος των απαραίτητων άνισων ατομικών δυνατοτήτων, αλλά, επιπρόσθετα, δεν πρέπει να αντιταχθούμε στις άνισες συνθήκες (από την άποψη του πλούτου που έχει κληρονομηθεί, της οικογενειακής κατάστασης και της εκπαίδευσης κ.λπ.), δεδομένου ότι παρέχουν α απαραίτητα θεμέλια για ακόμη μεγαλύτερη πρόοδο (σελ. 152 – 155)…..
Το επιχείρημα του Hayek εδώ έχει δύο στιγμές: το πρώτο είναι ότι μια “καλύτερη ελίτ” είναι ένας δείκτης του επιπέδου της κοινωνίας συνολικά∙· το δεύτερο είναι ότι η ανύψωση αυτής της ελίτ πάνω από τη μάζα λειτουργεί ως το έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσεται η καινοτομία, και ως εκ τούτου είναι η προϋπόθεση για την υλική και πολιτιστική ανάπτυξη όλων. Ο Hayek ισχυρίζεται, παραδόξως, ότι η κοινωνία ωφελείται περισσότερο όταν αποκηρύξουμε την ιδέα της κοινωνικής ευθύνης. Έτσι, ο Hayek αποκηρύττει την προοδευτική παράδοση στην εκπαίδευση αλλά και ευρύτερα μία κι έξω. Όχι μόνο δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική ευθύνη, αλλά μόνο ευθύνη για όσους μας αφορούν∙ επιπλέον, η άρνηση ενός “γενικού αλτρουισμού” στην πραγματικότητα ωφελεί τους πάντες, καθώς καθιστά δυνατή τη συσσώρευση υλικού και συμβολικού από μερικούς, κάτι που αποτελεί το θεμέλιο για την πρόοδο όλων.
Αν για το Hayek η πρόοδος λαμβάνει χώρα ως αποτέλεσμα των ανεξέλεγκτων πειραμάτων που επιτρέπονται από τη συσσώρευση κεφαλαίων και προνομίων- και όχι μέσω οποιουδήποτε μεγάλου κοινωνικού σχεδίου που θα μπορούσε να παρεμποδίσει την ελευθερία της ελίτ – το επακόλουθο αυτής της αρχής είναι ότι τα υπαρκτά, υφιστάμενα ιδρύματα και οι νόρμες της καπιταλιστικής κοινωνίας αντιπροσωπεύουν το ίζημα της προηγούμενης συλλογικής εμπειρίας και πειραματισμού, και έτσι θα πρέπει να υποτασσόμαστε σε αυτούς, «ανεξάρτητα από το αν μπορούμε ή δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι κάτι σημαντικό εξαρτάται από την τήρησή τους στη συγκεκριμένη περίπτωση» (σελ. 128). Ο Hayek αντιπαραβάλλει αυτή την υποταγή [στα καπιταλιστικά ιδρύματα και τις ελίτ] με τον κανόνα του εξαναγκασμού από το κράτος, τον οποίο και υποδεικνύει ως το απαράδεκτο εναλλακτικό μέσο για την επίτευξη κοινωνικής συνοχής. Με αυτόν τον τρόπο, η υπακοή – όχι σε έναν δεσπότη, αλλά μάλλον στο έθιμο και τη σύμβαση – λειτουργεί ως ουσιώδης αρχή απάμβλυνσης που παρέχει κοινωνική σταθερότητα. Για τον Hayek, η σημαντικότερη ηθική αρχή στην οποία πρέπει να υπακούμε είναι η αρχή της ατομικής ελευθερίας – την οποία ορίζει όχι ως δικαίωμα πρόσβασης, αλλά μάλλον με αρνητικούς όρους ως έλλειψη εξαναγκασμού (σελ. 57).
Αν υποταχθούμε σε αυτόν τον τυπικό παρά ουσιαστικό ορισμό της ελευθερίας, έπεται ότι για να εφαρμοστεί η ελευθερία, πρέπει να υπακούσουμε σε αυτούς τους θεσμούς και αυτούς τους κανόνες οι οποίοι στην πράξη διαμορφώνουν πολύ άνισες συνθήκες για τις διαφορετικές ομάδες. Το επιχείρημα αυτό επαναλαμβάνεται στις σύγχρονες νεοφιλελεύθερες διακηρύξεις περί κρατικών “μονοπωλίων” στην εκπαίδευση, και σε εκκλήσεις για υποταγή στην κυρίαρχη αρχή του ανταγωνισμού.
