συλλογικό κείμενο της Εκπαιδευτικής Λέσχης (κυκλοφορεί σε ειδικό έντυπο μια πιο σύντομη εκδοχή του κειμένου)
Ο Γενάρης του ’19 αποτελεί αναμφίβολα μια από τις ιστορικές στιγμές του εκπαιδευτικού κινήματος. Όλες αυτές τις μέρες, στις διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια δεν αναπνεύσαμε μόνο δακρυγόνα. Αναπνεύσαμε και το οξυγόνο του αγώνα. Και ήταν ζωογόνο αυτό το οξυγόνο. Σε αυτό το κίνημα συναντηθήκαμε όλες οι γενιές των εκπαιδευτικών. Η γενιά των απεργιών διαρκείας του 1997 και του 2006 και η γενιά της νεανικής εξέγερσης του 2008 μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου. Η γενιά των αναπληρωτών και αδιόριστων της μάχης των εξεταστικών του ’98, με τη σύγχρονη γενιά της αναπλήρωσης και της ανασφάλειας. Η γενιά που γέμισε το αμφιθέατρο ΜΑΧ στο Πολυτεχνείο τον Ιούνη του ’98 και συγκρότησε την Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή με τη γενιά της 7ήμερης κατάληψης της Πρυτανείας.
Η γενιά των φοιτητικών καταλήψεων του ’90-’91 και η γενιά των φοιτητικών καταλήψεων του 2006. Και στην αιχμή του δόρατος αυτού του κινήματος είναι ο ανθός της εκπαίδευσης, οι αναπληρωτές και αναπληρώτριες, οι νέες και οι νέοι συνάδελφοι που βλέπουν να περισσεύουν οι μήνες και να λιγοστεύει το μέλλον τους, που βιώνουν την απαξίωση του πτυχίου και την πρωτοφανή κλοπή της προϋπηρεσίας τους, που βλέπουν μπροστά τους το φάσμα της απόλυσης και της ανεργίας. Και καθώς η πορεία ανηφορίζει τη Σταδίου φωνάζοντας το σύνθημα «κάτσε καλά γεράσαμε», στέλνει το μήνυμα ότι το εκπαιδευτικό κίνημα έχει αγωνιστικές μνήμες αλλά και συνέχεια: η μαθητική γενιά που το 1998 βγήκε στους δρόμους με το σύνθημα «Κάτσε καλά Γεράσιμε», σήμερα ξεσηκώνεται ξανά, με την ιδιότητα του αναπληρωτή και της αναπληρώτριας, διεκδικώντας σταθερή και μόνιμη εργασία. Με δυο λόγια: το κίνημα του Γενάρη είναι ένα επεισόδιο σε μια πολύχρονη αναμέτρηση για τη σταθερή και μόνιμη εργασία στην εκπαίδευση, μια αναμέτρηση που ξεκινάει στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Πως φτάσαμε όμως από την ηγεμονία του
νεοφιλελευθερισμού και του ατομισμού στην αγωνιστική έκρηξη του Μάρτη του 2018
και του Γενάρη του 2019;
Ποιες ήταν οι υπόγειες διεργασίες που διαμόρφωσαν την καύσιμη ύλη του κινήματος;
Ποιες εξελίξεις οδήγησαν ώστε η νέα γενιά των αναπληρωτών που χαρακτηρίστηκε ως απολίτικη και συνδικαλιστικά ανενεργή να αναλαμβάνει σήμερα την ευθύνη να ξαναπιάσει το κομμένο νήμα της αγωνιστικής παρακαταθήκης που δημιούργησε με το αίμα και τους αγώνες του το κίνημα των αδιόριστων τη δεκαετία του ’90;
Κι ακόμη, ποιο είναι το εργασιακό μοντέλο που επιφυλάσσουν οι αντιεκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις στη νέα γενιά εκπαιδευτικών; Και πως το δυστοπικό όραμα του Σημίτη και του Αρσένη για την εκπαίδευση του αυριανού απασχολήσιμου εφαρμόζεται από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ;
Εδώ και τρεις δεκαετίες, το κίνημα των αδιόριστων και των αναπληρωτών μάχεται για σταθερή και μόνιμη εργασία στην εκπαίδευση, διεκδικώντας μαζικούς διορισμούς και υπερασπίζοντας τα επαγγελματικά δικαιώματα του βασικού πτυχίου και της προϋπηρεσίας απέναντι σε κυβερνήσεις και υπερεθνικούς οργανισμούς. Ποιες ήταν οι πολιτικές που έβγαλαν στο δρόμο τους αδιόριστους και τους αναπληρωτές και διαμόρφωσαν ένα από τα πιο μαζικά και δυναμικά κινήματα στο χώρο της εκπαίδευσης;
Ποιο είναι το πραγματικό αποτέλεσμα αυτών των αγώνων για σταθερή και μόνιμη εργασία στους υλικούς όρους της εργασίας αλλά και στη συνείδηση των εκπαιδευτικών;
Τι συμβαίνει πραγματικά μέσα στα σχολεία σήμερα;
Πως βιώνουν οι ίδιοι οι αναπληρωτές που κατέβηκαν στις κινητοποιήσεις την αγωνιστική εμπειρία των τελευταίων μηνών;
Για την εκπαίδευση, η
δεκαετία του ’90 συνιστά αλλαγή παραδείγματος, καθώς προωθούνται ριζικές
αναδιαρθρώσεις που εισάγουν ιδέες και αντιλήψεις άμεσα συνδεδεμένες με την
επιχειρηματικότητα: Μετρησιμότητα, αποτελεσματικότητα, πιστοποίηση, αύξηση
ύλης, συμπύκνωση χρόνου, ποσοτικοποίηση, συγκρισιμότητα, αξιολόγηση,
ανταγωνισμός είναι στοιχεία αλλεπάλληλων αναδιαρθρωτικών εγχειρημάτων που
επιδιώκουν να διαμορφώσουν ένα νέο
εκπαιδευτικό τοπίο, ένα πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο παράγεται κουλτούρα
παραδεδεγμένη.
Σε κάθε περίπτωση τα 90’s αποτελούν μια τομή: είναι ακριβώς η πολιτική συγκυρία όπου ο νεοφιλελευθερισμός μετατρέπεται από ιδεολογία σε καθεστώς, σε διεθνές επίπεδο αλλά και στη χώρα μας, είναι η εποχή της πλήρους κυριαρχίας των αγορών και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, των «κλειδωμένων» οικονομικών πολιτικών, της αλλαγής του ρόλου του κράτους, της αποδόμησης του κράτους πρόνοιας και της αλλαγής του ρόλου του δημόσιου τομέα. Αυτή η εξέλιξη αφορά τόσο τα εθνικά κράτη όσο και τους υπερεθνικούς οργανισμούς. Προωθείται τόσο από κυβερνήσεις όσο και από υπερεθνικούς οργανισμούς όπως το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ: η αγορά και όχι το κράτος πρόνοιας είναι ο κυριότερος διαχειριστής των κοινωνικών σχέσεων.
Στην Ελλάδα, οι οικουμενικές κυβερνήσεις που συγκροτούνται το 1989, με τη συμμετοχή του ενιαίου τότε Συνασπισμού (ΚΚΕ, ΕΑΡ, κλπ.), ανοίγουν το δρόμο στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και στο νεοφιλελεύθερο χειμώνα.
Το φθινόπωρο του 1990, ο υπουργός παιδείας Β. Κοντογιαννόπουλος προωθεί ένα φιλόδοξο σχέδιο σαρωτικών αναδιαρθρώσεων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Το σχετικό πολυνομοσχέδιο καθώς και μια σειρά ΠΔ προέβλεπαν μεταξύ άλλων, επαναφορά των εξετάσεων στο δημοτικό και το γυμνάσιο, κατάργηση των αδικαιολόγητων απουσιών, επιβολή ομοιόμορφης ενδυμασίας και επέκταση του πειθαρχικού ελέγχου ακόμα και στην καθημερινή εξωσχολική ζωή των μαθητών, κατάργηση της επετηρίδας, λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ, κατάργηση της παροχής δωρεάν πανεπιστημιακών συγγραμμάτων.
Η συγκυρία έμοιαζε ευνοϊκή. Η πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία της δεξιάς ήταν πολύ ευρύτερη και ισχυρότερη απ’ ότι μαρτυρούσαν τα εκλογικά ποσοστά και οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί. Η πολιτική κρίση στο ΠΑΣΟΚ, η ενσωμάτωση και ο πολιτικός αφοπλισμός της αριστεράς, το πολιτικό τοπίο που διαμόρφωσαν οι οικουμενικές κυβερνήσεις Τζανετάκη και Ζολώτα, η κατάρρευση των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», η ιδεολογική κρίση των ριζοσπαστικών ιδεών και η κόπωση των κοινωνικών κινημάτων, φούσκωναν τα πανιά του νεοφιλελευθερισμού. Στα πανεπιστήμια και ευρύτερα στη νεολαία, η ΟΝΝΕΔ εμφανιζόταν παντοδύναμη, στη δευτεροβάθμια, η ΟΛΜΕ προερχόταν από την ήττα της μεγάλης απεργίας του Ιούνη του 1990, ενώ η ΔΟΕ δεν θεωρούνταν απειλή για τα αναδιαρθρωτικά σχέδια. Ωστόσο, ένα μαζικότατο μαθητικό και φοιτητικό κίνημα, που εμφανίστηκε σχεδόν από το πουθενά, ανέτρεψε τα δεδομένα. Λίγους μήνες μετά, κάτω και από το βάρος της πολιτικής δολοφονίας του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα, τα μέτρα αποσύρονται και ο Β. Κοντογιαννόπουλος υποχρεώνεται σε παραίτηση.
Στο πλαίσιο του πανεκπαιδευτικού κινήματος του ’90 – ’91, αδιόριστοι και αναπληρωτές προχώρησαν στην ανασύσταση της Πανελλήνιας Ένωσης Αδιόριστων Εκπαιδευτικών (η ΠΕΑΕ είχε συγκροτηθεί τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια αλλά μέχρι το 1988 παρέμενε ανενεργή). Η ΠΕΑΕ συμμετέχει στις μεγάλες πανεκπαιδευτικές διαδηλώσεις του ’90 -91 και προχωρά σε μια σειρά δράσεις όπως το συμβολικό κάψιμο των πτυχίων στο Υπουργείο Παιδείας το φθινόπωρο του ’90. Από τα πρώτα βήματά του ακόμα, το κίνημα των αδιόριστων εμφανίζει τα χαρακτηριστικά που το σημάδεψαν όλες τις επόμενες δεκαετίες. Οι ανοιχτές δημοκρατικές συνελευσιακές διαδικασίες, το ριζοσπαστικό περιεχόμενο διεκδικήσεων και αιτημάτων και η συνεχής προσπάθεια συμμετοχής και αλλαγής προσανατολισμού των πρωτοβάθμιων εκπαιδευτικών σωματείων. Την επόμενη διετία η ΠΕΑΕ συγκροτείται, διεξάγει τις πρώτες εκλογές για την ανάδειξη Διοικητικού Συμβουλίου και δίνει νικηφόρα τη μάχη ενάντια στο μέτρο της εισαγωγικής επιμόρφωσης των υπό διορισμό εκπαιδευτικών που προβλεπόταν να λειτουργεί ως «κριτήριο και προϋπόθεση για το διορισμό». Επρόκειτο δηλαδή για μια ακόμα προσπάθεια της κυβέρνησης Ν.Δ. να επιβάλλει υποχρεωτική αξιολόγηση ύστερα από την εισαγωγική επιμόρφωση των υπό διορισμό εκπαιδευτικών, γεγονός που ακυρώθηκε χάρη στις πανελλήνιας εμβέλειας κινητοποιήσεις σε όλα τα Περιφερειακά Επιμορφωτικά Κέντρα της χώρας.
Να δεις τι σου ‘χω για μετά…
Στις εκλογές του 1993 το ΠΑΣΟΚ διαδέχεται τη ΝΔ. Έναν χρόνο
αργότερα, με υπουργό Παιδείας το Γιώργο Παπανδρέου, η κυβέρνηση προωθεί την
ανασύνταξη της επετηρίδας για τους δάσκαλους και τους νηπιαγωγούς. Πέρα από το
διχασμό που προκάλεσε στο σώμα των αδιόριστων το μέτρο αυτό, γεγονός είναι ότι
οι αδιόριστοι/ες δάσκαλοι/ες και νηπιαγωγοί που συσπειρώθηκαν μαζικά στην ΠΕΑΕ
εκείνη τη χρονιά, αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη του κινήματος αδιορίστων τα
επόμενα δέκα χρόνια και άλλαξαν ριζικά το τοπίο στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση
συμμετέχοντας δυναμικά σε όλους τους επόμενους πανεκπαιδευτικούς αγώνες. Στο
πλαίσιο αυτό χιλιάδες αδιόριστοι εκπαιδευτικοί από τις αρχές της δεκαετίας του
1990 έως και τις αρχές της δεκαετίας του 2000 θα συστρατευθούν στο κίνημα των
αδιόριστων εκπαιδευτικών με κύριο εκφραστή του την ΠΕΑΕ υπερασπιζόμενοι την
ύπαρξη και λειτουργία της επετηρίδας διορισμών, διεκδικώντας μαζικούς –
μόνιμους διορισμούς σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, πτυχία με
κατοχυρωμένα εργασιακά δικαιώματα, συνδικαλιστικά δικαιώματα για όλους τους
ελαστικά εργαζόμενους εκπαιδευτικούς (αναπληρωτές – ωρομίσθιους) και ένταξή
τους στα συνδικάτα της εκπαίδευσης (ΔΟΕ – ΟΛΜΕ), ανιχνεύοντας νέους τρόπους
συνδικαλιστικής και πολιτικής δράσης, καθιερώνοντας το μαχητικό ακτιβισμό στο
χώρο της συνδικαλιστικής έκφρασης των εκπαιδευτικών της Δημόσιας Εκπαίδευσης,
συμμετέχοντας ενεργά και καθοριστικά σε όλες τις μεγάλες εκπαιδευτικές απεργίες
και μάχες της περιόδου. Παράδειγμα, το κίνημα που αναπτύχθηκε ενάντια στην
αποκέντρωση της εκπαίδευσης (βλ. εκχώρησή της στους Δήμους) που επιχείρησε το
1995 η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ και υποχρέωσε τον Γ. Παπανδρέου σε άτακτη υποχώρηση.
