Ο στρατευμένος Χιλιανός συγγραφέας Λουίς Σεπούλβεδα, ο οποίος είχε εξορισθεί από τη δικτατορία του Αουγκούστο Πινοτσέτ, πέθανε σε ηλικία 70 ετών στην Ισπανία από την Covid-19, ανακοίνωσε σήμερα ο εκδοτικός οίκος του.
Και μόνο η προσωπική ιστορία του Λουίς Σεπούλβεδα θα έφτανε να γραφτεί ένα περιπετειώδες ρομάντζο ευαισθησίας και πολιτικής δράσης: μόλις 15 χρονών γίνεται μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας της Χιλής, ενώ το 1969 με την ολοκλήρωση των σπουδών του, σκηνοθεσία θεάτρου στο Σαντιάγο, ταξιδεύει με“Πετάω, Ζορμπά! Μπορώ και πετάω!” έκρωξε τρισευτυχισμένη από την απεραντοσύνη του γκρίζου ουρανού.Ο άνθρωπος χάιδεψε το σβέρκο του γάτου.“Εντάξει, γάτε. Τα καταφέραμε” είπε αναστενάζοντας.“Ναι” νιαούρισε ο Ζορμπάς. ” Στο χείλος του γκρεμού κατάλαβα το πιο σημαντικό”.“Α, ναι; Και τι είναι πιο σημαντικό;” ρώτησε ο άνθρωπος.“Πετάει μόνο αυτός που τολμάει να πετάξει” νιαούρισε ο Ζορμπάς.(Από το βιβλίο «Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει»).
πενταετή υποτροφία σε Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Λίγους μήνες αργότερα τον διαγράφουν, γιατί συγχρωτιζόταν με διάφορους «αντιφρονούντες». Επιστρέφει στην πατρίδα και συμμετέχει στην Unidad Popular που είχε συγκροτηθεί υπό την ηγεσία του Σαλβαδόρ Αλιέντε και μάλιστα στην προσωπική του φρουρά. Αφού βιώνει όλο τον εφιάλτη του πραξικοπήματος και την δολοφονία του Χιλιανού Προέδρου, συλλαμβάνεται και βασανίζεται άγρια. Τον καταδικάζουν επί εσχάτη προδοσία σε ποινή 28 ετών και μετά από δυόμισι χρόνια φυλάκισης τον απελευθερώνουν, ύστερα από παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας και, φυσικά, τον εξορίζουν. Περιφέρεται ανάμεσα στο Εκουαδόρ, την Κολομβία και το Περού, αλλά και στον Αμαζόνιο με τους Ινδιάνους Σουάρ, και γράφει διηγήματα, θεατρικά έργα και ποιήματα -όταν δεν στήνει θιάσους. Το 1979 εντάσσεται στους Σαντινίστας της Νικαράγουα και μάλιστα, στην Διεθνή Ταξιαρχία Σιμόν Μπολίβαρ και μπαίνει νικηφόρος στην πρωτεύουσα Μανάγουα. Παραμένει λίγους μήνες για να βοηθήσει στο στέριωμα της επανάστασης και εργάζεται ως δημοσιογράφος. Το 1980 εγκαθίσταται στην Ευρώπη -σήμερα στην Ισπανία- και γίνεται μάχιμος με την Greenpeace.
Γνήσιο και άξιο παιδί της Λατινοαμερικάνικης Αριστεράς, ο Σεπούλβεδα είναι ο συγγραφέας που έγινε αντάρτης και ο αντάρτης που έγινε συγγραφέας. Στρατευμένος αλλά και βαθιά αυτοσαρκαστικός, αιχμηρός αλλά αμετανόητος, επίμονος εραστής της ελευθερίας και της επανάστασης αλλά και αμετανόητα κριτικός απέναντι στη σοβιετική γραφειοκρατία, είχε το χάρισμα να αφηγείται την πιο σκληρή ιστορία με τον πιο τρυφερό τρόπο. Και τέτοιες ιστορίες είχε να μας αφηγηθεί πολλές. Από την GAP («Ομάδα Προσωπικών Φίλων», η προσωπική φρουρά του Αλιέντε, μέλος της οποίας υπήρξε και ο ίδιος) μέχρι τη Διεθνή Ταξιαρχία «Σιμόν Μπολιβάρ» και από τις φοιτητικές νεολαίες μέχρι τα βασανιστήρια της Χιλής του Πινοσέτ, από τις εσχατιές της Αμερικής μέχρι την καρδιά των μητροπόλεων. Πραγματικές ιστορίες, παραβολές και παραμύθια.
