Οι γυναίκες της Επανάστασης ήταν θύματα σφαγών, συγκρούσεων, προσφυγιάς και φυγής, εμπορεύματα και λάφυρα πολέμου "με μια λέξη αναλώσιμες" λέει στο NEWS 24/7 η ιστορικός, Βασιλική Λάζου, που εξηγεί με παραδείγματα τι σημαίνουν όλα αυτά.
Νίκη Μπάκουλη
Η Βασιλική Λάζου, ιστορικός και καθηγήτρια θεμάτων νεότερης και σύγχρονης ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης θέλησε να ερευνήσει κάτι για το οποίο δεν υπήρχε συνολική και τεκμηριωμένη εικόνα, μολονότι φέτος συμπληρώνονται 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 και την απελευθέρωση. Ήταν η ζωή και ο ρόλος των
γυναικών από την προετοιμασία του αγώνα, την επανάσταση και την Ανεξαρτησία, όπως και οι αλλαγές που τις αφορούσαν -και δεν ήταν πολλές.Στο βιβλίο με τίτλο “1821 – Γυναίκες και Επανάσταση” αναφέρονται ονόματα και γεγονότα, με γλαφυρές αφηγήσεις για την πραγματικότητα αυτών που ήταν 'βάρος', έγιναν 'λάφυρο', αλλά και είχαν και συμμετοχή σε αυτό που έχει εξ ορισμού ανδρικό φύλο και είναι ο πόλεμος. Σε όποια στιγμή και αν συμβαίνει. “Συμμετείχαν θέλοντας και μη, καθώς ουδείς μπορεί να ξεφύγει από τη δίνη του πολέμου” εξηγεί η συγγραφέας στο NEWS 24/7, πριν δώσει ουκ ολίγους λόγους για να διαβάσετε αυτό το βιβλίο.
Η διαφοροποίηση στη συμπεριφορά της γυναίκας από περιοχή σε περιοχή
Οι ιστορίες που ερεύνησε και κατέγραψε η κυρία Λάζου δεν αφορούν μόνο τις επώνυμες γυναίκες που συμμετείχαν στον αγώνα, αλλά κυρίως τις ανώνυμες. “Όταν λέμε 'γυναίκες' δεν πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας μια ενιαία κατηγορία, καθώς η θέση τους ήταν διαφορετική ανάλογα με το πού ζούσαν και της οικονομικής συνθήκης κάθε τόπου. Άλλη ήταν η ζωή της αστής και άλλη της αγρότισσας. Άλλη της γυναίκας που ζούσε στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά, της πλούσιας και άλλη της φτωχής.
“Στα Γιάννενα του Αλί Πασά η ζωή της γυναίκας διέφερε κατά τι από αυτήν της νησιώτισσας, που βρισκόταν στους δρόμους που ένωναν την ευρωπαϊκή δύση με την οθωμανική ανατολή”. Προφανώς ζητήσαμε -και λάβαμε- παραδείγματα. “Κατά την Οθωμανική περίοδο, στα Γιάννενα και με τις εξαιρέσεις να είναι ελάχιστες, οι γυναίκες ήταν καταπιεσμένες από τα έθιμα και δεν διαδραμάτισαν ενεργό ρόλο στην κοινωνία. Σπάνια ήταν μορφωμένες.
Ο Άγγλος γιατρός, Henry Holland, ο οποίος είχε διασχίσει την επικράτεια του Αλή και έφτασε στα Γιάννενα το Νοέμβριο του 1812, είχε παρατηρήσει τον περιορισμό και την έλλειψη μόρφωσης των νεαρών γυναικών, που όπως έγραψε 'ήταν θεόκλειστες στο σπίτι τους έως το γάμο και βγαίνουν μόνο για εκκλησίασμα -το βράδυ'. Οι γάμοι τους κανονίζονταν από τις οικογένειες, χωρίς να έχουν εκείνες λόγο. Γαλουχημένες στην ιδέα ότι θα γίνουν νοικοκυρές, αφιέρωναν τη ζωή τους στην προετοιμασία. Τα κορίτσια μπορούσαν να παντρευτούν από τα 12, αυτόν που επέλεγε η οικογένεια.