Κάτσε καλά Γεράσιμε…
Το καλοκαίρι του 1997, λίγους μήνες μετά τη μεγάλη απεργία της
ΟΛΜΕ, ο υπουργός Παιδείας Γεράσιμος Αρσένης προωθεί το νόμο 2525 με τη φιλόδοξη
επαγγελία για μια «παιδεία ανοιχτών οριζόντων». Το λύκειο, με τον νόμο Αρσένη,
μετατρέπεται σε ένα απέραντο εξεταστικό κέντρο, σε ένα πολυδαίδαλο εξεταστικό
Μινώταυρο με αρνητικές επιπτώσεις, ιδιαίτερα για τους μαθητές και τις μαθήτριες
από λαϊκά στρώματα. Ταυτόχρονα, ο νόμος Αρσένη προβλέπει την εφαρμογή της
αξιολόγησης εκπαιδευτικών και την απομάκρυνση των «ακατάλληλων», την κατάργηση
της επετηρίδας και την αντικατάστασή της από διαγωνισμό του ΑΣΕΠ.
Η προσχεδιασμένη κίνηση διόγκωσης της επετηρίδας και το μπλοκάρισμα των διορισμών λόγω περιορισμένης ζήτησης και υπερπροσφοράς αρκετά χρόνια πριν – αφού οι διορισμοί πριν τη διεξαγωγή του διαγωνισμού ήταν ελάχιστοι και οι ελπίδες μεγάλου μέρους των αδιόριστων εκπαιδευτικών για μόνιμο διορισμό ανύπαρκτες – αποτελούσε πολιτική επιλογή. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι υπήρχε ήδη αναμονή στην επετηρίδα 10 ετών για τους δασκάλους, 12 για τους νηπιαγωγούς και από 8-14 για τους καθηγητές ανάλογα την ειδικότητα. Το 1996 στην επετηρίδα ήταν εγγεγραμμένοι 19.007 δάσκαλοι, 11.317 νηπιαγωγοί και 107.373 καθηγητές. Το ζητούμενο όμως ήταν η αποσύνδεση οριστικά και αμετάκλητα των εργασιακών δικαιωμάτων που απορρέουν από το πτυχίο και η μετατροπή της αποτυχίας του κράτους να προσφέρει ποιοτική εκπαίδευση σε προσωπική αποτυχία του κάθε διαγωνιζόμενου μέσα από συγκεκριμένες «πιστοποιημένες» γνώσεις και παιδαγωγικές αντιλήψεις. Το Υπουργείο Παιδείας πρόβαλλε τότε το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα της αξιοκρατίας: «θα πάρουμε τους καλύτερους εκπαιδευτικούς» επαναλάμβανε ο Αρσένης σε κάθε ευκαιρία.
Πρόκειται για την πιο επιθετική νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση της δεκαετίας του ’90. Η αντίδραση του κινήματος των αδιόριστων υπήρξε άμεση. Στα μέσα Αυγούστου, οργανώνονται ογκώδη και δυναμικά συλλαλητήρια στο Υπουργείο Παιδείας και τη Βουλή. Ο νόμος ψηφίζεται μέσα στο κατακαλόκαιρο, με την κυβέρνηση να παρατάσσει τα ΜΑΤ απέναντι στο δυναμισμό και τη μαχητικότητα του κινήματος των αδιόριστων. Ωστόσο, στο νόμο θα συμπεριληφθεί μια τροποποίηση που προβλέπει ότι τα επόμενα πέντε χρόνια οι διορισμοί θα γίνονται με κυμαινόμενα ποσοστά και από τον ΑΣΕΠ και από την επετηρίδα. Η νικηφόρα μάχη που δόθηκε το χειμώνα του ’97-’98 ενάντια στην αξιολόγηση, αποδείχτηκε στρατηγικής σημασίας: 22 ολόκληρα χρόνια πέρασαν από εκείνο το χειμώνα με αλλεπάλληλα θεσμικά πλαίσια για την αξιολόγηση που έμειναν στα χαρτιά και δεν εφαρμόστηκαν ποτέ, καθώς αντιμετώπισαν τη σθεναρή αντίσταση του εκπαιδευτικού κινήματος. Ωστόσο, η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται στο σώμα των αδιόριστων μετά την ψήφιση του νόμου είναι πολύ πιο σύνθετη. Η ΠΕΑΕ συσπειρώνει το πιο αποφασισμένο τμήμα των αδιόριστων και αναπληρωτών, με μεγάλη επιρροή στην πρωτοβάθμια, υπερασπίζοντας την επετηρίδα και τα εργασιακά δικαιώματα που απορρέουν από το βασικό πτυχία, διεκδικώντας την καθολική κατάργηση του νόμου. Από την άλλη, η Πανελλήνια Ένωση Αναπληρωτών (ΠΕΑ), εκφράζει τους αναπληρωτές, κατά βάση της δευτεροβάθμιας, που προτάσσουν τη διεκδίκηση μιας ρύθμισης που θα εξασφαλίζει την εργασιακή διάσωσή τους χωρίς να αμφισβητεί την αντιεκπαιδευτική αναδιάρθρωση. Όσο πλησιάζουμε προς τη διενέργεια του πρώτου διαγωνισμού ΑΣΕΠ, τόσο το δυναμικό των αδιόριστων και των αναπληρωτών συσπειρώνεται γύρω από τη λογική της συνολικής σύγκρουσης και ακύρωσης του διαγωνισμού. Στις 7 Μαΐου 1998, μια μεγάλη πανεκπαιδευτική διαδήλωση απαιτεί να φτάσει στο Ζάππειο όπου διεξάγεται ομιλία με τον Κ. Σημίτη και συγκρούεται με τα ΜΑΤ, ενώ στις 4 Ιουνίου, πάνω από 1200 άτομα συμμετέχουν στη μεγάλη συνέλευση αγώνα στην αίθουσα ΜΑΧ του Πολυτεχνείου και εκλέγουν Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή. Είναι η στιγμή που η ίδια η βάση των εκπαιδευτικών παίρνει την υπόθεση του αγώνα στα χέρια της, παραμερίζοντας τις δυνάμεις του κυβερνητικού κρατικού συνδικαλισμού της υποταγής και της συναίνεσης.
Κάτω από την ασφυκτική πίεση της βάσης, το ΔΣ της ΔΟΕ, στο οποίο την απόλυτη πλειοψηφία έχει η ΠΑΣΚ, υποχρεώνεται να κηρύξει απεργία για τις ημέρες πραγματοποίησης του διαγωνισμού.
Το απόγευμα της παραμονής του διαγωνισμού, ένα ογκώδες
συλλαλητήριο ανηφορίζει τη Σταδίου. Το σύνθημα που δονεί τη διαδήλωση είναι:
«Αύριο θα μπούμε στα εξεταστικά, ο νόμος του Αρσένη θα μείνει στα χαρτιά».
Πράγματι, τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας, μια ομάδα εκπαιδευτικών, αιφνιδιάζει
την αστυνομική δύναμη και καταλαμβάνει το εξεταστικό κέντρο του 1ου
Λυκείου Πεύκης. Η κατάληψη εκκενώνεται τις πρώτες πρωινές ώρες από τα ΜΑΤ πριν
προλάβει να μαζικοποιηθεί. Ένα ζήτημα που μένει ανοιχτό, είναι οι πολιτικές
ταλαντεύσεις για τη στήριξη ή όχι της κατάληψης, που υπήρχαν στο εσωτερικό του
κινήματος και εκφράστηκαν και στην Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή.
Οι επόμενες έξι ημέρες είναι πραγματικά συγκλονιστικές. Χιλιάδες εκπαιδευτικοί, αναπληρωτές και μόνιμοι, φοιτητές και εργαζόμενοι, προχωρούν σε αποκλεισμό των εξεταστικών κέντρων σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και 14 ακόμα πόλεις (Ιωάννινα, Ηράκλειο, Πάτρα, Σέρρες, Λαμία, Καρδίτσα, Κοζάνη, Ρέθυμνο, Αλεξανδρούπολη, Ρόδος, Βόλος, Αγρίνιο, Χαλκίδα, Πύργος), αντιμετωπίζοντας με μαχητικότητα και πρωτοφανή αποφασιστικότητα την αστυνομική βία. Έξω από τα εξεταστικά ξεσπάει πραγματικός πόλεμος. Η συντηρητική πολιτική συνοδεύεται από την κρατική καταστολή και την παρακρατική βία: οι συλλήψεις ξεπερνούν τις 70. Οι συλληφθέντες παραπέμπονται σε δίκες με βαριές κατηγορίες (έως και για κακουργηματικές πράξεις) και ενώ τα κατηγορητήρια καταρρέουν, πολλοί από αυτούς καταδικάζονται με εφέσιμες ποινές που κυμαίνονται από 2 έως και 7 μήνες. Δεκάδες τραυματίες διαδηλωτές, τραυματίας διαδηλωτής από σφαίρα αστυνομικού την Πέμπτη 18 Ιουνίου, δολοφονική επίθεση των ταγμάτων της Χρυσής Αυγής έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων σε φοιτητές και αδιόριστους με βαριά τραυματισμένο το μέλος του ΚΣ της ΕΦΕΕ Δημήτρη Κουσουρή.
Έτσι, ο διαγωνισμός του 1998 σημαδεύτηκε με το αίμα των διαδηλωτών εκπαιδευτικών και φοιτητών, επιβλήθηκε με την κρατική βαρβαρότητα και, τελικά, χαρακτηρίστηκε από πλήθος παρατυπιών και εξαιρετικά χαμηλή συμμετοχή σε αρκετούς κλάδους (π.χ. δάσκαλοι).
Αμέσως μετά τη διεξαγωγή του
πρώτου διαγωνισμού του ΑΣΕΠ (1998) και όλη την επόμενη δεκαετία, το κράτος, με
διακυβέρνηση είτε ΠΑΣΟΚ είτε ΝΔ, είχε ως βασικό του μέλημα την αποσύνδεση του
πτυχίου από τα εργασιακά δικαιώματα που απορρέουν από αυτό. Το κίνημα της αδιοριστίας της δεκαετίας του
1990 έκλεισε τον κύκλο του με κορυφαία στιγμή τις μάχες του 1998. Ωστόσο, η
αγωνιστική κουλτούρα και ο ριζοσπαστισμός που το διέκρινε πέρασε -μαζί με τα
φυσικά πρόσωπα- τις πόρτες του δημόσιου σχολείου συμβάλλοντας
καθοριστικά στις αντιπαραθέσεις της επόμενης δεκαετίας. Αποκορύφωμα των αντιπαραθέσεων αυτών υπήρξε η
απεργία του 2006. Μέσα στο καμίνι αυτών των αγώνων συγκροτείται σταδιακά το
πολύμορφο ταξικό αυτόνομο ρεύμα των Παρεμβάσεων στην πρωτοβάθμια – στη
δευτεροβάθμια έχει ήδη συγκροτηθεί από το 1988. Ταυτόχρονα, μια σειρά
μικρότερης εμβέλειας μάχες (αναπληρωτές, νηπιαγωγοί, ωρομισθία) είχαν ιδιαίτερη
αξία για τα μαχόμενα τμήματα της εκπαίδευσης. Δεν είναι άσχετο με την ανάπτυξη
του κινήματος το γεγονός ότι μόνο στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, από το 1998 ως
το 2010 διορίστηκαν 39.887 εκπαιδευτικοί. Υπονομεύτηκε έτσι ο διαγωνισμός του
ΑΣΕΠ, αφού κυριάρχησε -ιδιαίτερα στον χώρο των δασκάλων- η προϋπηρεσία ως
βασικό κριτήριο πρόσληψης. Όλες οι νομοθετικές παρεμβάσεις της δωδεκαετίας
αυτής επεδίωκαν να επιβάλλουν την αποσύνδεση του πτυχίου με τον διορισμό, δεν
κατάφεραν ωστόσο, κάτω από τη συνεχή πίεση του κινήματος, να απαξιώσουν την
έννοια της προϋπηρεσίας. Αυτή ήταν και η παρακαταθήκη των αγώνων στη δεύτερη,
σκληρή δεκαετία του 21ου πρώτου αιώνα, στα μνημονιακά χρόνια. Από
την άλλη πλευρά, η αλυσίδα των διαρκών παρεμβάσεων στο σύστημα διορισμού
επιβεβαιώνει ότι στη νέα εποχή μετά το διαγωνισμό του ΑΣΕΠ ο κανόνας είναι ότι
δεν υπάρχουν κανόνες.
Ο πολυκατακερματισμός στο χώρο των αναπληρωτών είναι πλέον εμφανής αλλά στις κινητοποιήσεις που διοργανώνονται σε όλη την Ελλάδα συμμετέχει η πλειοψηφία των αναπληρωτών μαζί με Συλλόγους ΠΕ, ΕΛΜΕ, συλλόγους αναπληρωτών από ομάδα νηπιαγωγών, επιτροπές αγώνα (παρακαταθήκη από το 1998). Τα δίκαια αιτήματα των μαζικών μόνιμων διορισμών με βάση το πτυχίο και του διορισμού όλων των αναπληρωτών με βάση την προϋπηρεσία κινητοποιεί και ενώνει στις συγκεντρώσεις τον κόσμο της εκπαίδευσης. Συγκροτείται ομάδα νηπιαγωγών που παρεμβαίνει συχνά στη ΔΟΕ με τα αιτήματα για διορισμό των αναπληρωτών και προβάλλοντας την ανάγκη εκκαθάρισης της επετηρίδας από πλασματικές εγγραφές αλλά και την ανάγκη δημιουργίας ενιαίου πίνακα προσλήψεων αναπληρωτών σε εθνικό επίπεδο πραγματοποιώντας και παρεμβάσεις σε επίπεδο Διευθύνσεων. Παράλληλα οι νηπιαγωγοί έχουν βιώσει την προσφερόμενη εκτός Υπουργείου Παιδείας προσχολική αγωγή, αλλά και την πολυδιάσπαση που υπάρχει σε αυτή (Δήμοι, Ιδιώτες, Εκκλησία, Τράπεζες κ.λ.π.) με ότι συνέπειες έχει αυτό για τα παιδιά Το παιδί και οι γονείς είναι πελάτες ως εκ τούτου όλα καθορίζονται από τη σχέση κέρδους και προσέλκυσης πελατών. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, προβάλλουν δυναμικά ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΧΡΟΝΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ. Κινητοποιήσεις γίνονται κάθε Τετάρτη στο Υπουργείο Παιδείας, από αναπληρωτές δάσκαλους και νηπιαγωγούς μαζί με το Συντονιστικό αναπληρωτών της ΟΛΜΕ και την ΠΕΑΕ. Τον Απρίλη του 2001 μια αναπληρώτρια συνάδελφος επιχειρεί να αυτοπυρποληθεί, ενώ οι αναπληρωτές απαντούν στην πλήρη αδιαφορία της ΔΟΕ με κατάληψη των γραφείων της και πίεση στο Δ.Σ. να αποφασίσει απεργία. Ωστόσο, η πρόταση για απεργία μειοψηφεί – για μια ακόμα φορά η ΔΟΕ αρνείται να εκφράσει τον αγωνιστικό παλμό της ελαστικής εργασίας.