Να μάθουμε να ζούμε με τις απουσίες
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Λουίς Σεπούλβεδα: “Η Τρέλα του Πινοσέτ”)Απ’ όλους όσοι μας λείπουν, μένουν κάτι λίγες φωτογραφίες, φέτες ζωής που καταψύχονται τη στιγμή του «κλικ», ενώ η ζωή συνεχίζεται, η ίδια ζωή που μας μάζευε όλους στον κήπο του σπιτιού, δίπλα στην ψησταριά, με την αυλόπορτα ανοιγμένη διάπλατα· σ’ ένα πάρκο με το παιδί καθισμένο στα πόδια μας, το ίδιο αυτό το παιδί που ψάχνει σήμερα· σε μια συγκέντρωση αναγκαία όσο η χαρά, και μαζί με άλλους που επίσης μας λείπουν. Είναι επικίνδυνες αυτές οι φωτογραφίες, ανατρεπτικές όπως καθετί ανησυχητικό, διαπεραστικές όπως η δίψα για ζωή, βλάσφημες όπως κάθε πίστη σε οτιδήποτε· κυρίως, όμως, είναι φωτογραφίες ανδρών και γυναικών που κρατούν αποφασιστικά τη μοίρα τους στα χέρια τους, περήφανα ένοχοι για τα νιάτα τους και για τη λαχτάρα τους για δικαιοσύνη.
Αυτοί που μας λείπουν, συνήθιζαν να μαζεύονται για να παίξουν μία παρτίδα τρούκο και γελούσαν τρανταχτά, χωρίς σεμνοτυφίες, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι προπαγάνδιζαν τα καλά της σιωπής. Καμιά φορά, σε κάποια αυλή, έτρεχαν πίσω από ένα τόπι, τάχα σπουδαίοι μπαλαδόροι, κι όταν έβαζαν γκολ το υπέγραφαν φωνάζοντας τ’ όνομά τους, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι είχαν αποφασίσει πως δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο απ’ το να ζεις στην ανωνυμία. Αυτοί που μας λείπουν, μαγείρευαν τα σαββατοκύριακα, οδηγούσαν λεωφορείο, σπούδαζαν κοινωνιολογία, νομικά ή γεωπονία, έγραφαν μυθιστορήματα, ήταν ηθοποιοί, ποιητές, ή πυγμάχοι, ήταν γιατροί σε κάτι άθλιες κλινικές, μάθαιναν ένα ένα τα πάρκα της πόλης, μέσα στα οποία αντάλλασσαν ρούχα, δίσκους, βιβλία και εμπιστοσύνη. Τα δειλινά της Κυριακής αυτοί που μας λείπουν, έλεγαν: «Τι λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;», και τότε, με την οικογενειακή κούπα που μοσχοβολούσε το καλύτερο χόρτο («αυτό με τα κοτσανάκια» έλεγαν αυτοί που λείπουν), κοιτάζονταν στα μάτια με τρυφερή περηφάνεια, με βίαιη στοργή, με πάθος οπλισμένο με μέλλον, γιατί αυτοί που μας λείπουν ήταν αγωνιστές.
Κι αν μας λείπουν, δεν είναι επειδή έτσι το θέλησε η τύχη ή τα καμώματα ενός θιγμένου θεού. Μας λείπουν γιατί τόλμησαν να προτείνουν μια ζωή καλύτερη απ’ την αγελαία. Μας λείπουν γιατί είπαν πως ψωμί θα υπάρχει για όλους ή για κανέναν. Μας λείπουν γιατί άναψαν ένα φως μες στο σκοτάδι -έντονο ή χλωμό, δεν έχει σημασία γιατί η λάμψη του μας οδηγεί. Μας λείπουν γιατί στο μισοσκότεινο δωμάτιο ζύγωσαν το κρεβάτι του παιδιού, το χάιδεψαν, άφησαν στο μέτωπό του το αστεράκι του ήσυχου ύπνου, κι όταν βγήκαν από κει πέρασαν στη δράση, το έκαναν ξέροντας πόσο πολλά είχαν να χάσουν, και το έκαναν με την αποφασιστικότητα αυτού που ξέρει ότι έχει δίκιο.