Οι αρχές της ανισότητας και της υπακοής, όπως αναλύθηκαν, διαμορφώνουν το σκηνικό υπεράσπισης της αγοράς και της επιχειρηματικότητας. Η υποταγή που απαιτεί ο Hayek με ηθικούς όρους γίνεται στην πραγματικότητα υποταγή στην αγορά, και στην κοστολόγηση των ικανοτήτων και των δυνατοτήτων μας. Ομοίως, μπορούμε να δούμε ότι η ίδια η μορφή της αγοράς θέτει τους όρους των απόψεων του Hayek για την πολιτική και την ηθική. Θέλω όμως να τονίσω τον τρόπο με τον οποίο οι αρχές αυτές συνιστούν επίσης μια παιδαγωγική που υποστηρίζει ένα σύνολο υλικών και άυλων προνομίων και δικαιολογεί έναν επιθετικό ελιτισμό ο οποίος λειτουργεί όχι μόνο ως ταξικό ένστικτο, αλλά μορφοποιείται και ως φιλοσοφία. Με βάση την άποψη του Hayek, όχι μόνο είναι οι (ακόμα και βίαιες) ανισότητες, σε ότι αφορά τις κοινωνικές συνθήκες των διαφορετικών ομάδων , παραγωγικές για την κοινωνία στο σύνολό της, αλλά κατά τoν ίδιο τρόπο δικαιώνεται η ηθική αυθεντία των ελίτ.
Yυποστηρίζω ότι, παρά τις μεταμορφώσεις της ιδεολογικής δομής και του πεδίου του νεοφιλελευθερισμού, αυτός ο ελιτισμός επιμένει ως ένα είδος φιλοσοφικού και ηθικού πυρήνα του νεοφιλελευθερισμού.. Φυσικά, η πιο εντυπωσιακή διαφορά μεταξύ της ρητορικής των σύγχρονων νεοφιλελεύθερων και της γλώσσας του Hayek είναι ότι η νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση στο παρόν συνηθέστερα παρουσιάζεται με τη μορφή ανιδιοτελούς φιλανθρωπίας, ή με τη γλώσσα των ατομικών δικαιωμάτων. (Η ρητορική που περιβάλλει τον νόμο «No Child Left Behind» είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.) Εν ολίγοις, ο νεοφιλελευθερισμός επί του παρόντος υποτίθεται ότι στοχεύει να διορθώσει ακριβώς αυτές τις ανισότητες που όχι μόνο συνέβαλε αποφασιστικά στην γέννησή τους αλλά και στις οποίες εξακολουθεί να βασίζεται σε συνάφεια με τις φιλοσοφικές του αρχές.
Αυτή η αλλαγή στη νεοφιλελεύθερη ρητορική, σημειώθηκε την ίδια στιγμή που ο νεοφιλελευθερισμός μετατοπίστηκε από το περιθώριο στο κέντρο της δημόσιας πολιτικής και της κυβέρνησης. Η σκληρότητα της απολογίας του Hayek για την ανισότητα και την εκμετάλλευση έχει μεταμορφωθεί, στην εποχή του ώριμου νεοφιλελευθερισμού, σε μια εκτεταμένη “αντικειμενική βία” (Žižek, 2008), στην οποία η συντριβή των μαζών γίνεται αυτή καθεαυτή προϋπόθεση της οικονομικής και κοινωνικής παραγωγής. Σε αυτό το συγκείμενο, o σύγχρονος ηθικός λόγος του νεοφιλελευθερισμού, που πλαισιώνεται με έννοιες όπως η συμπόνια, τα δικαιώματα, ακόμα και η ισότητα, λειτουργεί ως ένα είδος χυδαίου συμπληρώματος της βίας την οποία, στην πραγματικότητα, παραγει παντού η νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση.
Βιβλιογραφία:
Hayek, F. A. ([1960] 2011). The constitution of liberty. Chicago: University of Chicago Press.
Žižek, S. (2008). Violence. New York: Picador.