Επί Υπουργίας Πέτρου Ευθυμίου, στις 12/9/20011, συντάσσονται πίνακες υποψηφίων αναπληρωτών σε εθνικό επίπεδο από την κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας. Επαναπροσλαμβάνονται οι γυμναστές (1000) στις ίδιες θέσεις για το μάθημα της Ολυμπιακής Παιδείας και προκηρύσσονται άλλες 1000 θέσεις για κάλυψη του μαθήματος με το ίδιο ιδιότυπο καθεστώς έως το 2004.
Η σειρά πρόσληψης αναπληρωτών σύμφωνα με τον Ν. 2942/2001 διαμορφώνεται ως εξής:
Στις 30 Γενάρη του 2002 πραγματοποιείται Πανελλαδική κινητοποίηση αναπληρωτών και συνάντηση με τον τότε Υφυπουργό Παιδείας Ν. Γκεσούλη ο οποίος ανακοινώνει «την έναρξη διαλόγου στις αρχές Μάρτη για να προσδιοριστεί ο ρυθμός απορρόφησης των αναπληρωτών με 16μηνη προϋπηρεσία». Όμως στην ουσία επισπεύδει την κατάργηση της επετηρίδας και δημιουργεί πολλαπλές κατηγορίες αναπληρωτών.
Με το ν. 3027/2002 διαμορφώνονται πίνακες αναπληρωτών αλλά και μόνιμων διορισμών προσμετρώντας 1 μόριο για κάθε μήνα προϋπηρεσίας και 1 μόριο για κάθε μονάδα πάνω από τη βαθμολογική βάση στο Διαγωνισμό του ΑΣΕΠ. Με το νόμο αυτό προβλέπεται ο διορισμός των μονίμων να γίνεται κατά 75% από το διαγωνισμό του ΑΣΕΠ και κατά 25% από τους 16μηνίτες αναπληρωτές.
Στην κατηγορία των δασκάλων που εκλείπουν οι δυο πίνακες όλοι οι αναπληρωτές μπαίνουν σε τροχιά διορισμού. Όμως το 2002 εφαρμόζεται στην πράξη ο νόμος 2525/97 αφού τελειώνει η 5ετια προσαρμογής κι έτσι έχουμε μόνιμους διορισμούς κατά 90% από το διαγωνισμό ΑΣΕΠ του 2000 και 10% από την επετηρίδα, που κλείνει οριστικά το 2003. Οι κενές θέσεις καλύπτονται κατά 50% από 16μηνίτες αναπληρωτές, κατά 25% από τον Πίνακα Γ΄ και κατά 25% από αυτούς που έλαβαν τη βαθμολογική βάση στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ του 2000.
Το Νοέμβρη του 2002 ιδρύεται η Πανελλήνια Ένωση Αναπληρωτών Νηπιαγωγών και απευθύνει κάλεσμα αγωνιστικής συσπείρωσης όλων των αναπληρωτών νηπιαγωγών, για την καθιέρωση υποχρεωτικής δημόσιας δωρεάν δίχρονης προσχολικής αγωγής, τη συνεργασία με συλλόγους αδιόριστων και αναπληρωτών, τη διεκδίκηση του μόνιμου διορισμού όλων των αναπληρωτών, την κατάργηση του θεσμού των αναπληρωτών και των ωρομισθίων, την κατάργηση του διαγωνισμού του ΑΣΕΠ και μόνιμους μαζικούς διορισμούς με σύστημα που θα στηρίζεται στην προϋπηρεσία και το χρόνο λήψης πτυχίου.
Την άνοιξη του 2004 δημοσιεύεται το περιβόητο Π. Δ. για τη «μονιμοποίηση» των 250.000 συμβασιούχων, μη εξαιρουμένων των εκπαιδευτικών, που θα προωθούσε (σύμφωνα με τις προεκλογικές της υποσχέσεις) η κυβέρνηση της ΝΔ. Το Π.Δ. αποτελεί μια πρωτοφανή κοροϊδία, αφού τελικά μονιμοποιούνται μόνο 33.500 συμβασιούχοι και, επιπλέον, εξαιρεί επίσημα την εκπαίδευση από τις ρυθμίσεις του. Στις 14 Μάη οργανώνεται μεγάλο συλλαλητήριο συμβασιούχων του δημοσίου και εκπαιδευτικών στο Μαξίμου με αίτημα τη σταθερή και μόνιμη εργασία. Κάτω από την πίεση των αναπληρωτών, ψηφίζεται ο Ν. 3255/2004 που προβλέπει μόνιμους διορισμούς κατά 60% από το διαγωνισμό ΑΣΕΠ και 40% από τον ενιαίο πίνακα αναπληρωτών. Τέλος, ο ν. 3687/2008 προβλέπει για τους 30μηνίτες μέχρι 30/6/2008 να διορίζονται μέχρι το 2012-2013 και μάλιστα το 1/5 αυτών κατ΄ έτος. Επίσης για όσους είχαν συμπληρώσει 24μηνη προϋπηρεσία μέχρι την ίδια ημερομηνία και είχαν και τη βαθμολογική βάση του διαγωνισμού ΑΣΕΠ να διορίζονται από το σχολικό έτος 2008-2009.
Από το 2005 και μετά η ΠΕΑΕ σταδιακά αδρανοποιείται και στη θέση της λειτουργεί το Συντονιστικό Ωρομίσθιων – Αναπληρωτών εκπαιδευτικών, μια πρόδρομη μορφή του σημερινού Συντονιστικού Αναπληρωτών και Αδιόριστων εκπαιδευτικών.
Παρ’ όλα αυτά, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία στην ΑΔΕΔΥ και τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες αρνείται την εγγραφή των συμβασιούχων στα σωματεία. Σε πείσμα του υποταγμένου συνδικαλισμού, το 2004 δεκάδες Σύλλογοι Π.Ε. στη χώρα έχουν εγγράψει τους ωρομίσθιους στις τάξεις τους προσπερνώντας στην πράξη τις γνωματεύσεις νομικών συμβούλων. Γιατί τα συνδικάτα δε τα ίδρυσε ο νόμος , αλλά τα γέννησαν οι ανάγκες των εργαζομένων και αυτές τις ανάγκες πρέπει να υπηρετούν.
Η καθολική εγγραφή όλων ωρομισθίων σε όλους τους συλλόγους αποτελεί κορυφαίο πολιτικό ζήτημα τα επόμενα χρόνια. Στην 73η Γενική Συνέλευση της ΔΟΕ μπήκε σε ψηφοφορία η πρόταση που υποστήριξαν οι Παρεμβάσεις – Κινήσεις – Συσπειρώσεις και αντιπρόσωποι από άλλες δυνάμεις για εγγραφή των ωρομισθίων στους Συλλόγους με πλήρη δικαιώματα. Η πλειοψηφία της Γενικής Συνέλευσης (ΠΑΣΚ – ΔΑΚΕ) καταψήφισε την πρόταση αυτή και παρέπεμψε το θέμα σε μια διαπαραταξιακή επιτροπή που θα συσταθεί από ΑΔΕΔΥ, ΟΛΜΕ και ΔΟΕ! Όμως, το 2005, στην 74η Γ.Σ. αναγνωρίζεται ντε φάκτο η εγγραφή των ωρομισθίων στους Συλλόγους με πλήρη δικαιώματα (εκλέγειν – εκλέγεσθαι) αφού στην Συνέλευση συμμετέχουν δυο αντιπρόσωποι ωρομίσθιες χωρίς καμιά παράταξη να τολμήσει να βάλει ένσταση.
Το τοπίο στην εκπαίδευση στα χρόνια της κρίσης και των
μνημονίων, διαμορφώθηκε σε γενικές γραμμές, από την αντιπαράθεση ανάμεσα στα
αλλεπάλληλα κύματα αναδιαρθρώσεων και στις αντιστάσεις και τους αγώνες της
εκπαιδευτικής κοινότητας.
Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ο τύπος σχολείου που επιβάλλεται, το Σχολείο Ε.Α.Ε.Π. (σχολείο Διαμαντοπούλου) και η μετεξέλιξή του, κάτω από το βάρος των μνημονικών περικοπών, σε Ενιαίου Τύπου Ολοήμερο Δημοτικό Σχολείο (σχολείο Φίλη) επιβάλει και το μοντέλο των εργασιακών σχέσεων. Η αναλογία μόνιμων και ελαστικά εργαζόμενων εκπαιδευτικών χρόνο με τον χρόνο αλλάζει σε βάρος της μόνιμης και σταθερής εργασίας. Οι ελαστικά εργαζόμενοι αναπληρωτές που πολλές φορές προσλαμβάνονται με μειωμένο ωράριο εργασίας ή για ελάχιστους μήνες προσεγγίζουν πια το 20% του συνόλου των εκπαιδευτικών που εργάζονται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Στη δευτεροβάθμια, η αύξηση του ωραρίου των εκπαιδευτικών δημιουργεί τεχνητά πλεονάσματα προσωπικού, ενώ η κατάργηση ολόκληρων κλάδων οδηγεί 2000 μόνιμους συναδέλφους στη διαθεσιμότητα.
Ο Γενάρης είναι παιδί του Μάρτη. Προπομπός των μεγάλων
κινητοποιήσεων ενάντια στο προσοντολόγιο υπήρξαν οι σημαντικές σε όγκο και
μαχητικότητα συγκεντρώσεις του Μαρτίου του 2018 που κατόρθωσαν
να συσπειρώσουν τον κόσμο της αδιοριστίας και αποτέλεσαν ελπιδοφόρα
παρακαταθήκη στον αγώνα για να σπάσει ο δεκαετής κύκλος της αδιοριστίας. Η πάλη για διορισμό των
ελαστικά εργαζόμενων συναδέλφων, η πάλη ενάντια στις πολιτικές λιτότητας που
περιορίζουν τα δικαιώματα στη σταθερή και μόνιμη εργασία μπήκε τότε σε μια νέα
φάση που τα αποτελέσματα της έγιναν ορατά στις μέρες μας. Ο κόσμος της αδιοριστίας και της αναπλήρωσης
κατόρθωσε να υπερβεί τον κατακερματισμό του και να οργανώσει μαζικά και
μαχητικά συλλαλητήρια και πολλές
αγωνιστικές δράσεις. Περισσότεροι από 2000 διαδηλωτές απαίτησαν μπροστά από τις
κλειστές πόρτες του Υπουργείου Παιδείας μαζικούς και μόνιμους διορισμούς με
βάση το πτυχίο και την προϋπηρεσία. Παρά την καταστολή των ΜΑΤ και των χημικών
όχι μόνο παρέμειναν στις θέσεις τους αλλά κατάφεραν να εισβάλλουν στο κτίριο
του υπουργείο να το καταλάβουν και να πραγματοποιήσουν μαχητικές συνελεύσεις
αγώνα.
Στα τέλη του 2018 η κατάθεση της τροπολογίας από τον Γαβρόγλου για το νέο σύστημα μόνιμων διορισμών και προσλήψεων αναπληρωτών έφερε ξανά τον κόσμο της αδιοριστίας στο προσκήνιο. Γρήγορα έγινε κατανοητό ότι επρόκειτο να αποτελέσει τη μεγαλύτερη ανατροπή εργασιακών δικαιωμάτων από την εποχή της κατάργησης της επετηρίδας. Η κλοπή της προϋπηρεσίας, η πριμοδότηση ενός αέναου ανταγωνισμού προσόντων και πιστοποιήσεων, το φάσμα των απολύσεων για χιλιάδες αναπληρωτές ξεχείλισαν το ποτήρι της οργής.
Ταυτόχρονα το κίνημα του Γενάρη για πρώτη φορά με τόσο μαζικούς όρους έσπασε τη βιτρίνα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η αμφισβήτηση ήρθε όχι από τον αντιδραστικό ΣΚΑΙ και τον Μητσοτάκη, όχι από τα τηλεοπτικά κανάλια, αλλά από τη σκοπιά του αγώνα, από τη σκοπιά του ταξικού ανταγωνισμού, από τη σκοπιά των κοινωνικών αναγκών. Η μαζικότητα και η μαχητικότητα του κινήματος αυτών των ημερών κατέδειξε ότι υπάρχει ένας κόσμος που κάνει πολιτική την ίδια του την κοινωνική ανάγκη. Σ΄ αυτήν την κοινωνική ανάγκη και στους αγώνες που την εξωτερικεύουν υπάρχουν εν σπέρματι οι πολιτικές απόψεις, οι αντιλήψεις, οι προτάσεις που θα γεννήσουν νέα προτάγματα για την κοινωνική αλλαγή και χειραφέτηση. Το μέλλον μας δεν είναι η Βραζιλία του Μπολσονάρο, ούτε οι φασίστες της Ευρώπης, δεν είναι ούτε ο Μητσοτάκης που απειλεί ότι «προσλήψεις χωρίς διαγωνισμούς δεν πρόκειται να γίνουν από την επόμενη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας» και υπόσχεται μια ακόμα τετραετία μηδενικών διορισμών, σκληρής αξιολόγησης, αυταρχισμού και μετατροπής της εκπαίδευσης σε εμπόρευμα.
Το προσοντολόγιο καθώς και όλες οι εκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις που προωθούν η κυβέρνηση, ο ΟΟΣΑ και η ΕΕ, στην πραγματικότητα πίσω τους έχουν ένα βασικό στόχο: το σχολείο. Όχι μόνο τους εκπαιδευτικούς ως εργαζόμενους, αλλά το σχολείο. Δεν θέλουν ένα σχολείο που θα δημιουργεί ανθρώπους με κριτική σκέψη και ολοκληρωμένη πνευματική και ψυχική ανάπτυξη. Δεν θέλουν ένα σχολείο όπου ο άνθρωπος θα έχει τη δυνατότητα για ολόπλευρη δημιουργική έκφραση. Σχεδιάζουν το σχολείο που θα διαμορφώσει το φθηνό ευέλικτο και αναλώσιμο δυναμικό της νέας εποχής της ανάπτυξης και της άνθισης της τουριστικής βιομηχανίας, της εποχής που τα κέρδη απογειώνονται και οι αποδοχές των εργαζόμενων κινούνται στα 300-400 ευρώ. Αυτή την ανάγκη υπηρετεί η εκπαίδευση των δεξιοτήτων και των κατακερματισμένων πληροφοριών και όχι τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα της νέας γενιάς εργαζόμενων που σήμερα κάθονται στα θρανία των σχολικών τάξεων.