Η γέννηση πολλών παιδιών από γυναίκες νεαρής ηλικίας, με όλους τους κινδύνους που περιέκλειε έφθειρε το γυναικείο σώμα. Το ίδιο και έλλειψη ασβεστίου από τις πολλές εγκυμοσύνες. Καμπούρες και στραβά πόδια από τις ραχίτιδες προστίθεντο στις παραμορφώσεις. Αρρώστιες, όπως η ευλογιά, σημάδευαν το πρόσωπο. Η απουσία τέτοιων σημαδιών αποτελούσε βασικό κριτήριο ομορφιάς. Η φθορά ήταν πιο εμφανής στις γυναίκες των λαϊκών τάξεων που ασχολούνταν με αγροτικές εργασίες και συχνά υποσιτίζονταν”.
Η επίδειξη πλούτου στους γάμους
“Τα ρούχα του γάμου αποτύπωναν την κοινωνική τάξη. Οι πλούσιες -κόρες των προυχόντων- είχαν πιο στολισμένες ενδυμασίες που φτιάχνονταν από τα καλύτερα υφάσματα. Υπήρχε και επίδειξη πλούτου και της προίκας. Φαινόταν από τα χρυσά νομίσματα που έρεβαν πάνω στην ενδυμασία. Επίσης, καλλωπίζονταν 'πολύ έντονα' όπως είχαν καταγράψει οι ξένοι περιηγητές.
Γίνονταν χρήσιμες μόνο όταν προέκυπτε θέμα διαδοχής -μεταβίβαση τίτλου ή περιουσίας-, όταν και πάλι υπήρχαν αυστηρές πιέσεις και κανόνες. Το πέρασμα του αριστοκρατικού τίτλου ή της περιουσίας όφειλε να είναι αδέκαστο και ως εκ τούτου υπήρχαν πολλοί αυστηροί κανόνες για τη συμπεριφορά και τις υποχρεώσεις. Οι φτωχές γυναίκες φορούσαν ρούχα που έφτιαχναν οι ίδιες στο αργαλειό. Περνούσαν 10 με δώδεκα ώρες κάθε μέρα στα χωράφια, σε αγροτικές εργασίες και μετά έγνεφαν για να δημιουργήσουν την κλωστή και να υφάνουν τα ρούχα στο αργαλειό.
Οι γυναίκες των νησιών -που ήταν εμπορικοί 'δρόμοι'- έκαναν εμπόριο στα πολλά καράβια που πήγαιναν από την Ανατολή στη Δύση και 'έδεναν' στα λιμάνια της Σύρου, της Μυκόνου, της Πάρου και της Κίμωλου. Δημιουργούσαν με νήματα που έπλεκαν σκουφιά, γάντια και κάλτσες και τα πουλούσαν στους ξένους. Η επαφή μαζί τους, έκανε πιο εξωστρεφή τη συμπεριφορά τους και πολλές φορές παρεξηγούνταν για αυτήν".
Το πρότυπο συμπεριφοράς των γυναικών του Σουλίου
Ως πρότυπο συμπεριφοράς και δράσης λειτούργησε η ιστορία των γυναικών του Σουλίου, όπου η 70χρονη Δέσπω Σέχου-Μπότση -σύζυγος του οπλαρχηγού Γεωργάκη Μπότση- οχυρώθηκε με τις κόρες, τις νύφες και τα εγγόνια της στον πύργο του Δημουλά και ύστερα από σθεναρή αντίσταση τον ανατίναξε, ώστε να μην παραδοθούν στον εχθρό. Επίσης ξακουστή και άξια μαχήτρια ήταν η Καπετάνισσα Δέσπω Τζαβέλα, αδερφοποιητή του καπετάνιου Φώτου Τζαβέλα και τη Λένη Μπότσαρη, την αδελφή του Νότη που «ξεσπαθώνει σαν άντρας και κυνηγά του Τούρκους», όπως έλεγε τραγούδι της εποχής.
Οι γυναίκες της περιοχής πολέμησαν με μαχαίρια, ξύλα και πέτρες για να αποτρέψουν την οριστική κατάληψη του Σουλίου από τα στρατεύματα του Αλή Πασά. Το Δεκέμβριο του 1803, όταν διαπίστωσαν πως ο αγώνας είναι μάταιος, 200 γυναίκες έπεσαν στον γκρεμό για να μη γίνουν σκλάβες” σε αυτό που έχει περάσει στην ιστορία ως 'χορός του Ζαλόγγου' της 16ης του Δεκέμβρη του 1803. “Το ίδιο έκαναν και οι γυναίκες που δε μπόρεσαν να σπάσουν τον κλοιό στο μοναστήρι του Σέλτσου στη Βρεσθένιτσα”.