* Ο Noah De Lissovoy είναι συγγραφέας των βιβλίων «Education and Emancipation in the Neoliberal Era», «Power, Crisis, and Education for Liberation» ενώ συνεργάστηκε στην συγγραφή του βιβλίου «Toward a New Common School Movement» Το έργο του έχει επίσης δημοσιευθεί σε πολλά περιοδικά και επιμελημένες συλλογές, και έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Διδάσκει κοινωνική και πολιτιστική θεωρία της εκπαίδευσης, θεωρία αναλυτικών προγραμμάτων και φιλοσοφία της εκπαίδευσης. Η έρευνά του επικεντρώνεται σε κριτικές και απελευθερωτικές προσεγγίσεις στην παιδαγωγική, το πρόγραμμα σπουδών και τις σπουδές στον πολιτισμό. Στο έργο του προτείνει πρωτότυπα θεωρητικά πλαίσια για την κατανόηση της δημοκρατικής εκπαίδευσης σε παγκόσμιο πλαίσιο, τη σύγχρονη στροφή προς την τιμωρία στα σχολεία και την κοινωνία, το νόημα της ιδεολογίας στη νεοφιλελεύθερη εποχή, και τις από-αποικιοκρατικές προσεγγίσεις στη Διδασκαλία.
[1] De Lissovoy, Ν. (2018 ). The violence of compassion: education reform, race, and neoliberalism’s elite rationale. In: Saltman, K.J & Means A.J. (eds) The Wiley handbook of global educational reform, 243–258, John Wiley & Sons, Inc. DOI:10.1002/9781119082316. Διαθέσιμο στο https://doi.org/10.1002/9781119082316.ch12
[2] Αυτό είναι και αναγκαίο, ως μια επέκταση των αγορών σε νέα πεδία αλλά και εφικτό: παρά τις αντίθετες διακηρύξεις, οι λεγόμενοι neets, οι πρόσφυγες, οι νεόφτωχοι, με μια κουβέντα όλοι αυτοί που παράγει η δυαδικοποίηση της ανθρώπινης κοινωνίας οριζόντια και κάθετα, είναι βασικό συστατικό της νεοφιλελεύθερης τάξης. Συνεπώς, όχι μόνο δεν είναι απαραίτητο για την καπιταλιστική παραγωγή αλλά και την αναπαραγωγή να αναλαμβανει το κράτος την εκπαίδευση μεγάλου μέρους των «απασχολήσιμων» αλλά είναι και μια επένδυση χωρίς κέρδος. Τουναντίον, η μετάθεση της ευθύνης της εκπαίδευσης από το κράτος (ή την επιχείρηση) στο άτομο, (ξεκινώντας από την βασική εκπαίδευση μέχρι την πανεπιστημιακή, την επαγγελματική και ά κερ επιχειρησιακή εκπαίδευση) δημιουργεί μια εξαιρετικά κερδοφόρα αγορά.
[3] Trickle down economics: Πρόκειται για τον χαρακτηρισμό που δόθηκε στην βασική θεώρηση της οικονομικής πολιτική του Reagan, (αλλιώς Reaganomics), σύμφωνα με την οποία οι περικοπές των φόρων των επιχειρήσεων καθώς και των πλουσίων τονώνουν βραχυπρόθεσμα τις επενδύσεις και ωφελούν τα μέγιστα την κοινωνία μακροπρόθεσμα. (πηγή Wikipedia)
Πηγή: https://www.e-lesxi.gr/
Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα ενός μεγαλύτερου άρθρου του καθηγητή Noah De Lissovoy, με τίτλο «Η βία της ευσπλαχνίας: Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, φυλή και η συλλογιστική του νεοφιλελευθερισμού για τις ελίτ»[1] Η επιλογή να μεταφραστεί αυτό το απόσπασμα γίνεται τη στιγμή που η νεοφιλελεύθερη επίθεση στην εκπαίδευση στη χώρα μας είναι σε πλήρη ανάπτυξη. Το κείμενο αυτό αποκαλύπτει τις βαθιές ιδεολογικές ρίζες της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας στον ελιτισμό, ιδιαίτερα στην εκπαίδευση, καθώς και το πώς αυτές επιβιώνουν μέσα
στον σύγχρονο λόγο της εκπαιδευτικής πολιτικής που σφραγίζεται από τον νεοφιλελευθερισμό. Κάνει μια «βουτιά» στη σκέψη του Hayek, ενός πρωτοπόρου της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Έτσι, μπορούμε να κατανοήσουμε τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα περί ισότητας και ελευθερίας.