Γι’ αυτό και η κυβέρνηση επέλεξε, τη στιγμή που μαίνονταν ο αγώνας για την υπεράσπιση του δικαιώματος στη σταθερή και μόνιμή εργασία, ο αγώνας ενάντια στο προσοντολόγιο, να επιτεθεί σε όλο το μέτωπο, να κατεβάσει την Υπουργική Απόφαση για την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας. Γιατί επιδιώκει όχι μόνο την ήττα του κινήματος στο πεδίο των προσλήψεων και των διορισμών αλλά την οριστική παράδοση της ζωντανής εκπαίδευσης στη ζούγκλα της αγοράς και των σιδερένιων κανόνων της.
Σ΄ αυτό το πλαίσιο, το κίνημα του Γενάρη δεν ήταν μια μάχη μόνο για την εργασιακή κατοχύρωση αδιόριστων και αναπληρωτών ή μια μάχη για την κατοχύρωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των πτυχίων. Αποτελεί έναν ακόμα σταθμό στη διαχρονία των αγώνων του εκπαιδευτικού κινήματος για την υπεράσπιση του Δημόσιου σχολείου απέναντι στον νεοφιλελεύθερο μονόδρομο. Αγώνων που, εδώ και 30 χρόνια, αναμετρώνται με την αναγκαιότητα να υπάρξει ένα σχολείο όπου το παιδί θα είναι το υποκείμενό του, θα γίνεται δηλαδή ολοκληρωμένος άνθρωπος με κριτική σκέψη.
Η απάντηση που έδωσαν οι εκπαιδευτικοί με τις μεγαλειώδεις και συγκρουσιακές κινητοποιήσεις τους είναι ότι υπάρχει μια ζωντανή μαχόμενη εκπαίδευση που σκέφτεται και παλεύει και για την εργασία της, την εργασιακή κατοχύρωση που δίνει το πτυχίο και για το σχολείο, για τα παιδιά που θέλει να υπηρετήσει μέσα σε αυτό. Ούτε η καταστολή, ούτε τα ΜΑΤ, ούτε τα δακρυγόνα, ούτε τα ματωμένα κεφάλια, ούτε οι καμένες πλάτες μπορούν να κάμψουν το αγωνιστικό φρόνημα αυτού του κινήματος. Ενός κινήματος που μπορεί και πρέπει να διαμορφώσει νέες αμεσοδημοκρατικές δομές αγώνα στο εσωτερικό των Συλλόγων Π.Ε. και των ΕΛΜΕ, δομές που θα αποτελέσουν τα νέα κύτταρα πάλης και αγώνα.
Λόγω της παγκόσμιας
καπιταλιστικής κρίσης, καθίσταται αναγκαίο για τις κυρίαρχες δυνάμεις να
επανεκτιμηθούν οι κατευθύνσεις, οι προσδοκίες και οι προοπτικές της
παιδαγωγικής θεωρίας. Στο όνομα της μεταρρύθμισης και του εξορθολογισμού και
σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του
ΟΟΣΑ και άλλων διεθνών οργανισμών, η αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης έχει καταστεί
καπιταλιστική προτεραιότητα σε διεθνές επίπεδο. Σε αυτή την συγκυρία, η Ελλάδα
αντιμετωπίζεται ως πιλότος στην εφαρμογή σκληρών πολιτικών λιτότητας, περικοπών
και ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων.
Έτσι, η εκπαίδευση καλείται να διαμορφώσει έναν νέο τύπο εργαζόμενου σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου για ανθρώπινους πόρους. Η νεοσυντηρητική και νεοφιλελεύθερη καταιγίδα, η οποία εξαπλώνεται άνισα, μέσω της εκπαιδευτικής σφαίρας για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, αποσκοπεί στην περαιτέρω υποταγή της εκπαίδευσης στα καπιταλιστικά συμφέροντα, μεταλλάσσοντας έτσι το μεταπολεμικό εκπαιδευτικό σύστημα και διαμορφώνοντας το κατακερματισμένο, ταξικό, φθηνό και ευέλικτο σχολείο.
Οι εκπαιδευτικές πολιτικές που προωθούν αυτές τις αναδιαρθρώσεις επιχειρούν να ποσοτικοποιήσουν την εκπαιδευτική διαδικασία και να καταστήσουν μετρήσιμα (με αυθαίρετα κριτήρια) τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα μεταβάλλοντας έτσι ριζικά και τις διαδικασίες παραγωγής και αναπαραγωγής της γνώσης. Ο στόχος για την παραγωγή ευέλικτων, αποτελεσματικών μελλοντικών εργαζομένων, προσαρμόσιμων στις ανάγκες των επιχειρήσεων για φθηνό, ευέλικτο και πειθαρχημένο εργατικό δυναμικό προωθείται με την εγκατάλειψη της υλικής υποδομής, την υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, την επιθετική προπαγάνδα εναντίον των εκπαιδευτικών από κυβερνητικούς αξιωματούχους και συστημικά μέσα ενημέρωσης, την εισαγωγή των κανόνων της αγοράς στο δημόσιο σχολείο και, συνακόλουθα, την επιστροφή στις μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας για τους εκπαιδευτικούς, εξισώνοντας την εκπαιδευτική διαδικασία με τη μηχανιστική μετάδοση κατακερματισμένων και εξειδικευμένων γνώσεων και δεξιοτήτων, μετρήσιμων με τις κλίμακες που ορίζουν οι διαγωνισμοί PISA.
Επομένως, η κατάργηση της (επάρατης σύμφωνα με τον κύριο Γαβρόγλου) επετηρίδας, τα χαμηλά επίπεδα διορισμών σε όλη τη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών (με ελάχιστες εξαιρέσεις), η εκμηδένιση των μόνιμων διορισμών στα χρόνια των μνημονίων, η κάλυψη των πραγματικών κενών σε διδακτικό προσωπικό με όλο και αυξανόμενες προσλήψεις αναπληρωτών, η μονιμοποίηση των ελαστικών σχέσεων και της εργασιακής ομηρίας για τη νέα γενιά εκπαιδευτικών, η διαρκής αλλαγή των κανόνων για τις προσλήψεις και ο νέος νόμος για το προσοντολόγιο, εντάσσονται σε ένα ευρύτερο σχέδιο και όχι σε ευκαιριακές «ατυχείς» επιλογές μιας κυβέρνησης ή ενός υπουργού παιδείας.
Σε αυτό το πλαίσιο, σήμερα βρισκόμαστε σε ένα ιστορικό μεταίχμιο. Από ένα δημόσιο σχολείο εθνικών στόχων περνάμε σε ένα σχολείο χρησιμοθηρικής δια βίου κατάρτισης. Για μια σειρά από λόγους, κοινωνικούς και οικονομικούς, υποβαθμίζεται ο ρόλος του σχολείου ως κοινωνικού ανελκυστήρα, ως αναγνωρισμένου και ασφαλούς από την κοινωνική πλειοψηφία διαύλου κοινωνικής κινητικότητας και συνακόλουθα μειώνεται η κοινωνική νομιμοποίηση απέναντι στο σχολικό θεσμό και υποβαθμίζεται ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών.
Η Παιδαγωγική δεν χωράει σε αυτό το παράδειγμα γιατί βασίζεται σε μια παραδοχή ανθρωπιστική, γιατί προϋποθέτει υπομονή, χρόνο και επιδιώκει την ανάπτυξη του σώματος, των αισθήσεων και της σκέψης. Είναι ικανή να παράγει άλλο πολιτισμό πέρα από τις επιταγές της εμπορευματοποίησης.
Αντίστοιχα, δεν χωράει σε αυτό το παράδειγμα ούτε το μοντέλο της σταθερής και μόνιμης εργασίας, αλλά αντίθετα, προωθούνται οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις, η ανακύκλωση της ανεργίας, η συνεχής και αυθαίρετη αλλαγή των κανόνων και των κριτηρίων πρόσληψης και απόλυσης. Το εκπαιδευτικό και εργασιακό μοντέλο που προωθεί ο ΟΟΣΑ είναι η αυτονομία των σχολείων και η λειτουργία τους με όρους επιχείρησης, με διευθυντή – manager που θα προσλαμβάνει, θα αξιολογεί και θα απολύει το διδακτικό προσωπικό. Ο νόμος για το προσοντολόγιο είναι ένα ακόμα βήμα σε αυτή την κατεύθυνση, ωστόσο, μένει ακόμα αρκετός δρόμος που μέχρι στιγμής το μπλοκ εξουσίας δεν μπορεί να τον διανύσει λόγω των αντιστάσεων του εκπαιδευτικού κινήματος.
Επομένως, η πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση με τις κυρίαρχες πολιτικές που προωθούν κυβερνήσεις και υπερεθνικοί οργανισμοί για την εκπαίδευση και την εργασία είναι αναπόφευκτη.
Η κατάργηση της επετηρίδας πριν 21 χρόνια, διαμόρφωσε μια νέα πραγματικότητα και συνέβαλε σε ριζική αλλαγή στις συνειδήσεις. Από την εποχή όπου η επετηρίδα και η θέση του αδιόριστου σε αυτήν σηματοδοτούσε το κοινό υλικό έδαφος στο οποίο συγκροτούνταν η συλλογική συνείδηση που διαπερνούσε το σώμα των αδιορίστων και οδηγούσε σε κοινές διεκδικήσεις, περάσαμε στην εποχή όπου ο διαγωνισμός του ΑΣΕΠ έδινε τη δυνατότητα στον αδιόριστο να «βγει από την ουρά» και με όχημα την αξιοκρατία, να διεκδικήσει μια θέση κάτω από τον ήλιο της μονιμότητας, καθορίζοντας με το νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα της ατομικής λύσης την συνειδησιακή αναμόρφωση του εκπαιδευτικού σώματος. Καθώς, όπως είδαμε, η διαδικασία αυτή δεν έγινε χωρίς μάχες, συγκρούσεις και αντιφάσεις, μια ολόκληρη γενιά εκπαιδευτικών διορίστηκε μετά το 1998, συμμετέχοντας σε συλλογικούς αγώνες, ένα μεγάλο μέρος της χωρίς να συμμετάσχει στον ΑΣΕΠ, κάτι που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την αγωνιστική της συνείδηση και ταυτότητα. Σήμερα, είναι οι ίδιες οι δυσλειτουργίες και οι αντιφάσεις της υλικής πραγματικότητας, το αδιέξοδο των μηδενικών διορισμών των τελευταίων χρόνων και η πολυετής παράταση της εργασιακής ομηρίας που οδηγεί στην αγωνιστική έκρηξη της νέας γενιάς αναπληρωτών, στην υπέρβαση του κατακερματισμού και της πολυδιάσπασης του χώρου, στη διαμόρφωση μιας νέας αγωνιστικής διεκδικητικής κουλτούρας και στη βασανιστική και αντιφατική αναζήτηση μιας νέας συλλογικής ταυτότητας. Σε αυτές τις δυσλειτουργίες και αντιφάσεις, αλλά και στο πολιτικό πρόβλημα που δημιούργησαν οι κινητοποιήσεις του Μάρτη και του Γενάρη, επιχειρούν να απαντήσουν, με τον τρόπο του ο καθένας, τόσο η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση, όσο και η νέα έκθεση του ΟΟΣΑ με το νέο ευέλικτο σύστημα αναπλήρωσης που προωθεί.
Ωστόσο, είναι και πάλι το κίνημα των αδιόριστων-αναπληρωτών που εισβάλει
απρόσκλητο στο προσκήνιο και ανατρέπει τα νεοφιλελεύθερα δεδομένα. Έτσι λοιπόν
το άγιο λιθόστρωτο γέμισε ξανά βουή, έτσι ακούστηκε η φωνή αυτών που δεν είχαν
ως τώρα φωνή. Και αυτή η φωνή ακούστηκε δυνατά, στις συγκεντρώσεις και τις
πορείες, στην παρέμβαση του Συντονιστικού στην ΕΡΤ, στις συγκρούσεις με τα ΜΑΤ
στου Μαξίμου και στα σκαλοπάτια της Βουλής. Η ίδια η οργάνωση των
εκπαιδευτικών, τα πρωτοβάθμια σωματεία τους, οι επιτροπές αγώνα αναπληρωτών
στους Συλλόγους ΠΕ και τις ΕΛΜΕ, οι συνελεύσεις αγώνα στο κατειλημμένο
Υπουργείο Παιδείας το Μάρτη του ‘18 και
η Συνέλευση της Κατάληψης στην Πρυτανεία το Γενάρη του ‘19, ήταν το οξυγόνο που
κάλυψε την πολιτική αφασία του υποταγμένου συνδικαλισμού. Όπως και το 1998 στη
μεγάλη συνέλευση αγώνα στο ΜΑΧ, έτσι και το 2018-19, η ζωή ανέδειξε τις νέες
αγωνιστικές μορφές αυτοοργάνωσης και αδιαμεσολάβητης συμμετοχής. Το σύνθημα «ο
αγώνας στα χέρια των εκπαιδευτικών» μετατράπηκε από ένα απλό αίτημα σε υλική
δύναμη αντίστασης.
Οι πλειοψηφίες των ΔΣ της ΔΟΕ και της ΟΛΜΕ, υπονόμευσαν τον αγώνα, όρθωσαν από την αρχή εμπόδια σε αυτό το κίνημα, με την άρνησή τους να υιοθετήσουν το αίτημα για μαζικούς διορισμούς αποκλειστικά με το πτυχίο και την προϋπηρεσία, με την άρνησή τους να ψηφίσουν απεργία το Μάρτη του 2018 και την διστακτικότητά τους το Γενάρη του 2019. Οι τρεις 24ωρες απεργίες του Γενάρη, κηρύχτηκαν καθυστερημένα και κάτω από την πίεση του κινήματος. Όπως και το 1998, υποχρεώθηκαν από τη δυναμική εξέλιξη των γεγονότων να κηρύξουν απεργιακό αγώνα ώστε να μην αποκοπούν εντελώς από τη βάση που επιδιώκουν να εκπροσωπήσουν.