Γιατί οι γυναίκες ήταν αθέατες στην Επανάσταση
“Στη μεγάλη πλειοψηφία ο ρόλος των γυναικών κατά την Επανάσταση του 1821 ήταν αυτός που όριζε η εποχή τους. Δηλαδή, ήταν ακούσια θύματα των σφαγών, των συγκρούσεων, της προσφυγιάς και της φυγής. Ο ρόλος τους ήταν να αναζητούν τροφή και καταφύγιο και το αποτέλεσμα να γίνουν εμπορεύματα στα σκλαβοπάζαρα, λεία πολέμου και με μια λέξη αναλώσιμες.
Μαζί με τα παιδιά και τους ηλικιωμένους ήταν οι αδύναμοι κρίκοι των πολεμικών συγκρούσεων. Ουσιαστικά οι γυναίκες ήταν αθέατες από την ιστορία. Κανείς – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – δεν κατέγραφε και δεν ασχολούνταν με τη ζωή και τη δράση τους που περιοριζόταν στο ρόλο της μητέρας, της συζύγου και της νοικοκυράς. Αυτό βέβαια δεν αποτελούσε ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά αντικατόπτριζε τη γενικότερη θέση της γυναίκας στην οικονομία, την κοινωνία και στην πολιτική.
Επειδή λοιπόν ήταν αθέατες από την Ιστορία δεν έχουμε πολλές μαρτυρίες για τη δράση τους. Δεν κατεγράφη κάτι στα κείμενα των μεγάλων ιστορικών της επανάστασης, ενώ δεν έγραψαν οι ίδιες τα απομνημονεύματα τους. Δεν άφησαν κάποιο γραπτό, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων διανοουμένων που δεν μετείχαν στην επανάσταση”.
Η κυρία Λάζου επαναλαμβάνει πως υπήρχε και στην Επανάσταση διαφοροποίηση ανάλογα με την περιοχή που ζούσαν. “Η γενική εικόνα είναι πως στις περιοχές που ήταν στο επίκεντρο της Επανάστασης, δηλαδή ο Μοριάς και η Ρούμελη ήταν λίγες οι γυναίκες που κατάφεραν να βγουν από το περιθώριο. Οι γυναίκες που ζούσαν στην Πελοπόννησο, στη δίνη των πολεμικών συγκρούσεων, υπέστησαν και όλα τα δεινά. Δηλαδή, την πολιορκία, την άλωση της Τριπολιτσάς και άλλων κάστρων του Μοριά, την καταστροφική επιδρομή του Ιμπραήμ που ερήμωσε το Μοριά και οδήγησε πολλές γυναίκες και παιδιά στην αιχμαλωσία”.
Τονίζει πως οι λίγες που ξεπέρασαν τον αποκλεισμό και πήραν μέρος στο ενεργό γράψιμο της ιστορίας “που υπερέβησαν το ρόλο της μητέρας, της συζύγου και της νοικοκυράς, που βγήκαν από τα σπίτια όπου ήταν κλεισμένες” απέκτησαν επικουρικό ρόλο στις πολεμικές επιχειρήσεις. “Δηλαδή, ήταν εκείνες πήγαιναν στα τείχη τα πολεμοφόδια, που μετέφεραν υλικά για την επισκευή των οχυρώσεων, που τύλιγαν τους τραυματίες με επιδέσμους που έφτιαχναν από τα σεντόνια τους -παρασκεύαζαν και φάρμακα-, που αναλάμβαναν τους χερόμυλους για το άλεσμα του καρπού και τη δημιουργία αλευριού. Αρχικά ασχολούνταν με το νοικοκυριό και τα παιδιά τους, αλλά σταδιακά, καθώς έσφιγγε ο κλοιός γύρω από το Μεσολόγγι, άλλαξαν συμπεριφορά και ήταν στα μετόπισθεν να στηρίζουν και να έχουν βοηθητικό ρόλο, όπου χρειαζόταν.
Ελάχιστες ντύθηκαν άνδρες και πήρα τα όπλα για να συμμετάσχουν στις συγκρούσεις και στην έξοδο. Ελάχιστες διεσώθησαν. Δεκατρείς τον αριθμό. Οι περισσότερες έπεσαν αιχμάλωτες στα χέρια των Τούρκων που τις πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα της Αλεξάνδρειας, του Καΐρου και της Δαμασκού”.