Η ισότητα, για τον νεοφιλελευθερισμό, αφορά όχι μόνο την ευκαιρία να επιτύχεις αλλά και την αποδοχή του κινδύνου και των συνεπειών του να αποτύχεις. Και αυτό χωρίς να να υπολογίζονται (ώστε να αντισταθμίζονται) οι διαφορετικές (άνισες) κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ανάμεσα στους ξεχωριστούς ανθρώπους/ομάδες/τάξεις στους οποίους απευθύνονται οι «ίσες ευκαιρίες».Τουναντίον, η ελευθερία δεν νοείται παρά μόνο ως η απουσία του αναγκαίου «εξαναγκασμού» στην αναδιανομή του πλούτου και στην αντιστάθμιση των ανισοτήτων. Το τελευταίο είναι που μεταφράζεται στην βασική πολιτική γραμμή του «λιγότερου κράτους». Οι ελίτ και τα προνόμιά τους όχι μόνο είναι αποδεκτά, αλλά θεωρούνται απαραίτητα για την κοινωνική πρόοδο. Η ίδια η κοινωνική ανισότητα θεωρείται εκ των ουκ άνευ για την ανάπτυξη της κοινωνίας. Εν ολίγοις, όχι μόνο δεν πρέπει να επιδιώκεται η ισότητα αλλά πρέπει να αποφεύγεται ως τροχοπέδη.
Η μεταρρύθμιση του «Νέου Σχολείου» είχε ως σημαία της το σύνθημα «Πρώτα ο μαθητής». Η σημαία αυτή, όμως, συγκάλυπτε ακριβώς την βία που θα ασκούσαν όλες οι επερχόμενες αντιμεταρρυθμίσεις, στοχεύοντας στην αλλαγή της φιλοσοφίας της εκπαίδευσης στην Ελλάδα από μια προοδευτική εξισωτική και αντισταθμιστική κατεύθυνση στη νεοφιλελεύθερη ζούγκλα της αριστείας: μέτρηση των επιδόσεων των μαθητών ως μέτρο της αξιοσύνης των εκπαιδευτικών ανεξάρτητα από το κοινωνικό και περιβαλλοντικό συγκείμενο της εκπαιδευτικής πράξης και διαρκής μείωση της χρηματοδότησης των δημόσιων σχολείων. Συνέπεια του αγοραίου ανταγωνισμού και της διαρκούς υποχρηματοδότησης είναι η υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου της γειτονιάς και όλων των υποστηρικτικών δομών του. Και αυτές οι πολιτικές υιοθετήθηκαν και προωθούνται στο όνομα της λεγόμενης αριστείας, και της αξιοκρατίας.
Στο απόσπασμα της έρευνας του καθηγητή De Lissovoy μπορούμε να βρούμε εξαιρετικές συνάφειες ανάμεσα στον νεοφιλελεύθερο λόγο όπως διατυπώνονταν στη γέννησή του με τον λόγο που αναπτύχθηκε και αναπτύσσεται για την υπεράσπιση της λεγόμενης αριστείας και της αξιοκρατίας. Η ίδρυση και λειτουργία των πρότυπων-πειραματικών σχολείων ως «νησίδων καινοτομίας» οι οποίες θα «διαχυθούν ως καλές πρακτικές στα υπόλοιπα σχολεία» ενώ θα είναι «απελευθερωμένα από τον εναγκαλισμό του κράτους»∙ η αριστεία μέσα από τον ανταγωνισμό των εξετάσεων– που προϋποθέτει βεβαίως την σχολική αποτυχία των πολλών για την ανάδειξη των αρίστων- που αντιπαραβάλλεται με τον εξισωτισμό∙ η παιδαγωγική ελευθερία των εκπαιδευτικών και η αντίστασή τους στις προσπάθειες επιβολής της αξιολόγησης που παρουσιάζεται ως ασυδοσία, όλη αυτή η ρητορεία φαίνεται ότι πηγάζει ατόφια από τη σκέψη του Hayek, η οποία και αναλύεται στο άρθρο αυτό.
Είναι λοιπόν ιδιαίτερα σημαντικό να κατανοήσουμε πώς τα ιδεολογήματα της αριστείας και της αξιοκρατίας και της αξιολόγησης δεν αφορούν παρά στην υπεράσπιση των προνομίων των ελίτ και εκφράζουν την νεοφιλελεύθερη βία ενάντια στους πολλούς, περιφράσσοντας διαρκώς όλο και περισσότερα από όσα θεωρούνται δημόσια αγαθά[2]. Και αυτό παρά τις ρητορείες περί ισότητας και ελευθερίας που διατυπώνονται από όσους μεσιτεύουν και υπερασπίζονται τις νεοφιλελεύθερες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα και στον κόσμο γενικά. Η επιστημονική εργασία του καθηγητή De Lissovoy μας βοηθά εξαιρετικά στην κατεύθυνση αυτή.