Οι αναφορές του Γαβρόγλου για τις ηχηρές μειοψηφίες δεν είναι παρά θλιβερή επανάληψη αντίστοιχων δηλώσεων του Αρσένη, ο οποίος 21 χρόνια πριν ισχυριζόταν ότι η μειοψηφία αντιδρά αλλά η μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, των φοιτητών και των μαθητών υποστηρίζουν τη «μεταρρύθμισή» του. Αντίθετα, το κίνημα των εκπαιδευτικών, για μια ακόμα φορά, μετά τα εξεταστικά του ’98 και τη μεγάλη απεργία του 2006, καταφέρνει να διχάσει την κοινωνία θέτοντας με τους αγώνες του τα πραγματικά διλήμματα. Αντλεί την κοινωνική νομιμοποίησή του όχι μόνο από τη μαζικότητά του αλλά από τη δυνατότητά του να εκφράζει ευρύτερες λαϊκές διεκδικήσεις, τα ταξικά συμφέροντα του κόσμου της εργασίας. Να βλέπει τον εαυτό του κάθε εργαζόμενος σε αυτό το κίνημα, να αισθάνεται ότι τα δικά του συμφέροντα διακυβεύονται από την εξέλιξη του αγώνα των εκπαιδευτικών που διεκδικούν μόρφωση και δουλειά για όλο το λαό.
Όσες και όσοι δώσαμε
μαζί τον αγώνα τον περασμένο Γενάρη, όσες και όσοι αναπνεύσαμε τα δακρυγόνα,
ξενυχτήσαμε στην κατάληψη, γεμίσαμε δρόμους και πλατείες με τα συνθήματα και το
δυναμισμό μας, νιώσαμε τη δύναμη που έχει η συλλογική μας δράση. Κάθε
συνάδελφος και κάθε συναδέλφισσα που βιώνει την ανασφάλεια της ελαστικής
εργασίας αγωνιά για το μέλλον. Όμως αυτή η αγωνία αποκτά αξία και δύναμη όταν
γίνεται συλλογικός αγώνας, γίνεται αντίσταση, πείσμα και αποφασιστικότητα. Κι
αυτός ο αγώνας έχει παρελθόν και αποτέλεσμα: δεκάδες χιλιάδες συνάδελφοι
διορίστηκαν όλα τα προηγούμενα χρόνια σε πείσμα των κυβερνήσεων και των
πολιτικών τους. Και κυρίως έχει συνέχεια
και μέλλον: είμαστε εδώ και συνεχίζουμε να διεκδικούμε το αυτονόητο, το
δικαίωμα για μόρφωση και σταθερή εργασία για μας και για όλο το λαό. Και
ξέρουμε ότι η απάντηση στις ατομικές μας ανησυχίες και ανασφάλειες είναι η
συλλογική μας δράση! Όποιο δικαίωμα έχει σήμερα ο αναπληρωτής και η
αναπληρώτρια δεν χαρίστηκε, κερδήθηκε με
αυτούς τους πολύ σκληρούς αγώνες.
Ο αγώνας πρέπει να συνεχιστεί. Μέσα από τη συγκρότηση επιτροπών
αναπληρωτών σε κάθε Σύλλογο ΠΕ και ΕΛΜΕ, μέσα από την οργάνωση μιας αγωνιστικής
καθημερινότητας, με πανό, αφίσες και ανακοινώσεις, με γράμματα προς τους
γονείς, να μετατρέψουμε τα σχολεία σε νέα κύτταρα αγωνιστικής δράσης, με τις
πρωτοβουλίες για την προστασία της μητρότητας, με νέες κινητοποιήσεις,
καταλήψεις και απεργίες.
Δεν ανταγωνιζόμαστε. Αγωνιζόμαστε! Διαφυλάσσουμε τις αξίες της συλλογικότητας και της συναδελφικότητας, της αλληλεγγύης και του αγώνα, ως το πιο πολύτιμο κέρδος του αγώνα μας.
Συμμετέχουμε ενεργά στις συλλογικές διαδικασίες των Συλλόγων ΠΕ και των ΕΛΜΕ, δεν χαρίζουμε το συνδικάτο σε κανέναν, ιδιαίτερα σε αυτούς που υπονομεύουν τους αγώνες των εκπαιδευτικών. Παίρνουμε τις τύχες του κινήματος στα χέρια μας.
Πηγές:
Πηγή: https://www.e-lesxi.gr/
Ο Γενάρης του ’19 αποτελεί αναμφίβολα μια από τις ιστορικές στιγμές του εκπαιδευτικού κινήματος. Όλες αυτές τις μέρες, στις διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια δεν αναπνεύσαμε μόνο δακρυγόνα. Αναπνεύσαμε και το οξυγόνο του αγώνα. Και ήταν ζωογόνο αυτό το οξυγόνο. Σε αυτό το κίνημα συναντηθήκαμε όλες οι γενιές των εκπαιδευτικών. Η γενιά των απεργιών διαρκείας του 1997 και του 2006 και η γενιά της νεανικής εξέγερσης του 2008 μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου. Η γενιά των αναπληρωτών και αδιόριστων της μάχης των εξεταστικών του ’98, με τη σύγχρονη γενιά της αναπλήρωσης και της ανασφάλειας. Η γενιά που γέμισε το αμφιθέατρο ΜΑΧ στο Πολυτεχνείο τον Ιούνη του ’98 και συγκρότησε την Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή με τη γενιά της 7ήμερης κατάληψης της Πρυτανείας.
Η γενιά των φοιτητικών καταλήψεων του ’90-’91 και η γενιά των φοιτητικών καταλήψεων του 2006. Και στην αιχμή του δόρατος αυτού του κινήματος είναι ο ανθός της εκπαίδευσης, οι αναπληρωτές και αναπληρώτριες, οι νέες και οι νέοι συνάδελφοι που βλέπουν να περισσεύουν οι μήνες και να λιγοστεύει το μέλλον τους, που βιώνουν την απαξίωση του πτυχίου και την πρωτοφανή κλοπή της προϋπηρεσίας τους, που βλέπουν μπροστά τους το φάσμα της απόλυσης και της ανεργίας. Και καθώς η πορεία ανηφορίζει τη Σταδίου φωνάζοντας το σύνθημα «κάτσε καλά γεράσαμε», στέλνει το μήνυμα ότι το εκπαιδευτικό κίνημα έχει αγωνιστικές μνήμες αλλά και συνέχεια: η μαθητική γενιά που το 1998 βγήκε στους δρόμους με το σύνθημα «Κάτσε καλά Γεράσιμε», σήμερα ξεσηκώνεται ξανά, με την ιδιότητα του αναπληρωτή και της αναπληρώτριας, διεκδικώντας σταθερή και μόνιμη εργασία. Με δυο λόγια: το κίνημα του Γενάρη είναι ένα επεισόδιο σε μια πολύχρονη αναμέτρηση για τη σταθερή και μόνιμη εργασία στην εκπαίδευση, μια αναμέτρηση που ξεκινάει στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Τα υπόγεια ρεύματα του κινήματος
Ποιες ήταν οι υπόγειες διεργασίες που διαμόρφωσαν την καύσιμη ύλη του κινήματος;
Ποιες εξελίξεις οδήγησαν ώστε η νέα γενιά των αναπληρωτών που χαρακτηρίστηκε ως απολίτικη και συνδικαλιστικά ανενεργή να αναλαμβάνει σήμερα την ευθύνη να ξαναπιάσει το κομμένο νήμα της αγωνιστικής παρακαταθήκης που δημιούργησε με το αίμα και τους αγώνες του το κίνημα των αδιόριστων τη δεκαετία του ’90;
Κι ακόμη, ποιο είναι το εργασιακό μοντέλο που επιφυλάσσουν οι αντιεκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις στη νέα γενιά εκπαιδευτικών; Και πως το δυστοπικό όραμα του Σημίτη και του Αρσένη για την εκπαίδευση του αυριανού απασχολήσιμου εφαρμόζεται από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ;
Εδώ και τρεις δεκαετίες, το κίνημα των αδιόριστων και των αναπληρωτών μάχεται για σταθερή και μόνιμη εργασία στην εκπαίδευση, διεκδικώντας μαζικούς διορισμούς και υπερασπίζοντας τα επαγγελματικά δικαιώματα του βασικού πτυχίου και της προϋπηρεσίας απέναντι σε κυβερνήσεις και υπερεθνικούς οργανισμούς. Ποιες ήταν οι πολιτικές που έβγαλαν στο δρόμο τους αδιόριστους και τους αναπληρωτές και διαμόρφωσαν ένα από τα πιο μαζικά και δυναμικά κινήματα στο χώρο της εκπαίδευσης;
Ποιο είναι το πραγματικό αποτέλεσμα αυτών των αγώνων για σταθερή και μόνιμη εργασία στους υλικούς όρους της εργασίας αλλά και στη συνείδηση των εκπαιδευτικών;
Τι συμβαίνει πραγματικά μέσα στα σχολεία σήμερα;
Πως βιώνουν οι ίδιοι οι αναπληρωτές που κατέβηκαν στις κινητοποιήσεις την αγωνιστική εμπειρία των τελευταίων μηνών;
Η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού των 90’s
Σε κάθε περίπτωση τα 90’s αποτελούν μια τομή: είναι ακριβώς η πολιτική συγκυρία όπου ο νεοφιλελευθερισμός μετατρέπεται από ιδεολογία σε καθεστώς, σε διεθνές επίπεδο αλλά και στη χώρα μας, είναι η εποχή της πλήρους κυριαρχίας των αγορών και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, των «κλειδωμένων» οικονομικών πολιτικών, της αλλαγής του ρόλου του κράτους, της αποδόμησης του κράτους πρόνοιας και της αλλαγής του ρόλου του δημόσιου τομέα. Αυτή η εξέλιξη αφορά τόσο τα εθνικά κράτη όσο και τους υπερεθνικούς οργανισμούς. Προωθείται τόσο από κυβερνήσεις όσο και από υπερεθνικούς οργανισμούς όπως το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ: η αγορά και όχι το κράτος πρόνοιας είναι ο κυριότερος διαχειριστής των κοινωνικών σχέσεων.
Στην Ελλάδα, οι οικουμενικές κυβερνήσεις που συγκροτούνται το 1989, με τη συμμετοχή του ενιαίου τότε Συνασπισμού (ΚΚΕ, ΕΑΡ, κλπ.), ανοίγουν το δρόμο στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και στο νεοφιλελεύθερο χειμώνα.
Το φθινόπωρο του 1990, ο υπουργός παιδείας Β. Κοντογιαννόπουλος προωθεί ένα φιλόδοξο σχέδιο σαρωτικών αναδιαρθρώσεων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Το σχετικό πολυνομοσχέδιο καθώς και μια σειρά ΠΔ προέβλεπαν μεταξύ άλλων, επαναφορά των εξετάσεων στο δημοτικό και το γυμνάσιο, κατάργηση των αδικαιολόγητων απουσιών, επιβολή ομοιόμορφης ενδυμασίας και επέκταση του πειθαρχικού ελέγχου ακόμα και στην καθημερινή εξωσχολική ζωή των μαθητών, κατάργηση της επετηρίδας, λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ, κατάργηση της παροχής δωρεάν πανεπιστημιακών συγγραμμάτων.
Η συγκυρία έμοιαζε ευνοϊκή. Η πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία της δεξιάς ήταν πολύ ευρύτερη και ισχυρότερη απ’ ότι μαρτυρούσαν τα εκλογικά ποσοστά και οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί. Η πολιτική κρίση στο ΠΑΣΟΚ, η ενσωμάτωση και ο πολιτικός αφοπλισμός της αριστεράς, το πολιτικό τοπίο που διαμόρφωσαν οι οικουμενικές κυβερνήσεις Τζανετάκη και Ζολώτα, η κατάρρευση των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», η ιδεολογική κρίση των ριζοσπαστικών ιδεών και η κόπωση των κοινωνικών κινημάτων, φούσκωναν τα πανιά του νεοφιλελευθερισμού. Στα πανεπιστήμια και ευρύτερα στη νεολαία, η ΟΝΝΕΔ εμφανιζόταν παντοδύναμη, στη δευτεροβάθμια, η ΟΛΜΕ προερχόταν από την ήττα της μεγάλης απεργίας του Ιούνη του 1990, ενώ η ΔΟΕ δεν θεωρούνταν απειλή για τα αναδιαρθρωτικά σχέδια. Ωστόσο, ένα μαζικότατο μαθητικό και φοιτητικό κίνημα, που εμφανίστηκε σχεδόν από το πουθενά, ανέτρεψε τα δεδομένα. Λίγους μήνες μετά, κάτω και από το βάρος της πολιτικής δολοφονίας του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα, τα μέτρα αποσύρονται και ο Β. Κοντογιαννόπουλος υποχρεώνεται σε παραίτηση.
Στο πλαίσιο του πανεκπαιδευτικού κινήματος του ’90 – ’91, αδιόριστοι και αναπληρωτές προχώρησαν στην ανασύσταση της Πανελλήνιας Ένωσης Αδιόριστων Εκπαιδευτικών (η ΠΕΑΕ είχε συγκροτηθεί τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια αλλά μέχρι το 1988 παρέμενε ανενεργή). Η ΠΕΑΕ συμμετέχει στις μεγάλες πανεκπαιδευτικές διαδηλώσεις του ’90 -91 και προχωρά σε μια σειρά δράσεις όπως το συμβολικό κάψιμο των πτυχίων στο Υπουργείο Παιδείας το φθινόπωρο του ’90. Από τα πρώτα βήματά του ακόμα, το κίνημα των αδιόριστων εμφανίζει τα χαρακτηριστικά που το σημάδεψαν όλες τις επόμενες δεκαετίες. Οι ανοιχτές δημοκρατικές συνελευσιακές διαδικασίες, το ριζοσπαστικό περιεχόμενο διεκδικήσεων και αιτημάτων και η συνεχής προσπάθεια συμμετοχής και αλλαγής προσανατολισμού των πρωτοβάθμιων εκπαιδευτικών σωματείων. Την επόμενη διετία η ΠΕΑΕ συγκροτείται, διεξάγει τις πρώτες εκλογές για την ανάδειξη Διοικητικού Συμβουλίου και δίνει νικηφόρα τη μάχη ενάντια στο μέτρο της εισαγωγικής επιμόρφωσης των υπό διορισμό εκπαιδευτικών που προβλεπόταν να λειτουργεί ως «κριτήριο και προϋπόθεση για το διορισμό». Επρόκειτο δηλαδή για μια ακόμα προσπάθεια της κυβέρνησης Ν.Δ. να επιβάλλει υποχρεωτική αξιολόγηση ύστερα από την εισαγωγική επιμόρφωση των υπό διορισμό εκπαιδευτικών, γεγονός που ακυρώθηκε χάρη στις πανελλήνιας εμβέλειας κινητοποιήσεις σε όλα τα Περιφερειακά Επιμορφωτικά Κέντρα της χώρας.