Όταν τους έπιασαν, όταν άρχισαν να μας λείπουν, οι μάρτυρες που δεν είχαν δει τίποτα, ψιθύρισαν: «Κάτι θα ’χουν κάνει για να τους πιάσουν έτσι», κι είχαν δίκιο, γιατί δεν έκαναν απλώς κάτι αλλά πολλά: ονειρεύτηκαν πως μπορεί να ζήσει κανείς ο όρθιος, ονειρεύτηκαν πως η μοίρα του ανθρώπου δεν μπορεί να είναι πάντα κάτεργο, ονειρεύτηκαν πως μπορεί να γίνουν ευτυχισμένοι όλοι οι άνθρωποι, ονειρεύτηκαν να θεσπίσουν έναν δίκαιο νόμο, μπροστά στον οποίο είμαστε όλοι ίσοι. Και τόλμησαν να θελήσουν να πραγματώσουν τα όνειρά τους, γιατί αυτοί που μας λείπουν, χωρίς τυμπανοκρουσίες ή ματαιοδοξίες, άγγιξαν την υπέρτατη διάσταση στην οποία μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος, και γι’ αυτό ακριβώς μας λείπουν: γιατί ήταν επαναστάτες.
Ανδρώθηκαν τη χειρότερη εποχή κι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την κάνουν να είναι η καλύτερη. Ανακάλυψαν ότι η Ιστορία ήταν μία απάτη, κι έγιναν σοφοί για να την ξαναγράψουν με την καλλιγραφία της αξιοπρέπειας. Ήταν προορισμένοι να θριαμβεύσουν, και προτίμησαν να είναι μοναχικοί. Πέταξαν από πάνω τους το πετσί της πατρίδας κι έγιναν μέλη της μεγάλης ανθρώπινης οικογένειας.
Αυτοί που μας λείπουν, δεν έχουν αγάλματα στα πάρκα, αλλά ζουν ακέραιοι στη μνήμη μας. Είχαν μακριά μαλλιά, φορούσαν παντελόνια «καμπάνα», γερά παπούτσια για μεγάλες πορείες και μάλλινα πουλόβερ για τις νύχτες δράσης και προπαγάνδας, κάπνιζαν βαριά τσιγάρα, έπιναν κόκκινο κρασί, τραγουδούσαν τραγούδια του Λέο Δαν και των Ιρακούντος, οι άνδρες αγαπούσαν – δίκην κοινού μυστικού- την Τζάνις Τσόπλιν και οι γυναίκες ανακήρυσσαν τον Σάντρο ως το πιο αρσενικό των αρσενικών. Κάπου κάπου κάπνιζαν κανένα πουράκι, κάπου κάπου τους καιγόταν το ψητό. Μιλούσαν για τα πάντα για να ανακαλύψουν ξανά την αξία των λέξεων, κι όταν άρχισαν να μας λείπουν, η σιωπή τους μπροστά στους δήμιους ήταν τα λόγια τους που μας κληροδότησαν.
Από αυτούς τους ανθρώπους μας έχουν μείνει κάποιες φωτογραφίες που δεν θέλουν να είναι αντικείμενα μιας θρηνωδίας. Αυτό που θέλουν, είναι να τις πάει κανείς στην αυλή του σπιτιού, κι εκεί, τη στιγμή που κάποιος ή κάποια πει: «Τι λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;» και τα βλέμματα αρχίσουν να ψάχνονται μέσα στη γλυκιά και σιωπηρή συνεννόηση των δικαίων, εκείνες κι εκείνοι, αυτοί που τόσο μας λείπουν, θα βγουν απ’ την εικόνα τους και θα υψωθούν στην υπέρτερη των συνωμοσιών, στη θεμελιώδη συνομωσία κατά του ψεύδους που επιχειρεί να διαγράψει το παρελθόν με χρηματισμούς.
Ας μάθουμε να ζούμε μ’ αυτούς που μας λείπουν, επειδή αποτελούν κομμάτι μας, επειδή ξέρουμε γιατί μας λείπουν, κι επειδή την απουσία τους την αναπληρώνουμε με καμάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.