Noah De Lissovoy: Ο F.A. Hayek και η υπεράσπιση των προνομίων
Οι
φιλοσοφικές ρίζες του νεοφιλελευθερισμού εμπεριέχουν την υπεράσπιση της
λογικής των ελίτ που συνεχίζει να υπάρχει μέσα στις μεταρρυθμίσεις του
σήμερα, υποβόσκοντας συχνά στον δημόσιο διάλογο. Η βασική παραδοχή την
οποία διαπραγματεύομαι σε αυτό το κείμενο είναι η αντίληψη ότι η πρόοδος
ορισμένων έναντι των υπολοίπων αποτελεί πρόοδο για το σύνολο της
κοινωνίας και έτσι μπορεί να παρουσιαστεί ως επιθυμητή και ηθική.
Ξεκινώντας από την πίστη στην αρετή του ανταγωνισμού, η «συμπόνια» που
παρακινεί νεοφιλελεύθερες φιλανθρωπικές και πολιτικές πρωτοβουλίες
οραματίζεται εν τέλει την πρόσβαση όλων σε ένα πεδίο ευκαιριών υψηλού
κινδύνου, στο οποίο η ευκαιρία για επιτυχία πρέπει πάντα να είναι
ταυτόχρονα και ευκαιρία για αποτυχία. Εξετάζοντας την αρχική
επιχειρηματολογία υπέρ αυτού του οράματος – που ανιχνεύω εδώ στο έργο
του F.A. Hayek – μας επιτρέπεται να ανασύρουμε τις θεμελιακές ιδέες του
νεοφιλελεύθερου προγράμματος σε μια εποχή που ήταν μάλλον ιδιόμορφες
και όχι κυρίαρχες. O Hayek αποτέλεσε την μεταβατική φιγούρα ανάμεσα
στην παλαιότερη φιλελεύθερη παράδοση στην πολιτική και την οικονομία και
στον μετέπειτα πλήρως αναπτυγμένο νεοφιλελευθερισμό των μαθητών του
όπως ο Milton Friedman. Το έργο του επηρέασε αποφασιστικά τους
αρχιτέκτονες των νεοφιλελεύθερων πολιτικών σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά
ακριβώς o σπερματικός χαρακτήρας των επιχειρημάτων του – που αρθρώνεται
εναντίον του επικρατούντος σοσιαλδημοκρατικού καθεστώτος της εποχής –
εκθέτει τις βασικές ορίζουσες της νεοφιλελεύθερης θεωρίας που συχνά
αποκρύπτονται στο παρόν.Για το Hayek ([1960] 2011), η ανισότητα είναι τόσο το αποτέλεσμα (αλλά και απόδειξη) μιας ελεύθερης κοινωνίας όσο και προϋπόθεση της πολιτιστικής και υλικής της προόδου. Λαμβάνοντας υπόψη τις βασικές διαφορές που έχουν τα άτομα σε ότι αφορά τις ικανότητές τους, μια κοινωνία που δίνει σε όλους την ελευθερία να αναπτυχθούν και να ανταμειφθούν για τις δεξιότητές τους θα είναι αναπόφευκτα άνιση σε ότι αφορά τα αποτελέσματα. Πράγματι, η ισότητα των αποτελεσμάτων που μετριούνται σε πλούτο και κοινωνικό στάτους, από την άποψη αυτή, δεν μπορεί παρά να υποδηλώνει την ολέθρια παρέμβαση του κράτους. Το σημαντικότερο είναι ότι η ανισότητα λειτουργεί ως η ουσιώδης προϋπόθεση της προόδου (τόσο για τα άτομα όσο και για την συλλογικότητα), καθώς τα προνόμια του πλούτου και της εκπαίδευσης επιτρέπουν στις ελίτ να πειραματιστούν και να καινοτομήσουν (όσον αφορά την τεχνολογία και τον τρόπο ζωής) οι οποίες μπορούν να διαχέουν αυτές τις καινοτομίες στη συνέχεια και στην υπόλοιπη κοινωνία, μόλις τελειοποιηθούν και γίνουν οικονομικά προσιτές.