Να δεις τι σου ‘χω για μετά…
Κάτσε καλά Γεράσιμε…
Η προσχεδιασμένη κίνηση διόγκωσης της επετηρίδας και το μπλοκάρισμα των διορισμών λόγω περιορισμένης ζήτησης και υπερπροσφοράς αρκετά χρόνια πριν – αφού οι διορισμοί πριν τη διεξαγωγή του διαγωνισμού ήταν ελάχιστοι και οι ελπίδες μεγάλου μέρους των αδιόριστων εκπαιδευτικών για μόνιμο διορισμό ανύπαρκτες – αποτελούσε πολιτική επιλογή. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι υπήρχε ήδη αναμονή στην επετηρίδα 10 ετών για τους δασκάλους, 12 για τους νηπιαγωγούς και από 8-14 για τους καθηγητές ανάλογα την ειδικότητα. Το 1996 στην επετηρίδα ήταν εγγεγραμμένοι 19.007 δάσκαλοι, 11.317 νηπιαγωγοί και 107.373 καθηγητές. Το ζητούμενο όμως ήταν η αποσύνδεση οριστικά και αμετάκλητα των εργασιακών δικαιωμάτων που απορρέουν από το πτυχίο και η μετατροπή της αποτυχίας του κράτους να προσφέρει ποιοτική εκπαίδευση σε προσωπική αποτυχία του κάθε διαγωνιζόμενου μέσα από συγκεκριμένες «πιστοποιημένες» γνώσεις και παιδαγωγικές αντιλήψεις. Το Υπουργείο Παιδείας πρόβαλλε τότε το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα της αξιοκρατίας: «θα πάρουμε τους καλύτερους εκπαιδευτικούς» επαναλάμβανε ο Αρσένης σε κάθε ευκαιρία.
Πρόκειται για την πιο επιθετική νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση της δεκαετίας του ’90. Η αντίδραση του κινήματος των αδιόριστων υπήρξε άμεση. Στα μέσα Αυγούστου, οργανώνονται ογκώδη και δυναμικά συλλαλητήρια στο Υπουργείο Παιδείας και τη Βουλή. Ο νόμος ψηφίζεται μέσα στο κατακαλόκαιρο, με την κυβέρνηση να παρατάσσει τα ΜΑΤ απέναντι στο δυναμισμό και τη μαχητικότητα του κινήματος των αδιόριστων. Ωστόσο, στο νόμο θα συμπεριληφθεί μια τροποποίηση που προβλέπει ότι τα επόμενα πέντε χρόνια οι διορισμοί θα γίνονται με κυμαινόμενα ποσοστά και από τον ΑΣΕΠ και από την επετηρίδα. Η νικηφόρα μάχη που δόθηκε το χειμώνα του ’97-’98 ενάντια στην αξιολόγηση, αποδείχτηκε στρατηγικής σημασίας: 22 ολόκληρα χρόνια πέρασαν από εκείνο το χειμώνα με αλλεπάλληλα θεσμικά πλαίσια για την αξιολόγηση που έμειναν στα χαρτιά και δεν εφαρμόστηκαν ποτέ, καθώς αντιμετώπισαν τη σθεναρή αντίσταση του εκπαιδευτικού κινήματος. Ωστόσο, η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται στο σώμα των αδιόριστων μετά την ψήφιση του νόμου είναι πολύ πιο σύνθετη. Η ΠΕΑΕ συσπειρώνει το πιο αποφασισμένο τμήμα των αδιόριστων και αναπληρωτών, με μεγάλη επιρροή στην πρωτοβάθμια, υπερασπίζοντας την επετηρίδα και τα εργασιακά δικαιώματα που απορρέουν από το βασικό πτυχία, διεκδικώντας την καθολική κατάργηση του νόμου. Από την άλλη, η Πανελλήνια Ένωση Αναπληρωτών (ΠΕΑ), εκφράζει τους αναπληρωτές, κατά βάση της δευτεροβάθμιας, που προτάσσουν τη διεκδίκηση μιας ρύθμισης που θα εξασφαλίζει την εργασιακή διάσωσή τους χωρίς να αμφισβητεί την αντιεκπαιδευτική αναδιάρθρωση. Όσο πλησιάζουμε προς τη διενέργεια του πρώτου διαγωνισμού ΑΣΕΠ, τόσο το δυναμικό των αδιόριστων και των αναπληρωτών συσπειρώνεται γύρω από τη λογική της συνολικής σύγκρουσης και ακύρωσης του διαγωνισμού. Στις 7 Μαΐου 1998, μια μεγάλη πανεκπαιδευτική διαδήλωση απαιτεί να φτάσει στο Ζάππειο όπου διεξάγεται ομιλία με τον Κ. Σημίτη και συγκρούεται με τα ΜΑΤ, ενώ στις 4 Ιουνίου, πάνω από 1200 άτομα συμμετέχουν στη μεγάλη συνέλευση αγώνα στην αίθουσα ΜΑΧ του Πολυτεχνείου και εκλέγουν Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή. Είναι η στιγμή που η ίδια η βάση των εκπαιδευτικών παίρνει την υπόθεση του αγώνα στα χέρια της, παραμερίζοντας τις δυνάμεις του κυβερνητικού κρατικού συνδικαλισμού της υποταγής και της συναίνεσης.
Κάτω από την ασφυκτική πίεση της βάσης, το ΔΣ της ΔΟΕ, στο οποίο την απόλυτη πλειοψηφία έχει η ΠΑΣΚ, υποχρεώνεται να κηρύξει απεργία για τις ημέρες πραγματοποίησης του διαγωνισμού.
Οι έξι μέρες που συγκλόνισαν την εκπαίδευση
Οι επόμενες έξι ημέρες είναι πραγματικά συγκλονιστικές. Χιλιάδες εκπαιδευτικοί, αναπληρωτές και μόνιμοι, φοιτητές και εργαζόμενοι, προχωρούν σε αποκλεισμό των εξεταστικών κέντρων σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και 14 ακόμα πόλεις (Ιωάννινα, Ηράκλειο, Πάτρα, Σέρρες, Λαμία, Καρδίτσα, Κοζάνη, Ρέθυμνο, Αλεξανδρούπολη, Ρόδος, Βόλος, Αγρίνιο, Χαλκίδα, Πύργος), αντιμετωπίζοντας με μαχητικότητα και πρωτοφανή αποφασιστικότητα την αστυνομική βία. Έξω από τα εξεταστικά ξεσπάει πραγματικός πόλεμος. Η συντηρητική πολιτική συνοδεύεται από την κρατική καταστολή και την παρακρατική βία: οι συλλήψεις ξεπερνούν τις 70. Οι συλληφθέντες παραπέμπονται σε δίκες με βαριές κατηγορίες (έως και για κακουργηματικές πράξεις) και ενώ τα κατηγορητήρια καταρρέουν, πολλοί από αυτούς καταδικάζονται με εφέσιμες ποινές που κυμαίνονται από 2 έως και 7 μήνες. Δεκάδες τραυματίες διαδηλωτές, τραυματίας διαδηλωτής από σφαίρα αστυνομικού την Πέμπτη 18 Ιουνίου, δολοφονική επίθεση των ταγμάτων της Χρυσής Αυγής έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων σε φοιτητές και αδιόριστους με βαριά τραυματισμένο το μέλος του ΚΣ της ΕΦΕΕ Δημήτρη Κουσουρή.
Έτσι, ο διαγωνισμός του 1998 σημαδεύτηκε με το αίμα των διαδηλωτών εκπαιδευτικών και φοιτητών, επιβλήθηκε με την κρατική βαρβαρότητα και, τελικά, χαρακτηρίστηκε από πλήθος παρατυπιών και εξαιρετικά χαμηλή συμμετοχή σε αρκετούς κλάδους (π.χ. δάσκαλοι).
1998 – 2010: Από τον πρώτο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ στην εποχή της απόλυτης αδιοριστίας
Η κινούμενη άμμος των νομοθετικών ρυθμίσεων και η επιβίωση της προϋπηρεσίας
Ο πολυκατακερματισμός στο χώρο των αναπληρωτών είναι πλέον εμφανής αλλά στις κινητοποιήσεις που διοργανώνονται σε όλη την Ελλάδα συμμετέχει η πλειοψηφία των αναπληρωτών μαζί με Συλλόγους ΠΕ, ΕΛΜΕ, συλλόγους αναπληρωτών από ομάδα νηπιαγωγών, επιτροπές αγώνα (παρακαταθήκη από το 1998). Τα δίκαια αιτήματα των μαζικών μόνιμων διορισμών με βάση το πτυχίο και του διορισμού όλων των αναπληρωτών με βάση την προϋπηρεσία κινητοποιεί και ενώνει στις συγκεντρώσεις τον κόσμο της εκπαίδευσης. Συγκροτείται ομάδα νηπιαγωγών που παρεμβαίνει συχνά στη ΔΟΕ με τα αιτήματα για διορισμό των αναπληρωτών και προβάλλοντας την ανάγκη εκκαθάρισης της επετηρίδας από πλασματικές εγγραφές αλλά και την ανάγκη δημιουργίας ενιαίου πίνακα προσλήψεων αναπληρωτών σε εθνικό επίπεδο πραγματοποιώντας και παρεμβάσεις σε επίπεδο Διευθύνσεων. Παράλληλα οι νηπιαγωγοί έχουν βιώσει την προσφερόμενη εκτός Υπουργείου Παιδείας προσχολική αγωγή, αλλά και την πολυδιάσπαση που υπάρχει σε αυτή (Δήμοι, Ιδιώτες, Εκκλησία, Τράπεζες κ.λ.π.) με ότι συνέπειες έχει αυτό για τα παιδιά Το παιδί και οι γονείς είναι πελάτες ως εκ τούτου όλα καθορίζονται από τη σχέση κέρδους και προσέλκυσης πελατών. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, προβάλλουν δυναμικά ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΧΡΟΝΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ. Κινητοποιήσεις γίνονται κάθε Τετάρτη στο Υπουργείο Παιδείας, από αναπληρωτές δάσκαλους και νηπιαγωγούς μαζί με το Συντονιστικό αναπληρωτών της ΟΛΜΕ και την ΠΕΑΕ. Τον Απρίλη του 2001 μια αναπληρώτρια συνάδελφος επιχειρεί να αυτοπυρποληθεί, ενώ οι αναπληρωτές απαντούν στην πλήρη αδιαφορία της ΔΟΕ με κατάληψη των γραφείων της και πίεση στο Δ.Σ. να αποφασίσει απεργία. Ωστόσο, η πρόταση για απεργία μειοψηφεί – για μια ακόμα φορά η ΔΟΕ αρνείται να εκφράσει τον αγωνιστικό παλμό της ελαστικής εργασίας.
Επί Υπουργίας Πέτρου Ευθυμίου, στις 12/9/20011, συντάσσονται πίνακες υποψηφίων αναπληρωτών σε εθνικό επίπεδο από την κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας. Επαναπροσλαμβάνονται οι γυμναστές (1000) στις ίδιες θέσεις για το μάθημα της Ολυμπιακής Παιδείας και προκηρύσσονται άλλες 1000 θέσεις για κάλυψη του μαθήματος με το ίδιο ιδιότυπο καθεστώς έως το 2004.
Η σειρά πρόσληψης αναπληρωτών σύμφωνα με τον Ν. 2942/2001 διαμορφώνεται ως εξής:
- Πίνακας 16μηνιτών (κλειδωμένη προϋπηρεσία έως 30/6/1998)
- Διοριστέοι ΑΣΕΠ με τη σειρά τους στον πίνακα
- Προϋπηρεσία
- Επετηρίδα
Στις 30 Γενάρη του 2002 πραγματοποιείται Πανελλαδική κινητοποίηση αναπληρωτών και συνάντηση με τον τότε Υφυπουργό Παιδείας Ν. Γκεσούλη ο οποίος ανακοινώνει «την έναρξη διαλόγου στις αρχές Μάρτη για να προσδιοριστεί ο ρυθμός απορρόφησης των αναπληρωτών με 16μηνη προϋπηρεσία». Όμως στην ουσία επισπεύδει την κατάργηση της επετηρίδας και δημιουργεί πολλαπλές κατηγορίες αναπληρωτών.
Με το ν. 3027/2002 διαμορφώνονται πίνακες αναπληρωτών αλλά και μόνιμων διορισμών προσμετρώντας 1 μόριο για κάθε μήνα προϋπηρεσίας και 1 μόριο για κάθε μονάδα πάνω από τη βαθμολογική βάση στο Διαγωνισμό του ΑΣΕΠ. Με το νόμο αυτό προβλέπεται ο διορισμός των μονίμων να γίνεται κατά 75% από το διαγωνισμό του ΑΣΕΠ και κατά 25% από τους 16μηνίτες αναπληρωτές.
Στην κατηγορία των δασκάλων που εκλείπουν οι δυο πίνακες όλοι οι αναπληρωτές μπαίνουν σε τροχιά διορισμού. Όμως το 2002 εφαρμόζεται στην πράξη ο νόμος 2525/97 αφού τελειώνει η 5ετια προσαρμογής κι έτσι έχουμε μόνιμους διορισμούς κατά 90% από το διαγωνισμό ΑΣΕΠ του 2000 και 10% από την επετηρίδα, που κλείνει οριστικά το 2003. Οι κενές θέσεις καλύπτονται κατά 50% από 16μηνίτες αναπληρωτές, κατά 25% από τον Πίνακα Γ΄ και κατά 25% από αυτούς που έλαβαν τη βαθμολογική βάση στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ του 2000.
Το Νοέμβρη του 2002 ιδρύεται η Πανελλήνια Ένωση Αναπληρωτών Νηπιαγωγών και απευθύνει κάλεσμα αγωνιστικής συσπείρωσης όλων των αναπληρωτών νηπιαγωγών, για την καθιέρωση υποχρεωτικής δημόσιας δωρεάν δίχρονης προσχολικής αγωγής, τη συνεργασία με συλλόγους αδιόριστων και αναπληρωτών, τη διεκδίκηση του μόνιμου διορισμού όλων των αναπληρωτών, την κατάργηση του θεσμού των αναπληρωτών και των ωρομισθίων, την κατάργηση του διαγωνισμού του ΑΣΕΠ και μόνιμους μαζικούς διορισμούς με σύστημα που θα στηρίζεται στην προϋπηρεσία και το χρόνο λήψης πτυχίου.