Το ίδιο ίσχυσε και για τις γυναίκες στη Χίο, την Κάσο και τα Ψαρά. “Αιχμαλωτίστηκαν μαζικά -κατά χιλιάδες- και πουλήθηκαν ως σκλάβες, ύστερα από εξευτελιστική διαδικασία. Δηλαδή, βιάζονταν και επιδεικνύονταν ως αντικείμενα στα σκλαβοπάζαρα. Οι πιο άσχημες και οι μεγαλύτερες σε ηλικία προορίζονταν για οικιακές και αγροτικές εργασίες. Οι πιο νέες και όμορφες πήγαιναν στα χαρέμια. Στα σκαλοπάζαρα δεν πωλούνται παιδιά. Δηλαδή, δεν πωλούνταν γυναίκες κάτω των 10 χρόνων. Από εκείνη την ηλικία θεωρούνταν εμπόρευμα”.
Η εμπλοκή των γυναικών στην πολιτική
Στον 'Δοκίμιον Ιστορικόν περί της ελληνικής Επαναστάσεως' που παρέθεσε ο Ιωάννης Φιλήμων, ιστορικός και συγγραφέας δεν υπήρχε κάποιο γυναικείο όνομα. “Κατεγράφη μόνο η περίπτωση της Κυριακής Ναύτου από την Κωνσταντινούπολη, η οποία εκ παραδρομής κατάλαβε τη συμμετοχή του -ιατρού- συζύγου της. Για να μη μαρτυρήσει το μυστικό έδωσε και αυτή τον όρκο των Φιλικών και δούλεψε πιστά για τους σκοπούς της Εταιρείας.
Αναφορές σε μυημένες γυναίκες κάνουν μεταγενέστερα η 'Εφημερίς των Κυριών' και οι γυναίκες ιστορικοί, Σωτηρία Αλιμπέρτη και Κούλα Ξηραδάκη. Αυτές που συμμετείχαν ήταν είτε Φαναριώτισσες, είτε αστές που κατόρθωσαν να διαρρήξουν τους φραγμούς του φύλου τους, χάρη στη μόρφωση, τη γλωσσομάθεια και την οικονομική τους επιφάνεια.
Τόποι διαβίωσης και δραστηριότητας ήταν η Κωνσταντινούπολη με τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, όπου οι Έλληνες ευημερούσαν και υπήρχε σχετική πνευματική άνθιση. Ήταν και κοντά στην έδρα της Φιλικής Εταιρείας (το 1814 αυτή ήταν η Οδησσός και το 1818 η Πόλη). Ανάμεσά τους βρίσκονταν γυναίκες με πνευματικές ανησυχίες, διανοούμενες και μεταφράστριες, οι οποίες διατηρούσαν φιλολογικά σαλόνια -κατά τα γαλλικά πρότυπα- και βοήθησαν στη διείσδυση των φιλελεύθερων ιδεών του Διαφωτισμού και της Επανάστασης.
Αυτό έγινε στο σαλόνι της Ευφροσύνης Νέγρη από το Ιάσιο, κόρης του Νικολάου Μαυρογένη και γυναίκας του Κωνσταντίνου Νέγρη, η οποία δολοφονήθηκε από τους Τούρκους για τη δράση της, με το ξέσπασμα της Επανάστασης. Την ίδια πρακτική ακολουθούσε και η αδελφή της Ευφροσύνης, η Ρωξάνδρα Μαυρογένους, με το σαλόνι της -στο μέγαρο της οικογενείας στα Θεραπειά- να γίνεται κέντρο των επαναστατών.
Οι συγκεκριμένες κατόρθωσαν να σπάσουν τα στεγανά του φύλου τους και να συμμετέχουν στις οργανώσεις που προετοίμασαν το έδαφος για την ελληνική επανάσταση, τη Φιλόμουσο Εταιρεία και τη γνωστότερη και σπουδαιότερη, Φιλική Εταιρεία. Ίσως η πιο εμβληματική μορφή γυναίκας η οποία συνδέθηκε με τη Φιλική Εταιρεία ήταν η Ελισάβετ Υψηλάντη, η μητέρα των Υψηλάντηδων «µία από τις επιβλητικότερες γυναίκες του έξω ελληνισµού, η µητέρα της ιεράς πεντάδας. Η πρωτοµάνα των Φιλικών”.