Ως εκ τούτου, η θέση αυτή διευρύνει τα trickle-down economics[3] σε μια ευρύτερη αρχή θεωρώντας την ως μηχανισμό επίσπευσης της τεχνολογικής και πολιτιστικής προόδου. Ο Hayek ισχυρίζεται ότι αυτή η πρόοδος «φαίνεται να είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα αυτής της ανισότητας και να είναι αδύνατη χωρίς αυτήν. Η πρόοδος με τέτοια μεγάλη ταχύτητα δεν είναι εφικτή σε ένα ομοιόμορφο μέτωπο αλλά πρέπει να συμβαίνει κλιμακωτά, ενώ κάποιοι θα βρίσκονται πολύ πιο μπροστά από τους άλλους» (σελ. 96). Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Hayek, δεν υπάρχει βαθμός ανισότητας που μπορεί να θεωρηθεί απαράδεκτος, αφού το κέρδος για μερικούς πρέπει να θεωρείται κέρδος για όλους Η υπεράσπιση του προνομίου από τον Hayek είναι επιθετική, μέχρι του σημείου να αντιτάσσεται στο επιχείρημα ότι οι κοινωνικές ανταμοιβές θα πρέπει να είναι αντίστοιχες της ατομικής αξίας (νοούμενη ως μέτρηση της προσπάθειας). Αντίθετα, αυτό που έχει σημασία είναι το προϊόν ή η απόδοση: «αυτό που καθορίζει την ευθύνη μας είναι το πλεονέκτημα που αποκομίζουμε από αυτό που μας προσφέρουν οι άλλοι, όχι η αξία τους να το παρέχουν» (σελ. 161). Για το λόγο αυτό, όχι μόνο δεν πρέπει να αλλοιωθεί το έδαφος των απαραίτητων άνισων ατομικών δυνατοτήτων, αλλά, επιπρόσθετα, δεν πρέπει να αντιταχθούμε στις άνισες συνθήκες (από την άποψη του πλούτου που έχει κληρονομηθεί, της οικογενειακής κατάστασης και της εκπαίδευσης κ.λπ.), δεδομένου ότι παρέχουν α απαραίτητα θεμέλια για ακόμη μεγαλύτερη πρόοδο (σελ. 152 – 155)…..
Το επιχείρημα του Hayek εδώ έχει δύο στιγμές: το πρώτο είναι ότι μια “καλύτερη ελίτ” είναι ένας δείκτης του επιπέδου της κοινωνίας συνολικά∙· το δεύτερο είναι ότι η ανύψωση αυτής της ελίτ πάνω από τη μάζα λειτουργεί ως το έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσεται η καινοτομία, και ως εκ τούτου είναι η προϋπόθεση για την υλική και πολιτιστική ανάπτυξη όλων. Ο Hayek ισχυρίζεται, παραδόξως, ότι η κοινωνία ωφελείται περισσότερο όταν αποκηρύξουμε την ιδέα της κοινωνικής ευθύνης. Έτσι, ο Hayek αποκηρύττει την προοδευτική παράδοση στην εκπαίδευση αλλά και ευρύτερα μία κι έξω. Όχι μόνο δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική ευθύνη, αλλά μόνο ευθύνη για όσους μας αφορούν∙ επιπλέον, η άρνηση ενός “γενικού αλτρουισμού” στην πραγματικότητα ωφελεί τους πάντες, καθώς καθιστά δυνατή τη συσσώρευση υλικού και συμβολικού από μερικούς, κάτι που αποτελεί το θεμέλιο για την πρόοδο όλων.
Αν για το Hayek η πρόοδος λαμβάνει χώρα ως αποτέλεσμα των ανεξέλεγκτων πειραμάτων που επιτρέπονται από τη συσσώρευση κεφαλαίων και προνομίων- και όχι μέσω οποιουδήποτε μεγάλου κοινωνικού σχεδίου που θα μπορούσε να παρεμποδίσει την ελευθερία της ελίτ – το επακόλουθο αυτής της αρχής είναι ότι τα υπαρκτά, υφιστάμενα ιδρύματα και οι νόρμες της καπιταλιστικής κοινωνίας αντιπροσωπεύουν το ίζημα της προηγούμενης συλλογικής εμπειρίας και πειραματισμού, και έτσι θα πρέπει να υποτασσόμαστε σε αυτούς, «ανεξάρτητα από το αν μπορούμε ή δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι κάτι σημαντικό εξαρτάται από την τήρησή τους στη συγκεκριμένη περίπτωση» (σελ. 128). Ο Hayek αντιπαραβάλλει αυτή την υποταγή [στα καπιταλιστικά ιδρύματα και τις ελίτ] με τον κανόνα του εξαναγκασμού από το κράτος, τον οποίο και υποδεικνύει ως το απαράδεκτο εναλλακτικό μέσο για την επίτευξη κοινωνικής συνοχής. Με αυτόν τον τρόπο, η υπακοή – όχι σε έναν δεσπότη, αλλά μάλλον στο έθιμο και τη σύμβαση – λειτουργεί ως ουσιώδης αρχή απάμβλυνσης που παρέχει κοινωνική σταθερότητα. Για τον Hayek, η σημαντικότερη ηθική αρχή στην οποία πρέπει να υπακούμε είναι η αρχή της ατομικής ελευθερίας – την οποία ορίζει όχι ως δικαίωμα πρόσβασης, αλλά μάλλον με αρνητικούς όρους ως έλλειψη εξαναγκασμού (σελ. 57).