Την άνοιξη του 2004 δημοσιεύεται το περιβόητο Π. Δ. για τη «μονιμοποίηση» των 250.000 συμβασιούχων, μη εξαιρουμένων των εκπαιδευτικών, που θα προωθούσε (σύμφωνα με τις προεκλογικές της υποσχέσεις) η κυβέρνηση της ΝΔ. Το Π.Δ. αποτελεί μια πρωτοφανή κοροϊδία, αφού τελικά μονιμοποιούνται μόνο 33.500 συμβασιούχοι και, επιπλέον, εξαιρεί επίσημα την εκπαίδευση από τις ρυθμίσεις του. Στις 14 Μάη οργανώνεται μεγάλο συλλαλητήριο συμβασιούχων του δημοσίου και εκπαιδευτικών στο Μαξίμου με αίτημα τη σταθερή και μόνιμη εργασία. Κάτω από την πίεση των αναπληρωτών, ψηφίζεται ο Ν. 3255/2004 που προβλέπει μόνιμους διορισμούς κατά 60% από το διαγωνισμό ΑΣΕΠ και 40% από τον ενιαίο πίνακα αναπληρωτών. Τέλος, ο ν. 3687/2008 προβλέπει για τους 30μηνίτες μέχρι 30/6/2008 να διορίζονται μέχρι το 2012-2013 και μάλιστα το 1/5 αυτών κατ΄ έτος. Επίσης για όσους είχαν συμπληρώσει 24μηνη προϋπηρεσία μέχρι την ίδια ημερομηνία και είχαν και τη βαθμολογική βάση του διαγωνισμού ΑΣΕΠ να διορίζονται από το σχολικό έτος 2008-2009.
Από το 2005 και μετά η ΠΕΑΕ σταδιακά αδρανοποιείται και στη θέση της λειτουργεί το Συντονιστικό Ωρομίσθιων – Αναπληρωτών εκπαιδευτικών, μια πρόδρομη μορφή του σημερινού Συντονιστικού Αναπληρωτών και Αδιόριστων εκπαιδευτικών.
Εγγραφή ωρομίσθιων στο συνδικάτο
Μετά το 2000
εισάγεται και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση το ωρομίσθιο. Χιλιάδες αδιόριστοι
εργάζονται ως ωρομίσθιοι, με πολύ χαμηλές αποδοχές, με εξαιρετικά μεγάλες
καθυστερήσεις στην πληρωμή τους.Παρ’ όλα αυτά, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία στην ΑΔΕΔΥ και τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες αρνείται την εγγραφή των συμβασιούχων στα σωματεία. Σε πείσμα του υποταγμένου συνδικαλισμού, το 2004 δεκάδες Σύλλογοι Π.Ε. στη χώρα έχουν εγγράψει τους ωρομίσθιους στις τάξεις τους προσπερνώντας στην πράξη τις γνωματεύσεις νομικών συμβούλων. Γιατί τα συνδικάτα δε τα ίδρυσε ο νόμος , αλλά τα γέννησαν οι ανάγκες των εργαζομένων και αυτές τις ανάγκες πρέπει να υπηρετούν.
Η καθολική εγγραφή όλων ωρομισθίων σε όλους τους συλλόγους αποτελεί κορυφαίο πολιτικό ζήτημα τα επόμενα χρόνια. Στην 73η Γενική Συνέλευση της ΔΟΕ μπήκε σε ψηφοφορία η πρόταση που υποστήριξαν οι Παρεμβάσεις – Κινήσεις – Συσπειρώσεις και αντιπρόσωποι από άλλες δυνάμεις για εγγραφή των ωρομισθίων στους Συλλόγους με πλήρη δικαιώματα. Η πλειοψηφία της Γενικής Συνέλευσης (ΠΑΣΚ – ΔΑΚΕ) καταψήφισε την πρόταση αυτή και παρέπεμψε το θέμα σε μια διαπαραταξιακή επιτροπή που θα συσταθεί από ΑΔΕΔΥ, ΟΛΜΕ και ΔΟΕ! Όμως, το 2005, στην 74η Γ.Σ. αναγνωρίζεται ντε φάκτο η εγγραφή των ωρομισθίων στους Συλλόγους με πλήρη δικαιώματα (εκλέγειν – εκλέγεσθαι) αφού στην Συνέλευση συμμετέχουν δυο αντιπρόσωποι ωρομίσθιες χωρίς καμιά παράταξη να τολμήσει να βάλει ένσταση.
Επίσχεση εργασίας για τη διεκδίκηση δεδουλευμένων
Ταυτόχρονα,
εντείνονται οι αγώνες ενάντια στις ελαστικές και ευέλικτες μορφές εργασίας. Οι
ωρομίσθιοι αγωνίζονται ενάντια στις μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας, στη μείωση
της ωριαίας αμοιβής από 9 στα 7 ευρώ, ενάντια στην απαράδεκτη σύμβαση εργασίας
που προβλέπει ότι θα αμείβονται μετά το τέλος κάθε μήνα και «σε εύλογο χρονικό διάστημα». Το
Δεκέμβρη του 2010 εκατοντάδες ωρομίσθιοι συμμετέχουν σε επίσχεση εργασίας
διεκδικώντας τα δεδουλευμένα τους καθώς παραμένουν απλήρωτοι από την αρχή της
σχολικής χρονιάς.
To σχολείο στα πέτρινα χρόνια της κρίσης
Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ο τύπος σχολείου που επιβάλλεται, το Σχολείο Ε.Α.Ε.Π. (σχολείο Διαμαντοπούλου) και η μετεξέλιξή του, κάτω από το βάρος των μνημονικών περικοπών, σε Ενιαίου Τύπου Ολοήμερο Δημοτικό Σχολείο (σχολείο Φίλη) επιβάλει και το μοντέλο των εργασιακών σχέσεων. Η αναλογία μόνιμων και ελαστικά εργαζόμενων εκπαιδευτικών χρόνο με τον χρόνο αλλάζει σε βάρος της μόνιμης και σταθερής εργασίας. Οι ελαστικά εργαζόμενοι αναπληρωτές που πολλές φορές προσλαμβάνονται με μειωμένο ωράριο εργασίας ή για ελάχιστους μήνες προσεγγίζουν πια το 20% του συνόλου των εκπαιδευτικών που εργάζονται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Στη δευτεροβάθμια, η αύξηση του ωραρίου των εκπαιδευτικών δημιουργεί τεχνητά πλεονάσματα προσωπικού, ενώ η κατάργηση ολόκληρων κλάδων οδηγεί 2000 μόνιμους συναδέλφους στη διαθεσιμότητα.
Η δημόσια εκπαίδευση μπαίνει σε τροχιά αποδόμησης. Συνοψίζουμε τα
αποτελέσματα των αντιεκπαιδευτικών πολιτικών της τελευταίας δεκαετίας:
- Οι μόνιμοι διορισμοί μηδενίζονται με αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με τις αθρόες συνταξιοδοτήσεις, μείωση των μόνιμων εκπαιδευτικών, ιδιαίτερα στη δευτεροβάθμια, κατά 30.000.
- Ο αριθμός των αναπληρωτών που δουλεύουν στα σχολεία διπλασιάζεται (από περίπου 16.000 το σχολικό έτος 2010-11, ξεπερνάει τους 32.000 τη φετινή χρονιά). Παράλληλα μειώνονται δραστικά οι προσλήψεις αναπληρωτών από τον κρατικό προϋπολογισμό και τα κάθε λογής ΕΣΠΑ γίνονται το βασικό εργαλείο προσλήψεων εκπαιδευτικού προσωπικού.
- Οι ελαστικές σχέσεις εργασίας διογκώνονται και δημιουργούνται στα σχολεία εργαζόμενοι δυο ταχυτήτων. Οι αναπληρωτές αποτελούν πλέον το σκελετό του δημόσιου σχολείου και είναι καταδικασμένοι να ζουν σε ένα καθεστώς συνεχούς εργασιακής ομηρίας και ανασφάλειας με λειψά εργασιακά δικαιώματα (αναρρωτικές άδειες, άδειες λοχίας και μητρότητας κ.λπ.).
- Σχολεία συγχωνεύονται ή και καταργούνται (Πάνω από 1.200 σχολεία στην Π.Ε. και στη Δ.Ε. από το 2011 καθώς και 120 ΕΠΑΣ). Τα αθλητικά σχολεία καταργούνται. Μειώνεται δραστικά η επιχορήγηση των σχολικών επιτροπών.
- Μείωση μισθών έως και 45% στον πρωτοδιόριστο.
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ 2019
Αντίσταση, Αγώνας, Αυτοοργάνωση
Στα τέλη του 2018 η κατάθεση της τροπολογίας από τον Γαβρόγλου για το νέο σύστημα μόνιμων διορισμών και προσλήψεων αναπληρωτών έφερε ξανά τον κόσμο της αδιοριστίας στο προσκήνιο. Γρήγορα έγινε κατανοητό ότι επρόκειτο να αποτελέσει τη μεγαλύτερη ανατροπή εργασιακών δικαιωμάτων από την εποχή της κατάργησης της επετηρίδας. Η κλοπή της προϋπηρεσίας, η πριμοδότηση ενός αέναου ανταγωνισμού προσόντων και πιστοποιήσεων, το φάσμα των απολύσεων για χιλιάδες αναπληρωτές ξεχείλισαν το ποτήρι της οργής.
Κάτσε καλά γεράσαμε…..
Οι χιλιάδες διαδηλωτές
εκπαιδευτικοί, μόνιμοι και αναπληρωτές που το Γενάρη του 2019 διαδήλωσαν μαζικά και μαχητικά στην Αθήνα και
σε δεκάδες πόλεις όλης της χώρας, στα μεγαλύτερα και μαχητικότερα συλλαλητήρια
των τελευταίων χρόνων, η μαζικότητα και η δυναμική της Κατάληψης της Πρυτανείας στα Προπύλαια ως ένα υποδειγματικό κέντρο
αυτοοργάνωσης και αδιαμεσολάβητης δράσης, οι καταλήψεις και τα συλλαλητήρια σε
όλη τη χώρα, απέδειξαν ότι οι ανάγκες της κοινωνίας και της μαχόμενης
εκπαίδευσης ασφυκτιούν μέσα στα πλαίσια των κυβερνητικών σχεδιασμών, των
υπερεθνικών απαιτήσεων ΟΟΣΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης, που απεργάζονται την
παράδοση του Δημόσιου σχολείου στους κερδοσκοπικούς μηχανισμούς της αγοράς.Ταυτόχρονα το κίνημα του Γενάρη για πρώτη φορά με τόσο μαζικούς όρους έσπασε τη βιτρίνα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η αμφισβήτηση ήρθε όχι από τον αντιδραστικό ΣΚΑΙ και τον Μητσοτάκη, όχι από τα τηλεοπτικά κανάλια, αλλά από τη σκοπιά του αγώνα, από τη σκοπιά του ταξικού ανταγωνισμού, από τη σκοπιά των κοινωνικών αναγκών. Η μαζικότητα και η μαχητικότητα του κινήματος αυτών των ημερών κατέδειξε ότι υπάρχει ένας κόσμος που κάνει πολιτική την ίδια του την κοινωνική ανάγκη. Σ΄ αυτήν την κοινωνική ανάγκη και στους αγώνες που την εξωτερικεύουν υπάρχουν εν σπέρματι οι πολιτικές απόψεις, οι αντιλήψεις, οι προτάσεις που θα γεννήσουν νέα προτάγματα για την κοινωνική αλλαγή και χειραφέτηση. Το μέλλον μας δεν είναι η Βραζιλία του Μπολσονάρο, ούτε οι φασίστες της Ευρώπης, δεν είναι ούτε ο Μητσοτάκης που απειλεί ότι «προσλήψεις χωρίς διαγωνισμούς δεν πρόκειται να γίνουν από την επόμενη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας» και υπόσχεται μια ακόμα τετραετία μηδενικών διορισμών, σκληρής αξιολόγησης, αυταρχισμού και μετατροπής της εκπαίδευσης σε εμπόρευμα.
Το προσοντολόγιο καθώς και όλες οι εκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις που προωθούν η κυβέρνηση, ο ΟΟΣΑ και η ΕΕ, στην πραγματικότητα πίσω τους έχουν ένα βασικό στόχο: το σχολείο. Όχι μόνο τους εκπαιδευτικούς ως εργαζόμενους, αλλά το σχολείο. Δεν θέλουν ένα σχολείο που θα δημιουργεί ανθρώπους με κριτική σκέψη και ολοκληρωμένη πνευματική και ψυχική ανάπτυξη. Δεν θέλουν ένα σχολείο όπου ο άνθρωπος θα έχει τη δυνατότητα για ολόπλευρη δημιουργική έκφραση. Σχεδιάζουν το σχολείο που θα διαμορφώσει το φθηνό ευέλικτο και αναλώσιμο δυναμικό της νέας εποχής της ανάπτυξης και της άνθισης της τουριστικής βιομηχανίας, της εποχής που τα κέρδη απογειώνονται και οι αποδοχές των εργαζόμενων κινούνται στα 300-400 ευρώ. Αυτή την ανάγκη υπηρετεί η εκπαίδευση των δεξιοτήτων και των κατακερματισμένων πληροφοριών και όχι τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα της νέας γενιάς εργαζόμενων που σήμερα κάθονται στα θρανία των σχολικών τάξεων.
Γι’ αυτό και η κυβέρνηση επέλεξε, τη στιγμή που μαίνονταν ο αγώνας για την υπεράσπιση του δικαιώματος στη σταθερή και μόνιμή εργασία, ο αγώνας ενάντια στο προσοντολόγιο, να επιτεθεί σε όλο το μέτωπο, να κατεβάσει την Υπουργική Απόφαση για την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας. Γιατί επιδιώκει όχι μόνο την ήττα του κινήματος στο πεδίο των προσλήψεων και των διορισμών αλλά την οριστική παράδοση της ζωντανής εκπαίδευσης στη ζούγκλα της αγοράς και των σιδερένιων κανόνων της.
Σ΄ αυτό το πλαίσιο, το κίνημα του Γενάρη δεν ήταν μια μάχη μόνο για την εργασιακή κατοχύρωση αδιόριστων και αναπληρωτών ή μια μάχη για την κατοχύρωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των πτυχίων. Αποτελεί έναν ακόμα σταθμό στη διαχρονία των αγώνων του εκπαιδευτικού κινήματος για την υπεράσπιση του Δημόσιου σχολείου απέναντι στον νεοφιλελεύθερο μονόδρομο. Αγώνων που, εδώ και 30 χρόνια, αναμετρώνται με την αναγκαιότητα να υπάρξει ένα σχολείο όπου το παιδί θα είναι το υποκείμενό του, θα γίνεται δηλαδή ολοκληρωμένος άνθρωπος με κριτική σκέψη.