Μυημένη στη Φιλική Εταιρεία ήταν και η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα -κάτι που δεν ήταν άσχετο με τη σημαντική περιουσία που είχε κληρονομήσει από τους καραβοκύρηδες συζύγους της. Με την επιστροφή της στις Σπέτσες ναυπήγησε το μπρίκι «Αγαμέμνων» με 18 κανόνια. Στον ιστό του πλοίου ύψωσε σημαία με τον φοίνικα (έμβλημα του αναγεννημένου έθνους), δώδεκα ημέρες πριν την κήρυξη της επανάστασης στο Μωριά. Επίσης, χαιρέτισε με κανονιοβολισμούς την εξέγερση που επρόκειτο να ξεσπάσει”.
Oι επώνυμες και διάσημες γυναίκες του 1821
“Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα προερχόταν από τον κόσμο της αναπτυσσόμενης εμπορικής ναυτιλίας. Η Μαντώ Μαυρογένους από αρχοντική νησιώτικη οικογένεια με δεσμούς με το φαναριώτικο περιβάλλον. Οι εξαιρετικές και ασυνήθιστες πράξεις τους τις έβγαλαν από την αφάνεια και τις έφεραν στο επίκεντρο συνταρακτικών εξελίξεων σε μια περίοδο γενικότερων ανακατατάξεων. Και οι δύο ακολούθησαν μοναχικές και ιδιαίτερες διαδρομές που ξεπερνούσαν τα κοινωνικά όρια του φύλου τους. Αμφότερες διέθεταν σημαντικά χρηματικά κεφάλαια, χωρίς την ανδρική πατρωνία. Η Λασκαρίνα ήταν ώριμη χήρα δυο πλουσίων συζύγων. Η Μαντώ είχε κληρονομήσει μεγάλη πατρική περιουσία. Αποφάσισαν να συνδράμουν την Επανάσταση ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες και κίνητρα. Το αποτέλεσμα υπήρξε το ίδιο. Η Μπουμπουλίνα δολοφονήθηκε για λόγους τιμής το 1825 χωρίς να τιμωρηθούν οι δράστες και η Μαυρογένους πέθανε πάμφτωχη και παραμελημένη χωρίς να λάβει ανταμοιβή από την πολιτεία για την προσφορά της στον Αγώνα”.
Ο ρόλος των γυναικών δεν άλλαξε στο νέο ελληνικό κράτος
“Ο πολιτικός αποκλεισμός των γυναικών που ίσχυε κατά την οθωμανική περίοδο συνεχίστηκε και στο νέο ελληνικό κράτος. Πολλές γυναίκες βρέθηκαν χήρες -και ζήτησαν από το κράτος σύνταξη-, πρόσφυγες -από τα νησιά και περιοχές που βρίσκονταν υπό τον τουρκικό ζυγό-, εξαθλιωμένες και αποκλεισμένες από τα πολιτικά δικαιώματα και τη μόρφωση. Έννοιες όπως η λαϊκή κυριαρχία, η ισότητα των πολιτών, η καθολική ψηφοφορία και άλλες που διακηρύσσονταν στα Συντάγματα του Αγώνα, δεν αφορούσαν τις γυναίκες . Ο αποκλεισμός βέβαια, των γυναικών από την πολιτική δεν αποτελούσε ελληνική ιδιαιτερότητα. Η έντονη γυναικεία πολιτική δράση κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης και οι πρώτες φεμινιστικές διακηρύξεις - καθώς και η συμμετοχή των γυναικών σε πατριωτικές οργανώσεις εναντίον του Ναπολέοντα στην Πρωσσία (1813-1815)- δεν οδήγησαν σε πολιτική εκπροσώπευση των γυναικών.
Στο νέο ελληνικό κράτος το 1864 που θεσπίστηκε το δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας, ο αποκλεισμός των γυναικών θεωρήθηκε αυτονόητος. Στο Σύνταγμα του 1864 οι γυναίκες χαρακτηρίστηκαν ως ως μη-ενεργοί πολίτες όπως και τα παιδιά, οι αλλοδαποί, οι πνευματικά ανήμποροι και οι κακοποιοί. Υπήρχε το δικαίωμα στη μόρφωση, αλλά δεν έγινε πράξη. Οι λίγες γυναίκες, που τόλμησαν να υπερβούν τον ιδιωτικό τους ρόλο, έγιναν αποδεκτές ως εξαιρέσεις. Έπρεπε να περάσουν 131 χρόνια, ως το 1952, για να λάβουν καθολικό δικαίωμα ψήφου και 160 χρόνια για πλήρη νομική ισότητα. Η ιστορία συνέχισε να κυριαρχείται από ανδρικές μορφές, ιδέες και πράξεις”.
Πηγή: https://www.news247.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.