Αν υποταχθούμε σε αυτόν τον τυπικό παρά ουσιαστικό ορισμό της ελευθερίας, έπεται ότι για να εφαρμοστεί η ελευθερία, πρέπει να υπακούσουμε σε αυτούς τους θεσμούς και αυτούς τους κανόνες οι οποίοι στην πράξη διαμορφώνουν πολύ άνισες συνθήκες για τις διαφορετικές ομάδες. Το επιχείρημα αυτό επαναλαμβάνεται στις σύγχρονες νεοφιλελεύθερες διακηρύξεις περί κρατικών “μονοπωλίων” στην εκπαίδευση, και σε εκκλήσεις για υποταγή στην κυρίαρχη αρχή του ανταγωνισμού.
Οι αρχές της ανισότητας και της υπακοής, όπως αναλύθηκαν, διαμορφώνουν το σκηνικό υπεράσπισης της αγοράς και της επιχειρηματικότητας. Η υποταγή που απαιτεί ο Hayek με ηθικούς όρους γίνεται στην πραγματικότητα υποταγή στην αγορά, και στην κοστολόγηση των ικανοτήτων και των δυνατοτήτων μας. Ομοίως, μπορούμε να δούμε ότι η ίδια η μορφή της αγοράς θέτει τους όρους των απόψεων του Hayek για την πολιτική και την ηθική. Θέλω όμως να τονίσω τον τρόπο με τον οποίο οι αρχές αυτές συνιστούν επίσης μια παιδαγωγική που υποστηρίζει ένα σύνολο υλικών και άυλων προνομίων και δικαιολογεί έναν επιθετικό ελιτισμό ο οποίος λειτουργεί όχι μόνο ως ταξικό ένστικτο, αλλά μορφοποιείται και ως φιλοσοφία. Με βάση την άποψη του Hayek, όχι μόνο είναι οι (ακόμα και βίαιες) ανισότητες, σε ότι αφορά τις κοινωνικές συνθήκες των διαφορετικών ομάδων , παραγωγικές για την κοινωνία στο σύνολό της, αλλά κατά τoν ίδιο τρόπο δικαιώνεται η ηθική αυθεντία των ελίτ.
Yυποστηρίζω ότι, παρά τις μεταμορφώσεις της ιδεολογικής δομής και του πεδίου του νεοφιλελευθερισμού, αυτός ο ελιτισμός επιμένει ως ένα είδος φιλοσοφικού και ηθικού πυρήνα του νεοφιλελευθερισμού.. Φυσικά, η πιο εντυπωσιακή διαφορά μεταξύ της ρητορικής των σύγχρονων νεοφιλελεύθερων και της γλώσσας του Hayek είναι ότι η νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση στο παρόν συνηθέστερα παρουσιάζεται με τη μορφή ανιδιοτελούς φιλανθρωπίας, ή με τη γλώσσα των ατομικών δικαιωμάτων. (Η ρητορική που περιβάλλει τον νόμο «No Child Left Behind» είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.) Εν ολίγοις, ο νεοφιλελευθερισμός επί του παρόντος υποτίθεται ότι στοχεύει να διορθώσει ακριβώς αυτές τις ανισότητες που όχι μόνο συνέβαλε αποφασιστικά στην γέννησή τους αλλά και στις οποίες εξακολουθεί να βασίζεται σε συνάφεια με τις φιλοσοφικές του αρχές.