Η απάντηση που έδωσαν οι εκπαιδευτικοί με τις μεγαλειώδεις και συγκρουσιακές κινητοποιήσεις τους είναι ότι υπάρχει μια ζωντανή μαχόμενη εκπαίδευση που σκέφτεται και παλεύει και για την εργασία της, την εργασιακή κατοχύρωση που δίνει το πτυχίο και για το σχολείο, για τα παιδιά που θέλει να υπηρετήσει μέσα σε αυτό. Ούτε η καταστολή, ούτε τα ΜΑΤ, ούτε τα δακρυγόνα, ούτε τα ματωμένα κεφάλια, ούτε οι καμένες πλάτες μπορούν να κάμψουν το αγωνιστικό φρόνημα αυτού του κινήματος. Ενός κινήματος που μπορεί και πρέπει να διαμορφώσει νέες αμεσοδημοκρατικές δομές αγώνα στο εσωτερικό των Συλλόγων Π.Ε. και των ΕΛΜΕ, δομές που θα αποτελέσουν τα νέα κύτταρα πάλης και αγώνα.
Φυσάει κόντρα…
Έτσι, η εκπαίδευση καλείται να διαμορφώσει έναν νέο τύπο εργαζόμενου σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου για ανθρώπινους πόρους. Η νεοσυντηρητική και νεοφιλελεύθερη καταιγίδα, η οποία εξαπλώνεται άνισα, μέσω της εκπαιδευτικής σφαίρας για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, αποσκοπεί στην περαιτέρω υποταγή της εκπαίδευσης στα καπιταλιστικά συμφέροντα, μεταλλάσσοντας έτσι το μεταπολεμικό εκπαιδευτικό σύστημα και διαμορφώνοντας το κατακερματισμένο, ταξικό, φθηνό και ευέλικτο σχολείο.
Οι εκπαιδευτικές πολιτικές που προωθούν αυτές τις αναδιαρθρώσεις επιχειρούν να ποσοτικοποιήσουν την εκπαιδευτική διαδικασία και να καταστήσουν μετρήσιμα (με αυθαίρετα κριτήρια) τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα μεταβάλλοντας έτσι ριζικά και τις διαδικασίες παραγωγής και αναπαραγωγής της γνώσης. Ο στόχος για την παραγωγή ευέλικτων, αποτελεσματικών μελλοντικών εργαζομένων, προσαρμόσιμων στις ανάγκες των επιχειρήσεων για φθηνό, ευέλικτο και πειθαρχημένο εργατικό δυναμικό προωθείται με την εγκατάλειψη της υλικής υποδομής, την υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, την επιθετική προπαγάνδα εναντίον των εκπαιδευτικών από κυβερνητικούς αξιωματούχους και συστημικά μέσα ενημέρωσης, την εισαγωγή των κανόνων της αγοράς στο δημόσιο σχολείο και, συνακόλουθα, την επιστροφή στις μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας για τους εκπαιδευτικούς, εξισώνοντας την εκπαιδευτική διαδικασία με τη μηχανιστική μετάδοση κατακερματισμένων και εξειδικευμένων γνώσεων και δεξιοτήτων, μετρήσιμων με τις κλίμακες που ορίζουν οι διαγωνισμοί PISA.
Επομένως, η κατάργηση της (επάρατης σύμφωνα με τον κύριο Γαβρόγλου) επετηρίδας, τα χαμηλά επίπεδα διορισμών σε όλη τη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών (με ελάχιστες εξαιρέσεις), η εκμηδένιση των μόνιμων διορισμών στα χρόνια των μνημονίων, η κάλυψη των πραγματικών κενών σε διδακτικό προσωπικό με όλο και αυξανόμενες προσλήψεις αναπληρωτών, η μονιμοποίηση των ελαστικών σχέσεων και της εργασιακής ομηρίας για τη νέα γενιά εκπαιδευτικών, η διαρκής αλλαγή των κανόνων για τις προσλήψεις και ο νέος νόμος για το προσοντολόγιο, εντάσσονται σε ένα ευρύτερο σχέδιο και όχι σε ευκαιριακές «ατυχείς» επιλογές μιας κυβέρνησης ή ενός υπουργού παιδείας.
Σε αυτό το πλαίσιο, σήμερα βρισκόμαστε σε ένα ιστορικό μεταίχμιο. Από ένα δημόσιο σχολείο εθνικών στόχων περνάμε σε ένα σχολείο χρησιμοθηρικής δια βίου κατάρτισης. Για μια σειρά από λόγους, κοινωνικούς και οικονομικούς, υποβαθμίζεται ο ρόλος του σχολείου ως κοινωνικού ανελκυστήρα, ως αναγνωρισμένου και ασφαλούς από την κοινωνική πλειοψηφία διαύλου κοινωνικής κινητικότητας και συνακόλουθα μειώνεται η κοινωνική νομιμοποίηση απέναντι στο σχολικό θεσμό και υποβαθμίζεται ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών.
Η Παιδαγωγική δεν χωράει σε αυτό το παράδειγμα γιατί βασίζεται σε μια παραδοχή ανθρωπιστική, γιατί προϋποθέτει υπομονή, χρόνο και επιδιώκει την ανάπτυξη του σώματος, των αισθήσεων και της σκέψης. Είναι ικανή να παράγει άλλο πολιτισμό πέρα από τις επιταγές της εμπορευματοποίησης.
Αντίστοιχα, δεν χωράει σε αυτό το παράδειγμα ούτε το μοντέλο της σταθερής και μόνιμης εργασίας, αλλά αντίθετα, προωθούνται οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις, η ανακύκλωση της ανεργίας, η συνεχής και αυθαίρετη αλλαγή των κανόνων και των κριτηρίων πρόσληψης και απόλυσης. Το εκπαιδευτικό και εργασιακό μοντέλο που προωθεί ο ΟΟΣΑ είναι η αυτονομία των σχολείων και η λειτουργία τους με όρους επιχείρησης, με διευθυντή – manager που θα προσλαμβάνει, θα αξιολογεί και θα απολύει το διδακτικό προσωπικό. Ο νόμος για το προσοντολόγιο είναι ένα ακόμα βήμα σε αυτή την κατεύθυνση, ωστόσο, μένει ακόμα αρκετός δρόμος που μέχρι στιγμής το μπλοκ εξουσίας δεν μπορεί να τον διανύσει λόγω των αντιστάσεων του εκπαιδευτικού κινήματος.
Επομένως, η πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση με τις κυρίαρχες πολιτικές που προωθούν κυβερνήσεις και υπερεθνικοί οργανισμοί για την εκπαίδευση και την εργασία είναι αναπόφευκτη.
Η κατάργηση της επετηρίδας πριν 21 χρόνια, διαμόρφωσε μια νέα πραγματικότητα και συνέβαλε σε ριζική αλλαγή στις συνειδήσεις. Από την εποχή όπου η επετηρίδα και η θέση του αδιόριστου σε αυτήν σηματοδοτούσε το κοινό υλικό έδαφος στο οποίο συγκροτούνταν η συλλογική συνείδηση που διαπερνούσε το σώμα των αδιορίστων και οδηγούσε σε κοινές διεκδικήσεις, περάσαμε στην εποχή όπου ο διαγωνισμός του ΑΣΕΠ έδινε τη δυνατότητα στον αδιόριστο να «βγει από την ουρά» και με όχημα την αξιοκρατία, να διεκδικήσει μια θέση κάτω από τον ήλιο της μονιμότητας, καθορίζοντας με το νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα της ατομικής λύσης την συνειδησιακή αναμόρφωση του εκπαιδευτικού σώματος. Καθώς, όπως είδαμε, η διαδικασία αυτή δεν έγινε χωρίς μάχες, συγκρούσεις και αντιφάσεις, μια ολόκληρη γενιά εκπαιδευτικών διορίστηκε μετά το 1998, συμμετέχοντας σε συλλογικούς αγώνες, ένα μεγάλο μέρος της χωρίς να συμμετάσχει στον ΑΣΕΠ, κάτι που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την αγωνιστική της συνείδηση και ταυτότητα. Σήμερα, είναι οι ίδιες οι δυσλειτουργίες και οι αντιφάσεις της υλικής πραγματικότητας, το αδιέξοδο των μηδενικών διορισμών των τελευταίων χρόνων και η πολυετής παράταση της εργασιακής ομηρίας που οδηγεί στην αγωνιστική έκρηξη της νέας γενιάς αναπληρωτών, στην υπέρβαση του κατακερματισμού και της πολυδιάσπασης του χώρου, στη διαμόρφωση μιας νέας αγωνιστικής διεκδικητικής κουλτούρας και στη βασανιστική και αντιφατική αναζήτηση μιας νέας συλλογικής ταυτότητας. Σε αυτές τις δυσλειτουργίες και αντιφάσεις, αλλά και στο πολιτικό πρόβλημα που δημιούργησαν οι κινητοποιήσεις του Μάρτη και του Γενάρη, επιχειρούν να απαντήσουν, με τον τρόπο του ο καθένας, τόσο η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση, όσο και η νέα έκθεση του ΟΟΣΑ με το νέο ευέλικτο σύστημα αναπλήρωσης που προωθεί.
Με τον καιρό να ‘ναι κόντρα, έχει τιμή σαν πετάς…
Οι πλειοψηφίες των ΔΣ της ΔΟΕ και της ΟΛΜΕ, υπονόμευσαν τον αγώνα, όρθωσαν από την αρχή εμπόδια σε αυτό το κίνημα, με την άρνησή τους να υιοθετήσουν το αίτημα για μαζικούς διορισμούς αποκλειστικά με το πτυχίο και την προϋπηρεσία, με την άρνησή τους να ψηφίσουν απεργία το Μάρτη του 2018 και την διστακτικότητά τους το Γενάρη του 2019. Οι τρεις 24ωρες απεργίες του Γενάρη, κηρύχτηκαν καθυστερημένα και κάτω από την πίεση του κινήματος. Όπως και το 1998, υποχρεώθηκαν από τη δυναμική εξέλιξη των γεγονότων να κηρύξουν απεργιακό αγώνα ώστε να μην αποκοπούν εντελώς από τη βάση που επιδιώκουν να εκπροσωπήσουν.
Οι αναφορές του Γαβρόγλου για τις ηχηρές μειοψηφίες δεν είναι παρά θλιβερή επανάληψη αντίστοιχων δηλώσεων του Αρσένη, ο οποίος 21 χρόνια πριν ισχυριζόταν ότι η μειοψηφία αντιδρά αλλά η μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, των φοιτητών και των μαθητών υποστηρίζουν τη «μεταρρύθμισή» του. Αντίθετα, το κίνημα των εκπαιδευτικών, για μια ακόμα φορά, μετά τα εξεταστικά του ’98 και τη μεγάλη απεργία του 2006, καταφέρνει να διχάσει την κοινωνία θέτοντας με τους αγώνες του τα πραγματικά διλήμματα. Αντλεί την κοινωνική νομιμοποίησή του όχι μόνο από τη μαζικότητά του αλλά από τη δυνατότητά του να εκφράζει ευρύτερες λαϊκές διεκδικήσεις, τα ταξικά συμφέροντα του κόσμου της εργασίας. Να βλέπει τον εαυτό του κάθε εργαζόμενος σε αυτό το κίνημα, να αισθάνεται ότι τα δικά του συμφέροντα διακυβεύονται από την εξέλιξη του αγώνα των εκπαιδευτικών που διεκδικούν μόρφωση και δουλειά για όλο το λαό.
Εμπόριο
ελπίδων
Κάτω από την καυτή
ανάσα του κινήματος, το υπουργείο ενσωμάτωσε στο νόμο για το προσοντολόγιο μια
ρύθμιση που προβλέπει ότι εάν δεν συγκροτηθούν έγκαιρα οι πίνακες αναπληρωτών,
οι προσλήψεις αναπληρωτών θα γίνουν και για την επόμενη χρονιά με τα παλιά
κριτήρια. Την ίδια στιγμή βέβαια, το εμπόριο τίτλων και προσόντων γνωρίζει νέες
δόξες καθώς εκπαιδευτικά ιδρύματα και ινστιτούτα, ακόμα και τράπεζες έχουν
επιδοθεί σε ένα πρωτοφανές σαφάρι διαφημίσεων για την απόκτηση πιστοποιημένων
μοριοδοτούμενων τίτλων σε ξένες γλώσσες και πληροφορική και σε μεταπτυχιακούς
τίτλους που είναι «αποδεκτοί από τον ΑΣΕΠ» αλλά και για την παροχή δανείων για
την απόκτηση αντίστοιχων προσόντων. Όπως πριν 20 χρόνια, που ανθούσαν τα
φροντιστήρια για το διαγωνισμό του ΑΣΕΠ.
Το θέμα είναι, τώρα τι λες;
Το μέλλον της εκπαίδευσης δεν ανήκει σε αυτούς που καταστρέφουν το παρόν της
Δεν ανταγωνιζόμαστε. Αγωνιζόμαστε! Διαφυλάσσουμε τις αξίες της συλλογικότητας και της συναδελφικότητας, της αλληλεγγύης και του αγώνα, ως το πιο πολύτιμο κέρδος του αγώνα μας.
Συμμετέχουμε ενεργά στις συλλογικές διαδικασίες των Συλλόγων ΠΕ και των ΕΛΜΕ, δεν χαρίζουμε το συνδικάτο σε κανέναν, ιδιαίτερα σε αυτούς που υπονομεύουν τους αγώνες των εκπαιδευτικών. Παίρνουμε τις τύχες του κινήματος στα χέρια μας.
Τίποτα δεν τελείωσε!
Ο αγώνας συνεχίζεται και τις επόμενες νικηφόρες σελίδες του θα τις γράψουμε όλοι και όλες μαζί
- Αρθρογραφία μελών της Εκπαιδευτικής Λέσχης
- Αρχειακό υλικό των Παρεμβάσεων Κινήσεων Συσπειρώσεων
- Αρχειακό υλικό της ΠΕΑΕ
- Βίντεο των Αντιτετραδίων της Εκπαίδευσης για τον Ιούνη του ‘98
- OECD, Education for a bright future in Greece, April 19, 2018
- Polina-Theopoula Chrysochou, A Requiem for the End of Great Narratives in the Era of the ‘Crisis’: Greece Under the Microscope, Anglia Ruskin University, Chelmsford, UK and National and Kapodistrian University of Athens, Athens, Greece
Πηγή: https://www.e-lesxi.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.