Αυτή η αλλαγή στη νεοφιλελεύθερη ρητορική, σημειώθηκε την ίδια στιγμή που ο νεοφιλελευθερισμός μετατοπίστηκε από το περιθώριο στο κέντρο της δημόσιας πολιτικής και της κυβέρνησης. Η σκληρότητα της απολογίας του Hayek για την ανισότητα και την εκμετάλλευση έχει μεταμορφωθεί, στην εποχή του ώριμου νεοφιλελευθερισμού, σε μια εκτεταμένη “αντικειμενική βία” (Žižek, 2008), στην οποία η συντριβή των μαζών γίνεται αυτή καθεαυτή προϋπόθεση της οικονομικής και κοινωνικής παραγωγής. Σε αυτό το συγκείμενο, o σύγχρονος ηθικός λόγος του νεοφιλελευθερισμού, που πλαισιώνεται με έννοιες όπως η συμπόνια, τα δικαιώματα, ακόμα και η ισότητα, λειτουργεί ως ένα είδος χυδαίου συμπληρώματος της βίας την οποία, στην πραγματικότητα, παραγει παντού η νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση.
Βιβλιογραφία:
Hayek, F. A. ([1960] 2011). The constitution of liberty. Chicago: University of Chicago Press.
Žižek, S. (2008). Violence. New York: Picador.
* Ο Noah De Lissovoy είναι συγγραφέας των βιβλίων «Education and Emancipation in the Neoliberal Era», «Power, Crisis, and Education for Liberation» ενώ συνεργάστηκε στην συγγραφή του βιβλίου «Toward a New Common School Movement» Το έργο του έχει επίσης δημοσιευθεί σε πολλά περιοδικά και επιμελημένες συλλογές, και έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Διδάσκει κοινωνική και πολιτιστική θεωρία της εκπαίδευσης, θεωρία αναλυτικών προγραμμάτων και φιλοσοφία της εκπαίδευσης. Η έρευνά του επικεντρώνεται σε κριτικές και απελευθερωτικές προσεγγίσεις στην παιδαγωγική, το πρόγραμμα σπουδών και τις σπουδές στον πολιτισμό. Στο έργο του προτείνει πρωτότυπα θεωρητικά πλαίσια για την κατανόηση της δημοκρατικής εκπαίδευσης σε παγκόσμιο πλαίσιο, τη σύγχρονη στροφή προς την τιμωρία στα σχολεία και την κοινωνία, το νόημα της ιδεολογίας στη νεοφιλελεύθερη εποχή, και τις από-αποικιοκρατικές προσεγγίσεις στη Διδασκαλία.
[1] De Lissovoy, Ν. (2018 ). The violence of compassion: education reform, race, and neoliberalism’s elite rationale. In: Saltman, K.J & Means A.J. (eds) The Wiley handbook of global educational reform, 243–258, John Wiley & Sons, Inc. DOI:10.1002/9781119082316. Διαθέσιμο στο https://doi.org/10.1002/9781119082316.ch12
[2] Αυτό είναι και αναγκαίο, ως μια επέκταση των αγορών σε νέα πεδία αλλά και εφικτό: παρά τις αντίθετες διακηρύξεις, οι λεγόμενοι neets, οι πρόσφυγες, οι νεόφτωχοι, με μια κουβέντα όλοι αυτοί που παράγει η δυαδικοποίηση της ανθρώπινης κοινωνίας οριζόντια και κάθετα, είναι βασικό συστατικό της νεοφιλελεύθερης τάξης. Συνεπώς, όχι μόνο δεν είναι απαραίτητο για την καπιταλιστική παραγωγή αλλά και την αναπαραγωγή να αναλαμβανει το κράτος την εκπαίδευση μεγάλου μέρους των «απασχολήσιμων» αλλά είναι και μια επένδυση χωρίς κέρδος. Τουναντίον, η μετάθεση της ευθύνης της εκπαίδευσης από το κράτος (ή την επιχείρηση) στο άτομο, (ξεκινώντας από την βασική εκπαίδευση μέχρι την πανεπιστημιακή, την επαγγελματική και ά κερ επιχειρησιακή εκπαίδευση) δημιουργεί μια εξαιρετικά κερδοφόρα αγορά.
[3] Trickle down economics: Πρόκειται για τον χαρακτηρισμό που δόθηκε στην βασική θεώρηση της οικονομικής πολιτική του Reagan, (αλλιώς Reaganomics), σύμφωνα με την οποία οι περικοπές των φόρων των επιχειρήσεων καθώς και των πλουσίων τονώνουν βραχυπρόθεσμα τις επενδύσεις και ωφελούν τα μέγιστα την κοινωνία μακροπρόθεσμα. (πηγή Wikipedia)
Πηγή: https://www.e-lesxi.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.